Είναι μια ιστορία που έγραψα λίγα χρόνια πριν. Δεν είναι πολύ μεγάλο σε μέγεθος αλλά είναι μεγαλύτερο από βινιέτα. Θα το δημοσιεύσω εδώ σε συνέχειες, αν υπάρχει ενδιαφέρον και δεν φάω ντομάτες.
Απολαύστε (τέλος πάντων, διαβάστε και βλέπουμε).
Η Κόμισσα
Μερικές ιστορίες αρχίζουν παράξενα ή τελείως παράλογα μα όταν τις διαβάσεις αναρωτιέσαι αν μιλάνε για αληθινά γεγονότα. Τέτοια είναι και η ακόλουθη ιστορία. Αν είναι αληθινή; Ειλικρινά, δε μπορώ να είμαι σίγουρος και ούτε θέλω να παραστήσω τον έξυπνο. Θα πρέπει ο καθένας μόνος του να αναζητήσει την αλήθεια ή τη λογική. Αν αυτή υπάρχει πουθενά μέσα σ’ αυτή την ιστορία.
Το πρώτο γεγονός σημειώθηκε στην Αλαμπάμα της Αμερικής. Κάποιο πιτσιρίκι φαίνεται πως είδε μια δυνατή, ξαφνική λάμψη στον ουρανό και μετά ένα φωτεινό αντικείμενο να πέφτει στη γη. Ως γνωστό, τέτοιες αναφορές υπάρχουν χιλιάδες και πλέον ο κόσμος δε δίνει και πολλή σημασία και ακόμη και άτομα που παλιότερα πίστευαν στον ερχομό πλασμάτων από άλλους κόσμους, η έλλειψη αποδείξεων, οι πολλές στημένες απάτες που αποκαλύφθηκαν και η σιωπή γύρω από αυτά τα θέματα, οδήγησαν πολλούς ένθερμους οπαδούς της υπόθεσης να το ξεχάσουν οριστικά.
Ύστερα όμως άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα περίεργα περιστατικά που αναστάτωσαν την πολιτεία. Φυσικά, οι αρχές προσπάθησαν ενδελεχώς να το κρύψουν, αν και κάποια σκηνικά διέρρευσαν. Βέβαια οι Αμερικάνοι έχουν και τη στάμπα του μυθομανή και κανείς δεν τους παίρνει και πολύ στα σοβαρά. Κάποια περιστατικά από αυτά που ακούστηκαν, ας πούμε, είναι τερατώδη και δε νομίζω να υπάρχει έλλογος άνθρωπος που να τα πιστεύει. Υπάρχουν όμως και κάποιες αναφορές που μάλλον δεν προκάλεσαν αλλά είναι λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να είναι και αληθινές. Μία περίπτωση που αξίζει να εξετάσουμε είναι αυτή της κόμισσας Ελέιν. Ήταν μια κυρία γύρω στα πενήντα της που καταγόταν από μια παλιά οικογένεια ευγενών της Ευρώπης. Αν δεν κάνω λάθος ήταν Γάλλοι, αλλά αργότερα άλλαξαν τα ονόματά τους σε Αμερικάνικα. Ζούσε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη και είχε αρκετά καλές σχέσεις με τους υπόλοιπους συμπολίτες της. Είχε όμως κάποιες παραξενιές που οι κάτοικοι συχνά σχολίαζαν. Της άρεσε να κρατάει πολλές γάτες στο σπίτι και έμοιαζε να επιζητά τη μοναξιά. Έμενε πάντα μόνη, παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία και λίγα χρόνια αργότερα χώρισε. Δεν έκανε ποτέ παιδιά και έκτοτε δε ξαναπαντρεύτηκε. Οι πιο συγκαταβατικοί έλεγαν ότι ο πρώην άντρας της, της είχε κάνει τη ζωή κόλαση, ότι ήταν τζογαδόρος και μπλεγμένος σε υπόθεση σατανιστών, οι φαρμακόγλωσσοι όμως έλεγαν ότι ήταν ένας ανθρωπάκος που είχε περάσει τα πάνδεινα με τις παραξενιές της κόμισσας. Όπως και να `χε το πράγμα, η Ελέιν, ήταν πάντα γλυκομίλητη και ευχάριστη αν και κουραζόταν γρήγορα και ποτέ δεν καθόταν πάνω από μια-δυο ώρες στα σπίτια των γειτόνων της. Πάντα σηκωνόταν βιαστική δίνοντας μια δικαιολογία πρόχειρη, που την πρόδιδε εύκολα και δεν γινόταν πειστική σε κανέναν. Αλλά αυτό μάλλον δεν την ενδιέφερε γιατί το καταλάβαινε και η ίδια. Κάτι τέτοιες συνήθειες έβγαλαν τις φήμες γύρω της. Τα περισσότερα, δε, ήταν επινοήσεις των χωρικών και ασύστολα και τερατώδη ψέματα. Όπως αυτό που την ήθελε εξωγήινη ή κάποιο εξώκοσμο πλάσμα, τέλος πάντων, που είχε βαθύτερα κίνητρα και έκανε περίεργες και αλλόκοτες τελετές στο σπίτι της.
