Costas
¥
Από την Καθημερινή. Τώρα, αυτή την πτώση κατά 148% μαθηματικά μπορώ να την καταλάβω μόνο ως αρνητικά κέρδη, δηλ. ζημιές.
Ζοφερή είναι η εικόνα την οποία παρουσίασε το εκδοτικό τοπίο κατά τη διάρκεια του 2011 ως προς την κερδοφορία των επιχειρήσεων, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων που εμπεριέχονται στους δημοσιευμένους ισολογισμούς 29 εκδοτικών οίκων.
Τα στοιχεία έχει επεξεργαστεί το Παρατηρητήριο Βιβλίου και βρίσκονται αναρτημένα στον ηλεκτρονικό κόμβο του ΕΚΕΒΙ (www.ekebi.gr). Το περίεργο είναι ότι ενώ οι πωλήσεις παρουσιάζουν μια κάμψη η οποία δεν ξεπερνά το 7,3%, τα κέρδη έχουν κάνει βουτιά η οποία αγγίζει το 148%. Ας σημειωθεί ότι με δεδομένο πως ισολογισμούς έχουν δημοσιεύσει μόνο οι μεγάλες εταιρείες (στην έρευνα του ΕΚΕΒΙ ιεραρχούνται, σύμφωνα με το μέγεθός τους, σε τρεις κατηγορίες), η κατάσταση μπορεί να είναι πολύ χειρότερη στις μεσαίες και τις μικρές επιχειρήσεις.
Σε τι οφείλεται αυτή η συντριπτική διαφορά που μοιάζει με άλυτο αίνιγμα; Γιατί ενώ οι εκδότες φαίνεται να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κρίση ως προς τις πωλήσεις, απορροφώντας ένα σημαντικό μέρος της, μένουν την ίδια στιγμή στεγνοί από κέρδη και υποχρεώνονται να μπουν στο μάτι του κυκλώνα που ταλανίζει και τους άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας; Όπως εξηγεί στο ΑΜΠΕ ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος, υπεύθυνος του Παρατηρητηρίου Βιβλίου και ειδικός σύμβουλος του ΕΚΕΒΙ, «οι εκδοτικοί ισολογισμοί αποτυπώνουν ένα θεμελιώδες πρόβλημα: το ότι έχει πάψει να κυκλοφορεί το χρήμα στην αγορά».
Οι εκδότες τιμολογούν τα βιβλία που έχουν στείλει στα βιβλιοπωλεία εν αναμονή των αντίστοιχων εισπράξεων και φορολογούνται επί τη βάσει αυτών των τιμολογήσεων, αλλά οι βιβλιοπώλες είτε δεν καταβάλλουν τα ποσά τα οποία οφείλουν είτε καθυστερούν υπερβολικά να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, έχοντας κηρύξει μιαν άτυπη στάση πληρωμών.
Οι εκδότες, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσουν στον επόμενο κύκλο παραγωγής και εφόσον δεν μπορούν να επανεπενδύσουν τα κέρδη τους για κάτι τέτοιο, αναγκάζονται να προχωρήσουν σε δανεισμό. Έτσι, όμως, το σύστημα αρχίζει να μπαίνει μέσα για τα καλά, παρουσιάζοντας ζημιές που θα αποδειχθούν ενδεχομένως ανεπανόρθωτες.
Ακόμα και οι επιταγές που αναμένεται να εξοφληθούν στους οκτώ μήνες (αντί για τους έξι που ίσχυαν παλαιότερα) δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να μείνουν απλήρωτες και τα λεφτά να χαθούν για πάντα. Στο μεταξύ οι εκδοτικές επιχειρήσεις υφίστανται την πίεση της εφορίας, που επιβάλλει ακόμα και παρακράτηση εισπράξεων από πωλήσεις στα βιβλιοπωλεία έναντι οφειλών.
