κουτοπόνηρος -η -ο [kutopóniros] Ε5 : άνθρωπος κουτός, που, επειδή σκέφτεται με ιδιοτέλεια και πονηριά, πιστεύει ότι είναι πιο έξυπνος από τους άλλους και ικανός να τους ξεγελάσει.
Προσπαθώ να εξηγήσω σε αγγλόφωνους το να νομίζει κανείς ότι μπορεί να ξεγελάσει τους άλλους, αλλά να τον παίρνουν...