Θα αναρωτιέστε τώρα γιατί όλος αυτός ο πρόλογος. Θυμάστε το παιδάκι στην Αλαμπάμα που λέγαμε; Ε, λοιπόν ήταν γειτονόπουλο της εν λόγω κυρίας και λίγο μετά την παρατήρηση του διάττοντος, ουράνιου αντικειμένου, ήταν που άρχισαν να συμβαίνουν τα περίεργα περιστατικά. Στην αρχή, άρχισαν να κατεβαίνουν πιο συχνά οι λύκοι στους αγρούς. Κάτι παράξενο αλλά όχι ασυνήθιστο καθώς όπως σημειώνουν πολλοί ζωολόγοι, υπάρχουν ζώα που αλλάζουν συνήθειες και συμπεριφορές με κάποιες δικές μας παρεμβάσεις που πολλές φορές δεν αντιλαμβανόμαστε. Κατασπάραξαν και έναν γεωργό την ώρα που πήγε στο χωράφι του με τα καλαμπόκια. Μετά άρχισαν να εξαφανίζονται ζώα αλλά οι χωρικοί το απέδωσαν στους λύκους. Μέχρι που αποφάσισαν να διοργανώσουν και κυνήγι και να διαμαρτυρηθούν στις αρχές αλλά οι οικολόγοι δε συμφωνούσαν μαζί τους. Ήταν μάλιστα έτοιμοι να έρθουν στα χέρια με τις αρχές και τους οικολογικές οργανώσεις όταν συνέβη ένα περιστατικό που τους έκανε να αλλάξουν γνώμη για τους λύκους. Χάθηκε ένα παιδί. Χωρίς λόγο, χωρίς ίχνη, εξαφανίστηκε από το σπίτι. Οι τοπικές αρχές ξεκίνησαν έρευνες αλλά θεώρησαν ότι είτε κάτι έκαναν οι γονείς του και το τσάτισαν και έφυγε, ή απλώς το εξαφάνισαν -ίσως και να το σκότωσαν. Η ιστορία όμως δεν τελείωσε εκεί, γιατί δύο ημέρες αργότερα, εξαφανίστηκαν άλλα δύο παιδιά και τις επόμενες μέρες ακολούθησαν κι άλλα. Ώσπου όλα τα παιδιά της μικρής πόλης εξαφανίστηκαν. Αυτό μπέρδεψε τις αρχές που έψαξαν παντού αλλά δε βρήκαν πουθενά ίχνος από τα παιδιά τους. Η αστυνομία θεώρησε ότι έχει να κάνει με υπόθεση σατανιστών και ήταν στο παρά πέντε να φωνάξουν το FBI. Όλα αυτά έγιναν μέχρι που ανακάλυψαν κάτι περίεργο. Η κόμισσα τον τελευταίο καιρό κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό της και όταν έβγαινε φαινόταν μελαγχολική και χαμένη στον κόσμο της. Όταν, δε, ξεκίνησαν οι εξαφανίσεις, η κόμισσα μυστηριωδώς δεν ξανακατέβηκε στην πόλη -η έπαυλη όπου έμενε ήταν στους αγρούς λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Τότε το συνειδητοποίησαν και άρχισαν να κάνουν συνειρμούς. Και με τις φήμες που κυκλοφορούσαν για την κόμισσα δεν ήταν δύσκολο να σκεφτούν το χειρότερο για τα παιδιά τους.
