Ε, πώς; Όλο και κάτι έχει:
νοικοκύρης [nikocíris], ο (οι νοικοκύρηδες και <λαϊκ.> νοικοκυραίοι (μόνο στις σημ. 1, 3α, 4)) (ουσ. Ανοικοκύρης).
1)
α. Ο κύριος του σπιτιού, αυτός που έχει την ευθύνη της διαχείρισης των υποθέσεων ενός σπιτικού
Χρήσεις
Τι θέλετε εδώ;» ακούστηκε άγρια η φωνή του...