Ο όρος
favor bank χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον συγγραφέα Τομ Γουλφ στο βιβλίο του
The Bonfire of the Vanities. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά ως
Στο βωμό της ματαιοδοξίας -τίτλο που δεν θεωρώ και πολύ επιτυχημένο. Το βιβλίο έχει εξαντληθεί, από όσο γνωρίζω, ωστόσο υπάρχει αντίτυπο στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Στο βιβλίο, ο όρος favor bank έχει αποδοθεί ως «Ρουσφετολογία».
Σε άλλη μετάφραση στο παρελθόν το έχω αποδώσει ως
Τράπεζα των Εξυπηρετήσεων, γιατί ο όρος δεν είναι υποχρεωτικά αρνητικός όπως το ρουσφέτι (ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του Γουλφ):
Well, everything in this building . . . operates on favors. Everybody does favors for everybody else. Every chance they get, they make deposits in the Favor Bank. A deposit in the Favor Bank is not a quid pro quo. It’s saving up for a rainy day . . . if you’ve been making regular deposits in the Favor Bank, then you’re in a position to make contracts. That’s what they call big favors, contracts. You have to make good on contracts . . . because everybody in the courthouse believes in a saying: ‘What goes around comes around.’ That means if you don’t take care of me today, I won’t take care of you tomorrow.