metafrasi banner

cruising

nickel

Administrator
Staff member
Αποφάσισα να μαζέψω σ’ ένα νήμα τις διάφορες αποδόσεις για το cruise, τις πολλές σημασίες του και τις φράσεις του. Βοηθήστε να εμπλουτίσουμε το νήμα με ωραίες και ακριβείς αποδόσεις, ιδίως σε χώρους όπου χωλαίνω. Η δομή και τα παραδείγματα βασίστηκαν κυρίως στο περιεχόμενο του λήμματος του ODE.


cruise /kruːz /
ΡΗΜΑ (συν. αμτβ.)
1. ταξιδεύω (με πλεούμενο, χωρίς άμεσο ή συγκεκριμένο προορισμό, για αναψυχή), πλέω· κάνω κρουαζιέρα
• They were cruising off the California coast
• [μτβ.]: She cruised the canals of France in a barge.
• Boat owners can always call ahead to a marina and check on their latest price if they're cruising in an area with several fuel docks.
• This is a great area to cruise, one that is still somewhat undeveloped and off the beaten path.
• However, lulled by the simplicity of canal cruising, I had gotten lazy and failed to check the lock information on the chart.

1.1. (ιστ.) (για πλοίο του πολεμικού ναυτικού) κάνω περιπολίες
• 1848 Macaulay Hist. Eng. I. 573 Several English men of war were cruising in the Channel.

2. κινούμαι αργά, συν. με αυτοκίνητο, όπως π.χ. περιπολικό της αστυνομίας την ώρα της περιπολίας ή ταξί σε άγρα πελατείας· περιπολώ, κάνω τσάρκα, κόβω βόλτες
• A police van cruised past us.
• [μτβ.]: My idea of a perfect Sunday afternoon is cruising car lots and checking out the new models.
• The address that Rod had been given was a 20 mile drive away and it was not until nearly three o'clock that he cruised slowly past the terraced houses where he had been told to find the car.
• A few people stumbled out of the small selection of pubs along the street, but beyond that and a few handful of teenagers cruising slowly up and down the seafront nothing was happening.

3. (λαϊκ.) κυκλοφορώ σε αναζήτηση ερωτικού συντρόφου, σεργιανίζω, βγαίνω για σεργιάνι / στο σεργιάνι / για ψάρεμα, κάνω ψωνιστήρι
• He spends his time cruising and just hanging out in New Orleans.
• [μτβ.]: He cruised the gay bars of Los Angeles.
• While these nooks provided the cover for sexual activity, cruising also occurred amongst men on their way in and out of the park along the trails.

4. (λαϊκ., μτβ.) κοζάρω, τσεκάρω (πιθανό ερωτικό σύντροφο)
• He was cruising a pair of sailors.
• Or if she does, she'll glance quickly away again, paranoia in her eyes, afraid that she'll be caught cruising the straight girl.

5. (για τροχοφόρα ή αεροσκάφη) ταξιδεύω (κυκλοφορώ, πετάω) με σταθερή ταχύτητα / με ταχύτητα (οικονομικής) πλεύσης
• Both aircraft were cruising at their assigned altitude of 36,000 ft.
• A seemingly endless line of petrol tankers cruises along the road, their drivers smiling at us as we speed by.
• The group of travellers leaped on the man after it was claimed he stood on his seat screaming and lashed out at people who tried to calm him as the aircraft was cruising at 30,000 feet above the Atlantic.

6. προχωρώ ανεμπόδιστα, πετυχαίνω το στόχο μου με κάθε άνεση / κάνοντας «περίπατο»
• Millwall cruised to a 2-0 win over Leicester
• With his build and style of running, a move to the marathon was always going to be inevitable and the ease with he cruised to victory yesterday underscored his potential.
• They have cruised to the championship of the Premier League with ease with an impressive 18 wins out of 19 games.
• Saturday was a different story, when four of five Indonesian boxers cruised to the next stage.

7. (για νήπιο) στραταρίζω, κάνω τα πρώτα βήματα
• My daughter cruised at seven months and didn’t walk until just after her first birthday.
• It can take ages to go from cruising to proper walking.
• [μτβ.]: About a week ago she started crawling forwards, cruising furniture, and standing by herself.
• DS is 16.5 months now and he cruises confidently, crawls like Speedy Gonzales and will walk a few steps holding one hand.
• Her mum looked on with pride and relief as she took her first faltering steps in their front room and started to cruise the furniture.

ΦΡ.
be cruising for a bruising πάω γυρεύοντας να φάω το κεφάλι μου
• Hmm, you're cruising for a bruising methinks, and as such, you're on your own lad.

ΟΥΣ.
1. κρουαζιέρα, ταξίδι αναψυχής
• Tourists can take cruises on pleasure boats that provide a panoramic view of the winding coastline facing the Pacific.
• Peace Boat has sponsored global cruises on chartered passenger ships since its inception in 1983 to promote peace, human rights and environmental protection.
2. περιπολία· πλεύση

ΦΡ.
cabin cruiser καμπινάτο ταχύπλοο (σκάφος)
cruise control (αεροναυτ.) ρύθμιση της ταχύτητας πλεύσης· (αυτοκ.) σύστημα ελέγχου της ταχύτητας οχήματος
adaptive cruise control (ACC) σύστημα αυτόματης ρύθμισης της ταχύτητας οχήματος (βάσει της απόστασης από προπορευόμενο όχημα)
cruise missile πύραυλος κρουζ (συν. Κρουζ), πύραυλος πλεύσης, πύραυλος οριζόντιας πλεύσης, πύραυλος αυτοελεγχόμενης πλεύσης
cruise ship, cruise liner κρουαζιερόπλοιο
cruiser 1. εύδρομο, καταδρομικό. 2. κρουαζιερόπλοιο· ταχύπλοο με καμπίνες. 3. (ΗΠΑ) περιπολικό.
cruising speed, cruise speed ταχύτητα (οικονομικής) πλεύσης (πρβλ. service speed, υπηρεσιακή ταχύτητα)
 
