Costas
¥
Μεταφράζοντας πέρα από την Ευρώπη: γλώσσες και πολιτική στην ΕΕ, του Boris Buden (Nomadic Universality)
Μακράν τού να συμβάλλει στην ολοκλήρωση μιας πολιτικά ενωμένης Ευρώπης, η μετάφραση κάνει συχνά το αντίθετο. Χαράζει τις μεθοριακές γραμμές, τόσο εντός της ΕΕ όσο και στις εξωτερικές παρυφές της, πάνω στις οποίες φιλτράρει ιδεολογικά κάθε είδους πολιτικά και πολιτιστικά περιεχόμενα, δημιουργώντας και αποκαθαίροντας τη λεγόμενη ευρωπαϊκότητα· επικυριαρχεί στις διαδικασίες διεύρυνσης, περιφράσσοντας το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα ως χώρο μιας ομοιογενούς, διαφανούς, σύγχρονης, «καλής» εσωτερικότητας και την ίδια στιγμή κάνει τη βρώμικη δουλειά των αποκλεισμών, αναδημιουργώντας συνεχώς την «κακή», δηλαδή σκοτεινή, ακατανόητη, καθυστερημένη εξωτερικότητα της Ευρώπης
(...)
Σύμφωνα με την «επίσημη» ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δύο πηγές. Η πρώτη είναι πολύ ηθικολογική: μετά το τραύμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να ενωθούν, πιστεύοντας ότι μια πολιτική ενοποίηση της ηπείρου θα αποτρέψει την επανεμφάνιση της βίας και του πολέμου. Η δεύτερη σχεδόν κυνικά αντιφάσκει με το πρώτο. Θεωρεί ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προκύψει από ένα καθαρά οικονομικό συμφέρον κατά τη δεκαετία του 1950. Είναι η κοινή αγορά, όχι το ιδανικό της αιώνιας ειρήνης, που συνέχει τους Ευρωπαίους από πολιτική άποψη.
Παρά την εσωτερική της αντίφαση, η θεωρία –ή μήπως πρέπει να λέμε ο μύθος- για τις δύο πηγές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παρέχει ένα γενικά φιλελεύθερο δημοκρατικό πλαίσιο για την κοινή κατανόηση του ρόλου της μετάφρασης στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, καθώς και μια σαφώς προκαθορισμένη πολιτική σκηνή στην οποία αυτή θα επιτελέσει αυτόν το ρόλο. Περιττό να πούμε, ο ρόλος της σε αυτό το έργο είναι θετικός. Η μετάφραση φαίνεται να προκύπτει από την καλή πλευρά της ιστορίας, προκειμένου να βοηθήσει τους ανθρώπους να ενταχθούν, να αποτρέψει τις συγκρούσεις και τους πολέμους, να στηρίξει την κοινωνική πρόνοια και να προωθήσει τη συνολική ανθρώπινη ευημερία. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να ολοκληρωθούν, αλλά υπάρχει ένα εμπόδιο στο δρόμο για την επίτευξη αυτού του στόχου: τους λείπει μια κοινή γλώσσα. Ευτυχώς, η μετάφραση μπορεί να τους βοηθήσει να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο.
Αυτό, όμως, είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο όχι μόνο με μια αφελή, κοινότοπη αντίληψη περί της μετάφρασης ως ενός ουδέτερου, καθαρά γλωσσικού εργαλείου για τη σύνδεση των ανθρώπων οι οποίοι διαιρούνται εκ φύσεως από γλωσσικές διαφορές, αλλά και με τις πρακτικά προσανατολισμένες θεωρίες περί μετάφρασης που διδάσκονται και εφαρμόζονται στην ακαδημαϊκή κατάρτιση διερμηνέων και μεταφραστών.