Όταν αποφάσισαν να πάνε όλοι μαζί στο σπίτι της Ελέιν, ήταν περασμένες έξι και λόγω της εποχής ήταν πίσσα σκοτάδι. Οι αρχές ακολούθησαν τους κατοίκους μέχρι που έφτασαν στην έπαυλη. Οι περισσότεροι ρίγησαν όταν είδαν το επιβλητικό οίκημα βουτηγμένο στο σκοτάδι. Οι τοίχοι έμοιαζαν πρόσφατα βαμμένοι και μάλιστα κόκκινοι, στο χρώμα του αίματος. Για ένα λεπτό οι περισσότεροι είχαν παγώσει στη θέα βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Και τότε, το φως στον δεύτερο όροφο άναψε και το παράθυρο άνοιξε διάπλατα φανερώνοντας τη φιγούρα της Ελέιν. Φαινόταν πιο γερασμένη από ποτέ.
“Τι θέλετε στο σπίτι μου;” Φώναξε φανερά νευριασμένη.
“Θέλουμε τα παιδιά μας!” Ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος και μετά μια επανάληψη της φράσης και νεύματα από τους υπόλοιπους.
“Ναι, έμαθα ότι εξαφανίστηκαν, πολύ λυπήθηκα αλλά εγώ δεν έχω καμμιά σχέση. Και τώρα αδειάστε μου τη γωνιά!”
Ο τρόπος της δεν άρεσε στον σερίφη Κόρσεκ ούτε και τον έπεισε με τα λόγια της.
“Σταθείτε κυρία Γκόρλιν, είμαι ο σερίφης Κόρσεκ. Ήρθαμε για να…”
“Χάρηκα πολύ, στο διάολο!” Είπε απότομα η Ελέιν και βρόντηξε με δύναμη το παράθυρο. Δυο δευτερόλεπτα αργότερα, το φως έσβησε. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει και να διαμαρτύρεται και οι αστυνομικοί αποφάσισαν να επέμβουν. Η συμπεριφορά της κόμισσας ήταν, αν μη τι άλλο, ύποπτη. Ενώ όμως ήταν έτοιμοι να σπάσουν την πόρτα και να μπουν μέσα, ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό ακούστηκε από το σπίτι. Όλα τα φώτα της έπαυλης άναψαν και έκλεισαν απότομα. Ήταν ένα ουρλιαχτό τρόμου και αγωνίας αυτό που ακούστηκε. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ανήκε στην κόμισσα ή σε κάποιο από τα χαμένα παιδιά. Είχε και κάτι άλλο, πιο παράξενο αυτή η κραυγή. Κάτι που δεν μπορούσε να προσδιοριστεί. Ίσως μια βαθύτερη θλίψη από απλό τρόμο. Και αμέσως μετά ακούστηκε η φωνή της κόμισσας.
“Το Καρτλά! Όχι, όχι!”
Ακούστηκε σαν παράπονο. Σαν κάποιος να της έπαιρνε κάτι που αγάπησε πολύ. Τόσο που της έφερνε πραγματικό πόνο. Ξαφνικά το φως στον επάνω όροφο άναψε και το παράθυρο άνοιξε με ορμή. Η κόμισσα εμφανίστηκε αγριεμένη σαν δαίμονας στο ημίφως και ούρλιαξε.
“Όχι! Φύγετε όλοι τώρα. Όχι! Το Καρτλά!”
