Με εντυπωσιάζει αυτό που λες, δεν περίμενα να το έχουν αναγάγει σε απόλυτο κανόνα. Όπως το σκέφτομαι εκ του προχείρου, βλέπω δύο πράγματα. Πρώτον, την επιδίωξη της επιστήμης να αυτοεπιβεβαιωθεί μέσω της κυριαρχικής εκφοράς του λόγου. Η μη προσδιοριστική αναφορική πρόταση είναι παρεμβολή, έχει γεύση afterthought, και δεν κοιμίζει τα ανακλαστικά του αναγνώστη όσο η κατηγορηματική βεβαίωση που δίνεται με κύρια πρόταση. "Το Χ, που είναι Ψ, δεν μπορεί να Ω" - "Το Χ είναι Ψ και συνεπώς δεν μπορεί να Ω". Η ουσία του περιεχομένου δεν αλλάζει, αλλά η κατηγορηματικότητα της δεύτερης διατύπωσης είναι πιο αφοπλιστική. Σε τελική ανάλυση είναι θέμα εξουσίας. Οικοδόμηση, έστω και φαντασιακή, κλειστών συστημάτων, αυτοαναφορικότητας και συναφούς ιερατείου. Δεύτερον, ένα ελαφρυντικό: όταν κάτω από την αναφορική υποκρύπτεται μια ειδικότερη σημασία (αιτιολογική, συμπερασματική, χρονική κτλ.), αυτή καλό είναι να δηλώνεται για λόγους σαφήνειας. "Όταν το Χ είναι Ψ", "Επειδή το Χ είναι Ψ" κτλ. Ας μην πάμε πάντως σε προεκτάσεις, του τύπου τι είναι και τι δεν είναι επιστήμη, ή ποιες οι σχέσεις ανάμεσα στην κυριαρχία της επιστήμης και την επιστήμη της κυριαρχίας, ή πόσο μπορούμε να συνεξετάζουμε κάποιες θετικές και κάποιες θεωρητικές ή φιλολογικές "επιστήμες".
Κατά τα άλλα, αν υποθέσουμε ότι ζητούμενο είναι το πλησίασμα στον αναγνώστη και η πρόσληψη του περιεχομένου, νομίζω ότι κάθε κείμενο κερδίζει με την εκφραστική ποικιλία. Κερδίζει επίσης όταν ο κάθε συντάκτης εκφράζεται με τον τρόπο που του ταιριάζει καλύτερα και δεν πιθηκίζει. Αν δεν υπάρχει στέρεη σκέψη και ψύχραιμη στάθμιση των δεδομένων, η έλλειψη αναφορικών προτάσεων δεν πρόκειται να σώσει την κατάσταση.
Θα είχα περιέργεια να δω το σκεπτικό των οδηγιών που αναφέρεις.