Σε αυτή την αντίληψη, η μετάφραση εμφανίζεται ως μια γλωσσική πρακτική που εκ των προτέρων καθορίζεται από τη θετική τελεολογία της. Ανεξάρτητα από το πού και πώς εφαρμόζεται, η μετάφραση, αν επιτελεστεί ορθά (δηλαδή εάν είναι σύμφωνη με την αρχή της πιστότητας), θα έχει πάντα ευεργετικές συνέπειες για την δεδομένη κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό η μετάφραση είναι σαν να βρίσκεται ήδη πάντοτε στην υπηρεσία του φροϋδικού Έρωτος*, του οποίου γενικότερος στόχος, σε αντίθεση με τον καταστροφικό Θάνατο*, είναι να ενώνει τους ανθρώπους, να δημιουργεί τη ζωή, να προάγει την παραγωγικότητα και την οικοδόμηση. Αυτή η εγγενώς θετική σημασία της μετάφρασης είναι η ίδια αποτέλεσμα μιας σύλληψης που θέλει τη μετάφραση αμιγώς γλωσσικό φαινόμενο ή, πιο συγκεκριμένα, απλό εργαλείο γλωσσικής επικοινωνίας. Κάνει τη μετάφραση να εμφανίζεται ως μία γνωστικά αντικειμενική, πολιτικά απροκατάληπτη, κοινωνικά ουδέτερη, οικονομικά παραγωγική, πολιτιστικά γοητευτική και ηθικά αθώα γλωσσική πρακτική. Αυτή η αντίληψη της μετάφρασης ενσαρκώνεται ιδίως στην κοινή εικόνα του μεταφραστή ή διερμηνέα ως κάποιων που βρίσκονται κάπου στο ενδιάμεσο: εδώ ανάμεσα σε δύο πολιτικούς που μιλούν, εκεί ανάμεσα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές ενός προϊόντος και γενικά ανάμεσα σε έναν συγγραφέα που έχει γράψει ένα κείμενο σε μία γλώσσα και στους αναγνώστες του σε μία άλλη, ανάμεσα στην λογοτεχνία ή τη φιλοσοφία μίας κουλτούρας και τους αποδέκτες της σε μία άλλη … με δυο λόγια, ανάμεσα σε δύο γλώσσες και / ή δύο κουλτούρες που είναι πάντοτε ήδη διαφορετικές, δηλαδή «φυσικώς» διαχωρισμένες πριν φτάσει η μετάφραση για να τις βοηθήσει να συνδεθούν και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Αυτή η εικόνα του μεταφραστή και αυτή η κατανόηση της μετάφρασης, όσο κι αν μας φαίνεται σήμερα φυσική και αυτονόητη, είναι στην πραγματικότητα ιστορικά ιδιαίτερη και ιδεολογικά πλαισιωμένη. Επιπλέον, κατά το παρελθόν της, η θεωρία της μετάφρασης συνελάμβανε αυτή τη γλωσσική πρακτική κατά πολύ διαφορετικό τρόπο. Για τους Γερμανούς ρομαντικούς φιλοσόφους και θεωρητικούς της γλώσσας και της λογοτεχνίας, η μετάφραση είναι κάθε άλλο παρά κοινωνικά ουδέτερη και πολιτικά απροκατάληπτη. Για τον Wilhelm von Humboldt*, για παράδειγμα, έχει πάντα μια κοινωνικά διαμορφωτική λειτουργία· συγκεκριμένα, παίζει κρίσιμο ρόλο σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί Bildung (εκπαίδευση, [δια]μόρφωση, οικοδόμηση, δημιουργία) ενός έθνους. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της λειτουργίας είναι που η μετάφραση ως τέτοια δεν μπορεί να είναι ηθικά ουδέτερη. (...)
Η συνέχεια επί της οθόνης
Μακράν τού να συμβάλλει στην ολοκλήρωση μιας πολιτικά ενωμένης Ευρώπης, η μετάφραση κάνει συχνά το αντίθετο. Χαράζει τις μεθοριακές γραμμές, τόσο εντός της ΕΕ όσο και στις εξωτερικές παρυφές της, πάνω στις οποίες φιλτράρει ιδεολογικά κάθε είδους πολιτικά και πολιτιστικά περιεχόμενα, δημιουργώντας και αποκαθαίροντας τη λεγόμενη ευρωπαϊκότητα· επικυριαρχεί στις διαδικασίες διεύρυνσης, περιφράσσοντας το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα ως χώρο μιας ομοιογενούς, διαφανούς, σύγχρονης, «καλής» εσωτερικότητας και την ίδια στιγμή κάνει τη βρώμικη δουλειά των αποκλεισμών, αναδημιουργώντας συνεχώς την «κακή», δηλαδή σκοτεινή, ακατανόητη, καθυστερημένη εξωτερικότητα της Ευρώπης
(...)
Σύμφωνα με την «επίσημη» ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δύο πηγές. Η πρώτη είναι πολύ ηθικολογική: μετά το τραύμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να ενωθούν, πιστεύοντας ότι μια πολιτική ενοποίηση της ηπείρου θα αποτρέψει την επανεμφάνιση της βίας και του πολέμου. Η δεύτερη σχεδόν κυνικά αντιφάσκει με το πρώτο. Θεωρεί ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προκύψει από ένα καθαρά οικονομικό συμφέρον κατά τη δεκαετία του 1950. Είναι η κοινή αγορά, όχι το ιδανικό της αιώνιας ειρήνης, που συνέχει τους Ευρωπαίους από πολιτική άποψη.
Παρά την εσωτερική της αντίφαση, η θεωρία –ή μήπως πρέπει να λέμε ο μύθος- για τις δύο πηγές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παρέχει ένα γενικά φιλελεύθερο δημοκρατικό πλαίσιο για την κοινή κατανόηση του ρόλου της μετάφρασης στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, καθώς και μια σαφώς προκαθορισμένη πολιτική σκηνή στην οποία αυτή θα επιτελέσει αυτόν το ρόλο. Περιττό να πούμε, ο ρόλος της σε αυτό το έργο είναι θετικός. Η μετάφραση φαίνεται να προκύπτει από την καλή πλευρά της ιστορίας, προκειμένου να βοηθήσει τους ανθρώπους να ενταχθούν, να αποτρέψει τις συγκρούσεις και τους πολέμους, να στηρίξει την κοινωνική πρόνοια και να προωθήσει τη συνολική ανθρώπινη ευημερία. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να ολοκληρωθούν, αλλά υπάρχει ένα εμπόδιο στο δρόμο για την επίτευξη αυτού του στόχου: τους λείπει μια κοινή γλώσσα. Ευτυχώς, η μετάφραση μπορεί να τους βοηθήσει να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο.