Και μετά πάλι χάθηκε στο σπίτι της. Μόνο που αυτή τη φορά το φως έμεινε αναμμένο. Οι αστυνομικοί σπάσανε την πόρτα. Ο σερίφης τους είπε να περιμένουν όλοι πίσω και θα έμπαινε αυτός μόνος του. Αυτοί, επειδή ήξεραν ότι ο σερίφης ήταν ξερό κεφάλι, τον άφησαν και αποφάσισαν να ακολουθήσουν μετά από πέντε λεπτά.
Ο σερίφης ανέβηκε στον επάνω όροφο βιαστικά. Κάτι τον τραβούσε εκεί. Πάνω σε ένα κομοδίνο στον διάδρομο ήταν ακουμπισμένο ένα εξαγωνικό αντικείμενο. Το έπιασε. Έγραφε πάνω «Καρτλά». Οι υπόλοιποι αστυνομικοί μπήκαν, πράγματι, μετά από πέντε λεπτά. Έψαξαν εξονυχιστικά τον κάτω όροφο και μετά ανέβηκαν στον επάνω. Ούτε η κόμισσα, ούτε ο σερίφης βρέθηκαν ποτέ. Κι ας έκαναν το σπίτι γυαλιά-καρφιά οι αστυνομικοί. Μάταια έψαξαν και τα παιδιά τους. Κανείς δεν βρέθηκε ποτέ. Αποφασίστηκε να κάψουν το σπίτι, τελικά. Μετά από καμμιά `βδομάδα τα παιδιά εμφανίστηκαν μόνα τους στο χωριό. Δεν έμοιαζαν να θυμούνται τίποτα. Κανένα δεν είχε καταλάβει ότι απουσίαζε για τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Κάποιοι γονείς πήγαν σε παραφυσικούς, μέντιουμ και υπνωτιστές. Αλλά τα παιδιά έμοιαζαν να μην είχαν ζήσει το τελευταίο διάστημα. Δεν υπήρχε στο μυαλό τους ούτε μια σταλιά πληροφορίες για εκείνες τις τρεις εβδομάδες. Ήταν λες και εκείνο το διάστημα ήταν νεκρά. Ούτε φυσικά κατάφερε ποτέ κανείς να βρει πού ήταν αυτόν τον καιρό. Αποφασίστηκε τελικά να κάψουν το σπίτι της κόμισσας. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν έμαθαν τι απέγινε εκείνη ή ο σερίφης.
Συνεχίζεται...;
Απολαύστε (τέλος πάντων, διαβάστε και βλέπουμε).
Η Κόμισσα
Μερικές ιστορίες αρχίζουν παράξενα ή τελείως παράλογα μα όταν τις διαβάσεις αναρωτιέσαι αν μιλάνε για αληθινά γεγονότα. Τέτοια είναι και η ακόλουθη ιστορία. Αν είναι αληθινή; Ειλικρινά, δε μπορώ να είμαι σίγουρος και ούτε θέλω να παραστήσω τον έξυπνο. Θα πρέπει ο καθένας μόνος του να αναζητήσει την αλήθεια ή τη λογική. Αν αυτή υπάρχει πουθενά μέσα σ’ αυτή την ιστορία.
Το πρώτο γεγονός σημειώθηκε στην Αλαμπάμα της Αμερικής. Κάποιο πιτσιρίκι φαίνεται πως είδε μια δυνατή, ξαφνική λάμψη στον ουρανό και μετά ένα φωτεινό αντικείμενο να πέφτει στη γη. Ως γνωστό, τέτοιες αναφορές υπάρχουν χιλιάδες και πλέον ο κόσμος δε δίνει και πολλή σημασία και ακόμη και άτομα που παλιότερα πίστευαν στον ερχομό πλασμάτων από άλλους κόσμους, η έλλειψη αποδείξεων, οι πολλές στημένες απάτες που αποκαλύφθηκαν και η σιωπή γύρω από αυτά τα θέματα, οδήγησαν πολλούς ένθερμους οπαδούς της υπόθεσης να το ξεχάσουν οριστικά.
