Οικογένεια όρων

Ψάχνω να δω αν υπάρχει ελληνικός όρος για την οικογένεια/ομάδα όρων, ίδιας ετυμολογικής προέλευσης, ένας από κάθε γλώσσα, που σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Το λέω άτσαλα, οπότε ας δώσω παράδειγμα.

θέατρο, αγγλ. theater, γαλλ. théatre, ιταλ. teatro... κτλ. ή
ξενοφοβία, αγγλ. xenophobia, γαλλ. xénophobie, κτλ.

Πώς το λέμε αυτό το πράγμα; Πώς θα πούμε "ο όρος ξενοφοβία και οι αντίστοιχοί του στις άλλες γλώσσες";

Σε κάτι ετυμολογικές μελέτες είχα δει (στα γαλλικά) το vocable, το οποίο ενδεχομένως αποδίδεται ελληνικά "πρωτολέξη", αλλά δεν ξέρω αν μπορούμε να το εφαρμόσουμε εδώ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Προφανώς δεν σ' ενδιαφέρει το ομόρριζα / cognates. Επίσης, δεν σε ενδιαφέρουν αν έχουν άμεση συγγένεια και έχουν αλλάξει οι σημασίες, π.χ. εμπάθεια > empathy;
 
Δεν με ενδιαφέρει αν έχουν αλλάξει οι σημασίες.

Δεν ξέρω αν λέγονται cognates οι όροι του παραδειγματος της ξενοφοβίας.
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν ξέρω. Ίσως «ο όρος ξενοφοβία και οι ετυμολογικά αντίστοιχοι σε άλλες γλώσσες». Πολύ θα ήθελα να απελευθερωθεί το «συγγενείς» από το cognate (το οποίο εξυπηρετείται καλύτερα από το ομόρριζο — έχει κυκλοφορήσει και το διαγλωσσικό ομότυπο) και να το χρησιμοποιούμε για να περιγράφουμε τα δάνεια της ετυμολογικής αλυσίδας.
 
Top