metafrasi banner

boy toy

Alexandra

Super Moderator
Staff member
A young man who is the lover of an often older, more prosperous person.

Δεν θα ήθελα να τον ονομάσω ζιγκολό. Λένε boy toy και τον Άστον Κούτσερ, για παράδειγμα.
 
Πιπινάκι, γκομενάκι, κριτσινάκι, τεκνό, γκομενάκι-παιχνιδάκι, παιζογκομενάκι (από το παιζοκουβαδάκι);

(Θα 'ρθουν κι άλλα, όσο περνάει η ώρα εμπνέομαι...)
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Τεκνό, σωστά! Πώς είναι δυνατόν να μου ξέφυγε, ντε; Αλλά νομίζω ότι θα βάλω το "πιπινάκι".
 

SBE

¥
Και διευκρινιστικά, οι αμερικανοί λενε boy toy κι οι άγγλοι λένε toy boy.
 

Zazula

Administrator
Staff member
A young man who is the lover of an often older, more prosperous person. Δεν θα ήθελα να τον ονομάσω ζιγκολό.
Για λόγους πληρότητας: Εάν το «often older, more prosperous person» είναι άντρας, τότε παίζει και το τσόλι.
 
Top