Ύστερα όμως άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα περίεργα περιστατικά που αναστάτωσαν την πολιτεία. Φυσικά, οι αρχές προσπάθησαν ενδελεχώς να το κρύψουν, αν και κάποια σκηνικά διέρρευσαν. Βέβαια οι Αμερικάνοι έχουν και τη στάμπα του μυθομανή και κανείς δεν τους παίρνει και πολύ στα σοβαρά. Κάποια περιστατικά από αυτά που ακούστηκαν, ας πούμε, είναι τερατώδη και δε νομίζω να υπάρχει έλλογος άνθρωπος που να τα πιστεύει. Υπάρχουν όμως και κάποιες αναφορές που μάλλον δεν προκάλεσαν αλλά είναι λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να είναι και αληθινές. Μία περίπτωση που αξίζει να εξετάσουμε είναι αυτή της κόμισσας Ελέιν. Ήταν μια κυρία γύρω στα πενήντα της που καταγόταν από μια παλιά οικογένεια ευγενών της Ευρώπης. Αν δεν κάνω λάθος ήταν Γάλλοι, αλλά αργότερα άλλαξαν τα ονόματά τους σε Αμερικάνικα. Ζούσε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη και είχε αρκετά καλές σχέσεις με τους υπόλοιπους συμπολίτες της. Είχε όμως κάποιες παραξενιές που οι κάτοικοι συχνά σχολίαζαν. Της άρεσε να κρατάει πολλές γάτες στο σπίτι και έμοιαζε να επιζητά τη μοναξιά. Έμενε πάντα μόνη, παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία και λίγα χρόνια αργότερα χώρισε. Δεν έκανε ποτέ παιδιά και έκτοτε δε ξαναπαντρεύτηκε. Οι πιο συγκαταβατικοί έλεγαν ότι ο πρώην άντρας της, της είχε κάνει τη ζωή κόλαση, ότι ήταν τζογαδόρος και μπλεγμένος σε υπόθεση σατανιστών, οι φαρμακόγλωσσοι όμως έλεγαν ότι ήταν ένας ανθρωπάκος που είχε περάσει τα πάνδεινα με τις παραξενιές της κόμισσας. Όπως και να `χε το πράγμα, η Ελέιν, ήταν πάντα γλυκομίλητη και ευχάριστη αν και κουραζόταν γρήγορα και ποτέ δεν καθόταν πάνω από μια-δυο ώρες στα σπίτια των γειτόνων της. Πάντα σηκωνόταν βιαστική δίνοντας μια δικαιολογία πρόχειρη, που την πρόδιδε εύκολα και δεν γινόταν πειστική σε κανέναν. Αλλά αυτό μάλλον δεν την ενδιέφερε γιατί το καταλάβαινε και η ίδια. Κάτι τέτοιες συνήθειες έβγαλαν τις φήμες γύρω της. Τα περισσότερα, δε, ήταν επινοήσεις των χωρικών και ασύστολα και τερατώδη ψέματα. Όπως αυτό που την ήθελε εξωγήινη ή κάποιο εξώκοσμο πλάσμα, τέλος πάντων, που είχε βαθύτερα κίνητρα και έκανε περίεργες και αλλόκοτες τελετές στο σπίτι της.
