Θεογνωσία (βλ. π.χ. στο Λεξικό Δημητράκου και αλλού):
Εκτός της γνώσεως του θεού, των εντολών του, και της συμμόρφωσης σε αυτές, σημαίνει και την ορθοφροσύνη, το λογικόν, τη σύνεση (π.χ. «τον έφερε εις θεογνωσίαν»: τον φρονίμεψε/ «τον έβαλε σε θεογνωσία»: εις την ευθείαν οδόν)