Αυτό, όμως, είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο όχι μόνο με μια αφελή, κοινότοπη αντίληψη περί της μετάφρασης ως ενός ουδέτερου, καθαρά γλωσσικού εργαλείου για τη σύνδεση των ανθρώπων οι οποίοι διαιρούνται εκ φύσεως από γλωσσικές διαφορές, αλλά και με τις πρακτικά προσανατολισμένες θεωρίες περί μετάφρασης που διδάσκονται και εφαρμόζονται στην ακαδημαϊκή κατάρτιση διερμηνέων και μεταφραστών.
Σε αυτή την αντίληψη, η μετάφραση εμφανίζεται ως μια γλωσσική πρακτική που εκ των προτέρων καθορίζεται από τη θετική τελεολογία της. Ανεξάρτητα από το πού και πώς εφαρμόζεται, η μετάφραση, αν επιτελεστεί ορθά (δηλαδή εάν είναι σύμφωνη με την αρχή της πιστότητας), θα έχει πάντα ευεργετικές συνέπειες για την δεδομένη κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό η μετάφραση είναι σαν να βρίσκεται ήδη πάντοτε στην υπηρεσία του φροϋδικού Έρωτος*, του οποίου γενικότερος στόχος, σε αντίθεση με τον καταστροφικό Θάνατο*, είναι να ενώνει τους ανθρώπους, να δημιουργεί τη ζωή, να προάγει την παραγωγικότητα και την οικοδόμηση. Αυτή η εγγενώς θετική σημασία της μετάφρασης είναι η ίδια αποτέλεσμα μιας σύλληψης που θέλει τη μετάφραση αμιγώς γλωσσικό φαινόμενο ή, πιο συγκεκριμένα, απλό εργαλείο γλωσσικής επικοινωνίας. Κάνει τη μετάφραση να εμφανίζεται ως μία γνωστικά αντικειμενική, πολιτικά απροκατάληπτη, κοινωνικά ουδέτερη, οικονομικά παραγωγική, πολιτιστικά γοητευτική και ηθικά αθώα γλωσσική πρακτική. Αυτή η αντίληψη της μετάφρασης ενσαρκώνεται ιδίως στην κοινή εικόνα του μεταφραστή ή διερμηνέα ως κάποιων που βρίσκονται κάπου στο ενδιάμεσο: εδώ ανάμεσα σε δύο πολιτικούς που μιλούν, εκεί ανάμεσα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές ενός προϊόντος και γενικά ανάμεσα σε έναν συγγραφέα που έχει γράψει ένα κείμενο σε μία γλώσσα και στους αναγνώστες του σε μία άλλη, ανάμεσα στην λογοτεχνία ή τη φιλοσοφία μίας κουλτούρας και τους αποδέκτες της σε μία άλλη … με δυο λόγια, ανάμεσα σε δύο γλώσσες και / ή δύο κουλτούρες που είναι πάντοτε ήδη διαφορετικές, δηλαδή «φυσικώς» διαχωρισμένες πριν φτάσει η μετάφραση για να τις βοηθήσει να συνδεθούν και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Αυτή η εικόνα του μεταφραστή και αυτή η κατανόηση της μετάφρασης, όσο κι αν μας φαίνεται σήμερα φυσική και αυτονόητη, είναι στην πραγματικότητα ιστορικά ιδιαίτερη και ιδεολογικά πλαισιωμένη. Επιπλέον, κατά το παρελθόν της, η θεωρία της μετάφρασης συνελάμβανε αυτή τη γλωσσική πρακτική κατά πολύ διαφορετικό τρόπο. Για τους Γερμανούς ρομαντικούς φιλοσόφους και θεωρητικούς της γλώσσας και της λογοτεχνίας, η μετάφραση είναι κάθε άλλο παρά κοινωνικά ουδέτερη και πολιτικά απροκατάληπτη. Για τον Wilhelm von Humboldt*, για παράδειγμα, έχει πάντα μια κοινωνικά διαμορφωτική λειτουργία· συγκεκριμένα, παίζει κρίσιμο ρόλο σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί Bildung (εκπαίδευση, [δια]μόρφωση, οικοδόμηση, δημιουργία) ενός έθνους. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της λειτουργίας είναι που η μετάφραση ως τέτοια δεν μπορεί να είναι ηθικά ουδέτερη. (...)
Η συνέχεια επί της οθόνης