Θα αναρωτιέστε τώρα γιατί όλος αυτός ο πρόλογος. Θυμάστε το παιδάκι στην Αλαμπάμα που λέγαμε; Ε, λοιπόν ήταν γειτονόπουλο της εν λόγω κυρίας και λίγο μετά την παρατήρηση του διάττοντος, ουράνιου αντικειμένου, ήταν που άρχισαν να συμβαίνουν τα περίεργα περιστατικά. Στην αρχή, άρχισαν να κατεβαίνουν πιο συχνά οι λύκοι στους αγρούς. Κάτι παράξενο αλλά όχι ασυνήθιστο καθώς όπως σημειώνουν πολλοί ζωολόγοι, υπάρχουν ζώα που αλλάζουν συνήθειες και συμπεριφορές με κάποιες δικές μας παρεμβάσεις που πολλές φορές δεν αντιλαμβανόμαστε. Κατασπάραξαν και έναν γεωργό την ώρα που πήγε στο χωράφι του με τα καλαμπόκια. Μετά άρχισαν να εξαφανίζονται ζώα αλλά οι χωρικοί το απέδωσαν στους λύκους. Μέχρι που αποφάσισαν να διοργανώσουν και κυνήγι και να διαμαρτυρηθούν στις αρχές αλλά οι οικολόγοι δε συμφωνούσαν μαζί τους. Ήταν μάλιστα έτοιμοι να έρθουν στα χέρια με τις αρχές και τους οικολογικές οργανώσεις όταν συνέβη ένα περιστατικό που τους έκανε να αλλάξουν γνώμη για τους λύκους. Χάθηκε ένα παιδί. Χωρίς λόγο, χωρίς ίχνη, εξαφανίστηκε από το σπίτι. Οι τοπικές αρχές ξεκίνησαν έρευνες αλλά θεώρησαν ότι είτε κάτι έκαναν οι γονείς του και το τσάτισαν και έφυγε, ή απλώς το εξαφάνισαν -ίσως και να το σκότωσαν. Η ιστορία όμως δεν τελείωσε εκεί, γιατί δύο ημέρες αργότερα, εξαφανίστηκαν άλλα δύο παιδιά και τις επόμενες μέρες ακολούθησαν κι άλλα. Ώσπου όλα τα παιδιά της μικρής πόλης εξαφανίστηκαν. Αυτό μπέρδεψε τις αρχές που έψαξαν παντού αλλά δε βρήκαν πουθενά ίχνος από τα παιδιά τους. Η αστυνομία θεώρησε ότι έχει να κάνει με υπόθεση σατανιστών και ήταν στο παρά πέντε να φωνάξουν το FBI. Όλα αυτά έγιναν μέχρι που ανακάλυψαν κάτι περίεργο. Η κόμισσα τον τελευταίο καιρό κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό της και όταν έβγαινε φαινόταν μελαγχολική και χαμένη στον κόσμο της. Όταν, δε, ξεκίνησαν οι εξαφανίσεις, η κόμισσα μυστηριωδώς δεν ξανακατέβηκε στην πόλη -η έπαυλη όπου έμενε ήταν στους αγρούς λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Τότε το συνειδητοποίησαν και άρχισαν να κάνουν συνειρμούς. Και με τις φήμες που κυκλοφορούσαν για την κόμισσα δεν ήταν δύσκολο να σκεφτούν το χειρότερο για τα παιδιά τους.
Όταν αποφάσισαν να πάνε όλοι μαζί στο σπίτι της Ελέιν, ήταν περασμένες έξι και λόγω της εποχής ήταν πίσσα σκοτάδι. Οι αρχές ακολούθησαν τους κατοίκους μέχρι που έφτασαν στην έπαυλη. Οι περισσότεροι ρίγησαν όταν είδαν το επιβλητικό οίκημα βουτηγμένο στο σκοτάδι. Οι τοίχοι έμοιαζαν πρόσφατα βαμμένοι και μάλιστα κόκκινοι, στο χρώμα του αίματος. Για ένα λεπτό οι περισσότεροι είχαν παγώσει στη θέα βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Και τότε, το φως στον δεύτερο όροφο άναψε και το παράθυρο άνοιξε διάπλατα φανερώνοντας τη φιγούρα της Ελέιν. Φαινόταν πιο γερασμένη από ποτέ.
“Τι θέλετε στο σπίτι μου;” Φώναξε φανερά νευριασμένη.
“Θέλουμε τα παιδιά μας!” Ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος και μετά μια επανάληψη της φράσης και νεύματα από τους υπόλοιπους.
“Ναι, έμαθα ότι εξαφανίστηκαν, πολύ λυπήθηκα αλλά εγώ δεν έχω καμμιά σχέση. Και τώρα αδειάστε μου τη γωνιά!”
Ο τρόπος της δεν άρεσε στον σερίφη Κόρσεκ ούτε και τον έπεισε με τα λόγια της.
