Εγώ ήξερα το βικίο με τη σημασία της στάμνας. Βλέπω ωστόσο στον Δημητράκο: «νεώτ. η περιστρεφομένη κυλινδρική θήκη των σφαιρών του περιστρόφου». Δεν έχω καλές σχέσεις με το θέμα, οπότε δεν μπορώ να σου πω αν την έχει χρησιμοποιήσει κανείς από τον καιρό του Ντίλιγκερ.
Μήπως έχει κανείς πρόχειρο κάποιο άλλο παλιό λεξικό, εκτός του Δημητράκου, για να επιβεβαιώσει την ορθογραφία; Εγώ το ήξερα «βυκίο» και έτσι το βρίσκω παντού στο διαδίκτυο...
... περίστροφος
... 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη μεταξύ τής κάννης και τού συστήματος επίκρουσης ...
πεντάσφαιρος -η, -ο / πεντάσφαιρος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε σφαιριδίων ή πέντε κόκκων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ.το πεντάσφαιρο
επαναληπτικό πυροβόλο όπλο, τυφέκιο, περίστροφο, ή πιστόλι, τού οποίου ο γεμιστήρας ή το βυκίο έχει χωρητικότητα πέντε σφαιρών, πέντε φυσιγγίων.
θ. Ουσιώδη συστατικά μέρη όπλου είναι ο μηχανισμός του κλείστρου ή κινητού ουραίου, η κάννη και η θαλάμη ή το βυκίο του. Νόμος 3944/2011 - ΦΕΚ 67/Α/5-4-2011