Πώς πρέπει να ερμηνευτεί η αδυναμία των βιβλιοπωλείων να πληρώσουν τα βιβλία τα οποία διαθέτουν; Πού πηγαίνει το χρήμα το οποίο εισπράττουν καθημερινά οι βιβλιοπώλες, από ένα ύψος πωλήσεων το οποίο όπως είδαμε δεν έχει μειωθεί δραματικά;
Όπως παρατηρεί ο Σ. Καμπουρόπουλος, η καθίζηση είναι πιθανόν να οφείλεται στο ότι τα βιβλιοπωλεία δεν έχουν ακόμη προσαρμοστεί στις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η κρίση. Αν ο βιβλιοπώλης έκανε με έναν ορθολογικότερο τρόπο την παραγγελία του στον εκδότη, σύμφωνα με τον αριθμό των αντιτύπων που θα μπορούσε να πουλήσει, υπολογίζοντας τις πραγματικές ανάγκες της πελατείας του, ο έλεγχος δεν θα είχε ξεφύγει ολοκληρωτικά. Άλλη πηγή οικονομικής αιμορραγίας, που αφορά τα μεγάλα βιβλιοπωλεία και τις αλυσίδες, είναι το ασύμφορο κόστος λειτουργίας: τα χρήματα τα οποία ξοδεύονται για τις βιτρίνες, το προσωπικό και το άνοιγμα καινούργιων καταστημάτων.
Η ασφυξία εκδοτών και βιβλιοπωλών εντείνεται και από το ότι πολλοί βιβλιοπώλες έχουν πάψει λόγω έλλειψης χρημάτων να προβαίνουν σε παραγγελίες. Στις περιπτώσεις αυτές τα ράφια αδειάζουν και ουδείς είναι σε θέση να πουλήσει το παραμικρό: κανένας εκδότης και βιβλιοπώλης δεν γίνεται να ζήσει από τις κατ’ ιδίαν, τηλεφωνικές παραγγελίες. Όσο για τους έλληνες συγγραφείς, μεταφραστές και τυπογράφους, που αποτελούν τον άλλο πόλο του κυκλώματος του βιβλίου (τα χρήματα για τα δικαιώματα των ξένων εκδοτικών οίκων καταβάλλονται εκ των πραγμάτων εγκαίρως και μέχρις ενός), μπαίνουν με τη σειρά τους στη λίστα αναμονής με άδηλες τις προοπτικές του μέλλοντος.
Ζοφερή είναι η εικόνα την οποία παρουσίασε το εκδοτικό τοπίο κατά τη διάρκεια του 2011 ως προς την κερδοφορία των επιχειρήσεων, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων που εμπεριέχονται στους δημοσιευμένους ισολογισμούς 29 εκδοτικών οίκων.
Τα στοιχεία έχει επεξεργαστεί το Παρατηρητήριο Βιβλίου και βρίσκονται αναρτημένα στον ηλεκτρονικό κόμβο του ΕΚΕΒΙ (www.ekebi.gr). Το περίεργο είναι ότι ενώ οι πωλήσεις παρουσιάζουν μια κάμψη η οποία δεν ξεπερνά το 7,3%, τα κέρδη έχουν κάνει βουτιά η οποία αγγίζει το 148%. Ας σημειωθεί ότι με δεδομένο πως ισολογισμούς έχουν δημοσιεύσει μόνο οι μεγάλες εταιρείες (στην έρευνα του ΕΚΕΒΙ ιεραρχούνται, σύμφωνα με το μέγεθός τους, σε τρεις κατηγορίες), η κατάσταση μπορεί να είναι πολύ χειρότερη στις μεσαίες και τις μικρές επιχειρήσεις.
Σε τι οφείλεται αυτή η συντριπτική διαφορά που μοιάζει με άλυτο αίνιγμα; Γιατί ενώ οι εκδότες φαίνεται να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κρίση ως προς τις πωλήσεις, απορροφώντας ένα σημαντικό μέρος της, μένουν την ίδια στιγμή στεγνοί από κέρδη και υποχρεώνονται να μπουν στο μάτι του κυκλώνα που ταλανίζει και τους άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας; Όπως εξηγεί στο ΑΜΠΕ ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος, υπεύθυνος του Παρατηρητηρίου Βιβλίου και ειδικός σύμβουλος του ΕΚΕΒΙ, «οι εκδοτικοί ισολογισμοί αποτυπώνουν ένα θεμελιώδες πρόβλημα: το ότι έχει πάψει να κυκλοφορεί το χρήμα στην αγορά».
