Costas
¥
Από μια συνέντευξη της μεταφράστριας Μαρίας Αργυράκη:
Η κ. Μαρία Αργυράκη δραστηριοποιείται ως μεταφράστρια λογοτεχνικών έργων, διαθέτοντας τη σπάνια ικανότητα να αποδίδει ιαπωνικά κείμενο απευθείας στην ελληνική γλώσσα. Έχει τιμηθεί μεταξύ άλλων με τον Έπαινο του Υπουργού Εξωτερικών της Ιαπωνίας για το έτος 2016, έχει ζήσει στην Ιαπωνία και είναι επίσης ξεναγός στην ιαπωνική γλώσσα. Έχει μεταφράσει έργα διάσημων Ιαπώνων συγγραφέων, όπως του Κέντζι Μιγιαζάουα και του Νάτσουκι Ικεζάουα, ενώ πιο πρόσφατα πολυάριθμα έργα του Χαρούκι Μουρακάμι. Η κ. Αργυράκη μάς παραχώρησε μία μοναδική συνέντευξη για την τέχνη της μετάφρασης, βάση της βαθειάς γνώσης της πάνω στην ιαπωνική γλώσσα και τον ιαπωνικό πολιτισμό.
― Έχετε μεταφράσει έως τώρα πολυάριθμα έργα. Πείτε μας που βρίσκεται η μεγαλύτερη δυσκολία στη μετάφραση των ιαπωνικών προς τα ελληνικά, ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ της ιαπωνικής και της ελληνικής γλώσσας. Επίσης, ποιο σημείο είναι αυτό που χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή;
Σε όλες τις γλώσσες υπάρχουν κοινές βασικές δυσκολίες στη μετάφραση από τα ιαπωνικά. Κοινότυπες για τους ειδήμονες αλλά εντυπωσιακές για όποιον δεν ξέρει την γλώσσα. Η πρώτη εντοπίζεται στην αποκωδικοποίηση των ιδεογραμμάτων kanji. Η λέξη «άγαλμα», π.χ., δεν είναι ούτε κατά κάποιο τρόπο «χάρμα ιδέσθαι» εννοιολογικά, ούτε αναγνωρίσιμη όπως το αγγλικό statue αλλά 彫刻 [chōkoku], κάτι δηλαδή που χαράσσεται και σμιλεύεται. Αν αναφερόμαστε σε αντικείμενα η διαφορά της ετυμολογικής προσέγγισης εύκολα ξεπερνιέται. Στο επίπεδο όμως των συναισθημάτων ή της λογοπλασίας μπορεί να επηρεάσει την εύρεση λέξης με αντίστοιχη θερμοκρασία στο τελικό κείμενο.
Πραγματικό Γολγοθά αποτελεί η χρονοβόρα εύρεση ενός λήμματος στο λεξικό, μια διαδικασία που εύκολα μπορεί να ξεπεράσει τα 20 λεπτά. Επιπροσθέτως, λόγω ουσιαστικής ανυπαρξίας εξειδικευμένων ιαπωνο-ελληνικών λεξικών το μόνο μέσον για την ερμηνεία είναι πάντοτε μια άλλη ξένη γλώσσα, κατά προτίμηση τα αγγλικά.
Η δυσκολία συνεχίζεται στο συντακτικό επίπεδο όπου χρειάζεται να αναδιοργανωθεί ολόκληρη η πρόταση γιατί στα ιαπωνικά το ρήμα έρχεται στο τέλος μετά από μια σειρά επιμέρους προσδιορισμών – ενώ ταυτόχρονα διαπερνάται και από μια υψηλή τάση αμφισημίας. Τα γεγονότα δεν συμβαίνουν πάντα επειδή κάποιος τα προξενεί. Εμφανίζονται έτσι απλά, όπως λέμε «βρέχει» ή «χιονίζει».
Απαραίτητη – κυρίως σε μη λογοτεχνικά κείμενα – είναι και η αναδιοργάνωση της ροής του λόγου. Το σημαντικό στοιχείο μιας δήλωσης στο ιαπωνικό κείμενο π.χ., φυλάσσεται ζηλότυπα για το τέλος ενώ εμείς τη θέλουμε στην αρχή για να ξέρουμε πού εστιάζεται το θέμα. Προσδοκούμε κάθε παράγραφος να μας φέρει πλησιέστερα στο τελικό συμπέρασμα και σίγουρα να μη ρίχνει καθοδόν «την μπάλα έξω», κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλεί ιδιαίτερα τον ιάπωνα αναγνώστη.
Μια πρόσθετη δυσκολία έχει να κάνει με τη φορά της γραφής. Η ανάγνωση ενός ιαπωνικού βιβλίου αρχίζει από αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως τελευταία σελίδα και προχωρά προς την πρώτη, ενώ το κείμενο διαβάζεται σε κάθετες παράλληλες σειρές, από το πάνω μέρος της δεξιάς σελίδας και προχωρά προς αριστερά. Αυτό σε συνδυασμό με την ανοχή της ιαπωνικής γλώσσας στην επανάληψη των ουσιαστικών λόγω απουσίας άρθρων, γένους, κλίσης και αριθμού - εύκολα μπορεί το μάτι του μεταφραστή που φεύγει από το ελληνικό κείμενο να προσγειωθεί σε διαφορετική φράση η πρόταση του ιαπωνικού κειμένου.