“Σταθείτε κυρία Γκόρλιν, είμαι ο σερίφης Κόρσεκ. Ήρθαμε για να…”
“Χάρηκα πολύ, στο διάολο!” Είπε απότομα η Ελέιν και βρόντηξε με δύναμη το παράθυρο. Δυο δευτερόλεπτα αργότερα, το φως έσβησε. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει και να διαμαρτύρεται και οι αστυνομικοί αποφάσισαν να επέμβουν. Η συμπεριφορά της κόμισσας ήταν, αν μη τι άλλο, ύποπτη. Ενώ όμως ήταν έτοιμοι να σπάσουν την πόρτα και να μπουν μέσα, ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό ακούστηκε από το σπίτι. Όλα τα φώτα της έπαυλης άναψαν και έκλεισαν απότομα. Ήταν ένα ουρλιαχτό τρόμου και αγωνίας αυτό που ακούστηκε. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ανήκε στην κόμισσα ή σε κάποιο από τα χαμένα παιδιά. Είχε και κάτι άλλο, πιο παράξενο αυτή η κραυγή. Κάτι που δεν μπορούσε να προσδιοριστεί. Ίσως μια βαθύτερη θλίψη από απλό τρόμο. Και αμέσως μετά ακούστηκε η φωνή της κόμισσας.
“Το Καρτλά! Όχι, όχι!”
Ακούστηκε σαν παράπονο. Σαν κάποιος να της έπαιρνε κάτι που αγάπησε πολύ. Τόσο που της έφερνε πραγματικό πόνο. Ξαφνικά το φως στον επάνω όροφο άναψε και το παράθυρο άνοιξε με ορμή. Η κόμισσα εμφανίστηκε αγριεμένη σαν δαίμονας στο ημίφως και ούρλιαξε.
“Όχι! Φύγετε όλοι τώρα. Όχι! Το Καρτλά!”
Και μετά πάλι χάθηκε στο σπίτι της. Μόνο που αυτή τη φορά το φως έμεινε αναμμένο. Οι αστυνομικοί σπάσανε την πόρτα. Ο σερίφης τους είπε να περιμένουν όλοι πίσω και θα έμπαινε αυτός μόνος του. Αυτοί, επειδή ήξεραν ότι ο σερίφης ήταν ξερό κεφάλι, τον άφησαν και αποφάσισαν να ακολουθήσουν μετά από πέντε λεπτά.
Ο σερίφης ανέβηκε στον επάνω όροφο βιαστικά. Κάτι τον τραβούσε εκεί. Πάνω σε ένα κομοδίνο στον διάδρομο ήταν ακουμπισμένο ένα εξαγωνικό αντικείμενο. Το έπιασε. Έγραφε πάνω «Καρτλά». Οι υπόλοιποι αστυνομικοί μπήκαν, πράγματι, μετά από πέντε λεπτά. Έψαξαν εξονυχιστικά τον κάτω όροφο και μετά ανέβηκαν στον επάνω. Ούτε η κόμισσα, ούτε ο σερίφης βρέθηκαν ποτέ. Κι ας έκαναν το σπίτι γυαλιά-καρφιά οι αστυνομικοί. Μάταια έψαξαν και τα παιδιά τους. Κανείς δεν βρέθηκε ποτέ. Αποφασίστηκε να κάψουν το σπίτι, τελικά. Μετά από καμμιά `βδομάδα τα παιδιά εμφανίστηκαν μόνα τους στο χωριό. Δεν έμοιαζαν να θυμούνται τίποτα. Κανένα δεν είχε καταλάβει ότι απουσίαζε για τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Κάποιοι γονείς πήγαν σε παραφυσικούς, μέντιουμ και υπνωτιστές. Αλλά τα παιδιά έμοιαζαν να μην είχαν ζήσει το τελευταίο διάστημα. Δεν υπήρχε στο μυαλό τους ούτε μια σταλιά πληροφορίες για εκείνες τις τρεις εβδομάδες. Ήταν λες και εκείνο το διάστημα ήταν νεκρά. Ούτε φυσικά κατάφερε ποτέ κανείς να βρει πού ήταν αυτόν τον καιρό. Αποφασίστηκε τελικά να κάψουν το σπίτι της κόμισσας. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν έμαθαν τι απέγινε εκείνη ή ο σερίφης.
Συνεχίζεται...;