Η σημασία 1.1 μήπως συμπίπτει με την 5;
(Για τον πύραυλο, ο Ζαζ είχε προτείνει «αυτοελεγχόμενης» - μήπως είναι καλύτερο;)

Και σχετικά με τη σημασία 2:
No cruising.jpg
 

nickel

Administrator
Staff member
Έβαλα την 1.1 στην αρχή επειδή είναι η αρχική σημασία (από την οποία προήλθε η 5).

Με την ευκαιρία, τα ετυμολογικά:

[First in 17th c.; corresponding alike to Du. kruisen to cross, also since 17th c. to cruise, to sail crossing to and fro, ‘kruyssen op de Zee, to traverse and cross the seas’ (Hexham, 1678), f. kruis cross, and to Sp. and Pg. cruzar to cross, to cruise, F. croiser to cross, ‘croiser la mer to cruise up and down the Sea’ (Miège 1688). The word is thus ultimately identical with croise v. and cross v.; the current spelling with ui seems to be after Dutch; but the vowel sound is as in Sp. and Pg.]
(OED)

Στο δίλημμα αυτοελεγχόμενη ή αυτορυθμιζόμενη διαλέγω το δεύτερο επειδή κάνει σαφέστερο το αποτέλεσμα, δηλαδή μπορεί να ελέγξεις κάτι αλλά να μην το ρυθμίσεις. :-)
 

Zazula

Administrator
Staff member
cruise missile πύραυλος κρουζ (συν. Κρουζ), πύραυλος οριζόντιας πλεύσης, πύραυλος αυτορυθμιζόμενης πλεύσης
Το «οριζόντιας πλεύσης» έχει όντως χρησιμοποιηθεί σε καναδυό ιστοτόπους· όσον αφορά δε το «αυτορυθμιζόμενης» κττμά είναι αδόκιμο διότι η αυτορύθμιση στα συστήματα παραπέμπει κατά κανόνα σε παθητικές μεθόδους (ενώ ο αυτοέλεγχος σε ενεργητικές).

Ωστόσο απορώ γιατί λείπει η επίσημη απόδοση, η οποία βρίσκεται και στην ελληνική νομοθεσία: «πύραυλος πλεύσης» (§ 7 στο Παράρτημα I του ΠΔ 94/2007 «Εφαρμογή της υπ’ αριθμ. 1747 (2007) απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας Ο.Η.Ε. περί Ιράν», ΦΕΚ Α 694/03-05-2007· § 2.4 στο Παράρτημα Β του ΠΔ 85/2009 «Εφαρμογή της υπ’ αριθμ. 1718 (2006) απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.», ΦΕΚ Α 113/10-07-2009· § 19.Α.2 στο Παράρτημα Γ του ΠΔ 10/2011 «Εφαρμογή της Απόφασης 1737 (2006) του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.», ΦΕΚ Α 25/22-02-2011· § 7 στο Παράρτημα του ΠΔ 27/2012 «Περί εφαρμογής της απόφασης 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.», ΦΕΚ Α 60/16-03-2012).
 

nickel

Administrator
Staff member
Ωστόσο απορώ γιατί λείπει η επίσημη απόδοση...
Ίσως επειδή δεν έφτασα στα ΦΕΚ. Έμεινα σε οριζόντια πλεύση και δεν εμβάθυνα τόσο.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
adaptive cruise control (ACC) σύστημα αυτόματης ρύθμισης της ταχύτητας οχήματος (βάσει της απόστασης από προπορευόμενο όχημα)

adaptive cruise control (ACC) και απλώς σύστημα προσαρμογής της ταχύτητας (βλ. εδώ).
 

cougr

¥
Περιέργως, τόσο καιρό δεν το είχα πάρει χαμπάρι αυτό το νήμα.

Θα ήθελα να συμπληρώσω ότι το "cruising" χρησιμοποιείται στο άθλημα της σωματικής διάπλασης (μποντιμπίλντινγκ) - κι όχι μόνο - όπου αναφέρεται στην λήψη μειωμένης δόσης αναβολικών ανδρογόνων στεροειδών (ΑΑΣ), συνήθως τεστοστερόνης. Ο όρος συνήθως χρησιμοποιείται σε αντίθεση του "blasting" - δλδ. τη λήψη σχετικά υψηλότερης δόσης ΑΑΣ (συνήθως μείγμα διάφορων στεροειδών). Από όσο γνωρίζω, επί του παρόντος τουλάχιστον, στα ελληνικά οι όροι χρησιμοποιούνται αμετάφραστοι.

What is blasting and cruising?
...Blasting is when you go on a typical normal heavy steroid regimen. This is very similar to a traditional cycle. However, instead of going off cycle after – the bodybuilder will “cruise” which is to switch into a low dose steroid regimen. After the cruising period, the bodybuilder goes back to blasting. Lather. Rinse. Repeat.

cruising

4. (bodybuilding, slang) Reducing the dosage of PEDs instead of cycling them off. coordinate term ▲Coordinate term: blasting
 
Last edited:
Top