Όμως, στον πληθυντικό, και «περιστάσεις, υποθέσεις» στον Ηρόδοτο (δες L-S ΙΙΙ.1). (Πού πάνε και τα βρίσκουν...)
πρᾶγμα, Ιων. πρῆγμα, τό (πράσσω), I. 1. αυτό που έχει ήδη συντελεστεί, έργο, πράξη, Λατ. facinus, σε Ηρόδ., Αττ.· τῶν πραγμάτων πλέον, περισσότερο από τα πράγματα, σε Ευρ.· τὸ σὸν τί...