metafrasi banner

operative

Eddie

New member
Εχω σκαλώσει σε ένα κείμενο που μιλά για "operatives" και εννοεί γενικά ανθρώπους που μπορεί να ανήκουν είτε στην αστυνομία είτε στο στρατό είτε να είναι ιδιώτες και εκτελούν "δύσκολες αποστολές". Βρίσκουν ομήρους, καταλαμβάνουν σπίτια κλπ. Πώς μπορούν να μεταφραστούν;
 

Zazula

Administrator
Staff member
Δηλαδή είναι μέλη ομάδων επιχειρήσεων, ε;
 

Eddie

New member
Μπορούμε δηλαδή να τους πούμε όλους πράκτορες; Δεν είναι πράκτορες αυτοί που ανήκουν σε ιδιωτικούς στρατούς.
 

nickel

Administrator
Staff member
Μην ψάχνεις να βρεις μονολεκτική απόδοση που να καλύπτει όλους τους operatives. Του στρατού είναι στρατιώτες. Της αστυνομίας είναι αστυνομικοί. Δεν έχουμε αντίστοιχο όρο, να πούμε ότι αυτός είναι «επιχειρησιακός».
 
Κάτι σε στιλ προσωπικό ειδικών αποστολών; Όχι ότι είναι σαφές, αλλά πόσο σαφές είναι το operatives;
 

SBE

¥
Εγώ βρίσκω ότι σαφέστατο είναι το "πράκτορες". Από πράκτορες της CIA μέχρι πράκτορες των ειδικών δυνάμεων. Άλλωστε αυτό που ορίζεις στο πρώτο μήνυμα είναι οι πράκτορες, όπως τους ξέρουμε από το σινεμά.
 

daeman

Administrator
Staff member
Μπορεί ο πράκτορας να μην καλύπτει όλες τις ιδιότητες και να αντιστοιχεί περισσότερο στον agent, νομίζω όμως ότι καλύπτει αρκετές στη συγκεκριμένη περίπτωση (ιδίως αν ο operative καλύπτεται, αν είναι undercover).

πράκτορας ο [práktoras] O5 : 1. αυτός που αναλαμβάνει να διεκπεραιώνει υποθέσεις τρίτων με αμοιβή: Eμπορικός / ναυτικός / ταξιδιωτικός ~. Kαλλιτεχνικός ~, αυτός που αναλαμβάνει να οργανώνει διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. ~ εφημερίδων, περιοδικών, αυτός που αναλαμβάνει τη διακίνηση του ημερήσιου και περιοδικού τύπου σε έναν τόπο, σε μια περιοχή. || Διπλωματικός ~, τίτλος κυρίως γενικών προξένων στους οποίους ανατίθενται και διπλωματικά καθήκοντα. 2. πρόσωπο στο οποίο, με μυστική εντολή μιας κυβέρνησης, μιας στρατιωτικής ή πολιτικής οργάνωσης ή μιας άλλης ομάδας, ανατίθεται η εκτέλεση συγκεκριμένων, συχνά παράνομων, αποστολών, παραγγελιών, διαταγών: ~ των μυστικών υπηρεσιών. Aποκαλύφθηκε ότι ήταν ~ ξένης δύναμης. Διπλός ~, που υπηρετεί δύο διαφορετικές και αντίπαλες δυνάμεις. ~ της CIA / της KGB. [λόγ. < αρχ. πράκτωρ, αιτ. -ορα `που πραγματώνει, δικαστικός κλητήρας΄ σημδ. ιταλ. agente ή μέσω του γαλλ. agent]
 
Top