Οι εκδότες τιμολογούν τα βιβλία που έχουν στείλει στα βιβλιοπωλεία εν αναμονή των αντίστοιχων εισπράξεων και φορολογούνται επί τη βάσει αυτών των τιμολογήσεων, αλλά οι βιβλιοπώλες είτε δεν καταβάλλουν τα ποσά τα οποία οφείλουν είτε καθυστερούν υπερβολικά να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, έχοντας κηρύξει μιαν άτυπη στάση πληρωμών.
Οι εκδότες, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσουν στον επόμενο κύκλο παραγωγής και εφόσον δεν μπορούν να επανεπενδύσουν τα κέρδη τους για κάτι τέτοιο, αναγκάζονται να προχωρήσουν σε δανεισμό. Έτσι, όμως, το σύστημα αρχίζει να μπαίνει μέσα για τα καλά, παρουσιάζοντας ζημιές που θα αποδειχθούν ενδεχομένως ανεπανόρθωτες.
Ακόμα και οι επιταγές που αναμένεται να εξοφληθούν στους οκτώ μήνες (αντί για τους έξι που ίσχυαν παλαιότερα) δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να μείνουν απλήρωτες και τα λεφτά να χαθούν για πάντα. Στο μεταξύ οι εκδοτικές επιχειρήσεις υφίστανται την πίεση της εφορίας, που επιβάλλει ακόμα και παρακράτηση εισπράξεων από πωλήσεις στα βιβλιοπωλεία έναντι οφειλών.
Πώς πρέπει να ερμηνευτεί η αδυναμία των βιβλιοπωλείων να πληρώσουν τα βιβλία τα οποία διαθέτουν; Πού πηγαίνει το χρήμα το οποίο εισπράττουν καθημερινά οι βιβλιοπώλες, από ένα ύψος πωλήσεων το οποίο όπως είδαμε δεν έχει μειωθεί δραματικά;
Όπως παρατηρεί ο Σ. Καμπουρόπουλος, η καθίζηση είναι πιθανόν να οφείλεται στο ότι τα βιβλιοπωλεία δεν έχουν ακόμη προσαρμοστεί στις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η κρίση. Αν ο βιβλιοπώλης έκανε με έναν ορθολογικότερο τρόπο την παραγγελία του στον εκδότη, σύμφωνα με τον αριθμό των αντιτύπων που θα μπορούσε να πουλήσει, υπολογίζοντας τις πραγματικές ανάγκες της πελατείας του, ο έλεγχος δεν θα είχε ξεφύγει ολοκληρωτικά. Άλλη πηγή οικονομικής αιμορραγίας, που αφορά τα μεγάλα βιβλιοπωλεία και τις αλυσίδες, είναι το ασύμφορο κόστος λειτουργίας: τα χρήματα τα οποία ξοδεύονται για τις βιτρίνες, το προσωπικό και το άνοιγμα καινούργιων καταστημάτων.
Η ασφυξία εκδοτών και βιβλιοπωλών εντείνεται και από το ότι πολλοί βιβλιοπώλες έχουν πάψει λόγω έλλειψης χρημάτων να προβαίνουν σε παραγγελίες. Στις περιπτώσεις αυτές τα ράφια αδειάζουν και ουδείς είναι σε θέση να πουλήσει το παραμικρό: κανένας εκδότης και βιβλιοπώλης δεν γίνεται να ζήσει από τις κατ’ ιδίαν, τηλεφωνικές παραγγελίες. Όσο για τους έλληνες συγγραφείς, μεταφραστές και τυπογράφους, που αποτελούν τον άλλο πόλο του κυκλώματος του βιβλίου (τα χρήματα για τα δικαιώματα των ξένων εκδοτικών οίκων καταβάλλονται εκ των πραγμάτων εγκαίρως και μέχρις ενός), μπαίνουν με τη σειρά τους στη λίστα αναμονής με άδηλες τις προοπτικές του μέλλοντος.