Η κ. Μαρία Αργυράκη δραστηριοποιείται ως μεταφράστρια λογοτεχνικών έργων, διαθέτοντας τη σπάνια ικανότητα να αποδίδει ιαπωνικά κείμενο απευθείας στην ελληνική γλώσσα. Έχει τιμηθεί μεταξύ άλλων με τον Έπαινο του Υπουργού Εξωτερικών της Ιαπωνίας για το έτος 2016, έχει ζήσει στην Ιαπωνία και είναι επίσης ξεναγός στην ιαπωνική γλώσσα. Έχει μεταφράσει έργα διάσημων Ιαπώνων συγγραφέων, όπως του Κέντζι Μιγιαζάουα και του Νάτσουκι Ικεζάουα, ενώ πιο πρόσφατα πολυάριθμα έργα του Χαρούκι Μουρακάμι. Η κ. Αργυράκη μάς παραχώρησε μία μοναδική συνέντευξη για την τέχνη της μετάφρασης, βάση της βαθειάς γνώσης της πάνω στην ιαπωνική γλώσσα και τον ιαπωνικό πολιτισμό.
― Έχετε μεταφράσει έως τώρα πολυάριθμα έργα. Πείτε μας που βρίσκεται η μεγαλύτερη δυσκολία στη μετάφραση των ιαπωνικών προς τα ελληνικά, ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ της ιαπωνικής και της ελληνικής γλώσσας. Επίσης, ποιο σημείο είναι αυτό που χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή;
Σε όλες τις γλώσσες υπάρχουν κοινές βασικές δυσκολίες στη μετάφραση από τα ιαπωνικά. Κοινότυπες για τους ειδήμονες αλλά εντυπωσιακές για όποιον δεν ξέρει την γλώσσα. Η πρώτη εντοπίζεται στην αποκωδικοποίηση των ιδεογραμμάτων kanji. Η λέξη «άγαλμα», π.χ., δεν είναι ούτε κατά κάποιο τρόπο «χάρμα ιδέσθαι» εννοιολογικά, ούτε αναγνωρίσιμη όπως το αγγλικό statue αλλά 彫刻 [chōkoku], κάτι δηλαδή που χαράσσεται και σμιλεύεται. Αν αναφερόμαστε σε αντικείμενα η διαφορά της ετυμολογικής προσέγγισης εύκολα ξεπερνιέται. Στο επίπεδο όμως των συναισθημάτων ή της λογοπλασίας μπορεί να επηρεάσει την εύρεση λέξης με αντίστοιχη θερμοκρασία στο τελικό κείμενο.
Πραγματικό Γολγοθά αποτελεί η χρονοβόρα εύρεση ενός λήμματος στο λεξικό, μια διαδικασία που εύκολα μπορεί να ξεπεράσει τα 20 λεπτά. Επιπροσθέτως, λόγω ουσιαστικής ανυπαρξίας εξειδικευμένων ιαπωνο-ελληνικών λεξικών το μόνο μέσον για την ερμηνεία είναι πάντοτε μια άλλη ξένη γλώσσα, κατά προτίμηση τα αγγλικά.
Η δυσκολία συνεχίζεται στο συντακτικό επίπεδο όπου χρειάζεται να αναδιοργανωθεί ολόκληρη η πρόταση γιατί στα ιαπωνικά το ρήμα έρχεται στο τέλος μετά από μια σειρά επιμέρους προσδιορισμών – ενώ ταυτόχρονα διαπερνάται και από μια υψηλή τάση αμφισημίας. Τα γεγονότα δεν συμβαίνουν πάντα επειδή κάποιος τα προξενεί. Εμφανίζονται έτσι απλά, όπως λέμε «βρέχει» ή «χιονίζει».
Απαραίτητη – κυρίως σε μη λογοτεχνικά κείμενα – είναι και η αναδιοργάνωση της ροής του λόγου. Το σημαντικό στοιχείο μιας δήλωσης στο ιαπωνικό κείμενο π.χ., φυλάσσεται ζηλότυπα για το τέλος ενώ εμείς τη θέλουμε στην αρχή για να ξέρουμε πού εστιάζεται το θέμα. Προσδοκούμε κάθε παράγραφος να μας φέρει πλησιέστερα στο τελικό συμπέρασμα και σίγουρα να μη ρίχνει καθοδόν «την μπάλα έξω», κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλεί ιδιαίτερα τον ιάπωνα αναγνώστη.
Μια πρόσθετη δυσκολία έχει να κάνει με τη φορά της γραφής. Η ανάγνωση ενός ιαπωνικού βιβλίου αρχίζει από αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως τελευταία σελίδα και προχωρά προς την πρώτη, ενώ το κείμενο διαβάζεται σε κάθετες παράλληλες σειρές, από το πάνω μέρος της δεξιάς σελίδας και προχωρά προς αριστερά. Αυτό σε συνδυασμό με την ανοχή της ιαπωνικής γλώσσας στην επανάληψη των ουσιαστικών λόγω απουσίας άρθρων, γένους, κλίσης και αριθμού - εύκολα μπορεί το μάτι του μεταφραστή που φεύγει από το ελληνικό κείμενο να προσγειωθεί σε διαφορετική φράση η πρόταση του ιαπωνικού κειμένου.