Medicine > Ιατρική (EN > EL)

nickel

Administrator
Staff member
-άγρα
παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε -αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ-άγρα, χειρ-άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός-αγαθάγρα, αγκώνας-αγκωνάγρα (= πόνος στον αγκώνα), κουφός-κουφάγρα, τυφλός-τυφλάγρα, ζαβός-ζαβάγρα, στραβός-στραβάγρα κ.λπ.

(ΠαπΛεξ)


pellagra = πελάγρα
podagra = ποδάγρα
cheiragra = χειράγρα
gonagra = γονατάγρα, ουρική αρθρίτιδα του γονάτου
 

nickel

Administrator
Staff member
pernicious anaemia, pernicious anemia = (αιματ.) κακοήθης αναιμία
pernicious malaria = (επιδημ.) κακοήθης ιλαρά
pernicious myopia = (οφθαλμ.) κακοήθης μυωπία
pernicious vomiting = κακοήθης έμετος (των εγκύων), κακοήθεις εμετοί
 

nickel

Administrator
Staff member
lithogenic, lithogenous = λιθογόνος
lithogenic bile = λιθογόνος χολή
 

nickel

Administrator
Staff member
λέμφος και άλλα
[Unchecked]

lymph = λέμφος, λύμφη
lymphadenectasis = λεμφαδενική διόγκωση
lymphadenectomy = λεμφαδενεκτομή
lymphadenitis = λεμφαδενίτιδα
lymphadenogram = λεμφόγραμμα, λεμφαδενογράφημα
lymphadenography = λεμφαδενογραφία
lymphadenoid = λεμφαδενοειδής
lymphadenoma = λεμφαδένωμα
lymphadenopathy = λεμφαδενοπάθεια
lymphadenosis = λεμφαδένωση
lymphangial = λεμφαγγειακός
lymphangiectasia = λεμφαγγειεκτασία
lymphangiectatic = λεμφαγγειεκτατικός
lymphangiectomy = λεμφαγγειεκτομή
lymphangioendothelioma = λεμφαγγειοενδοθηλίωμα
lymphangiogram = λεμφαγγειογράφημα
lymphangiography = λεμφαγγειογραφία
lymphangioleiomyomatosis = λεμφαγγειολειομυωμάτωση
lymphangiology = λεμφαγγειολογία
lymphangioma = λεμφαγγείωμα
lymphangiomyomatosis = λεμφαγγειομυωμάτωση
lymphangiophlebitis = λεμφαγγειοφλεβίτιδα
lymphangioplasty = λεμφαγγειοπλαστική
lymphangiosarcoma = λεμφαγγειοσάρκωμα
lymphangitis = λεμφαγγειίτιδα
lymphatic = λεμφικός, λεμφογενής
lymphatic ducts = λεμφικοί πόροι
lymphatic gland = λεμφαδένας
lymphatic plexus = λεμφικό πλέγμα
lymphatic system = λεμφικό σύστημα
lymphatic tissue = λεμφικός ιστός
lymphatic vessels = (ανατ.) λεμφαγγεία
lymphatism = (αιματ.) λεμφατισμός
lymphatolysis = λεμφόλυση
lymphatolytic = λεμφολυτικός
lymph cell = λεμφοκύτταρο
lymph dialysis = λεμφοκάθαρση
lymphedema = λεμφοίδημα
lymph gland, lymph node = λεμφαδένας, λεμφογάγγλιο
lymph node dissection = λεμφαδενεκτομή
lymphoblast = λεμφοβλάστη
lymphoblastosis = λεμφοβλάστωση
lymphocapillary = λεμφοτριχοειδικός
lymphocele = λεμφοκήλη
lymphocytapheresis = λεμφοκυταφαίρεση
lymphocyte = λεμφοκύτταρο
lymphocythemia = λεμφοκυττάρωση
lymphocytic = λεμφοκυτταρικός
lymphocytoblast = λεμφοκυτοβλάστη
lymphocytoma = λεμφοκύτωμα
lymphocytopenia = λεμφοκυτταροπενία
lymphocytopenic = λεμφοπενικός
lymphocytosis = λεμφοκύτωση, λεμφοκυττάρωση
lymphoduct = λεμφικός πόρος, λεμφαγγείο
lymphoepithelial = λεμφοεπιθηλιακό
lymphoepithelioma = λεμφοεπιθηλίωμα
lymphogenic = λεμφογενής
lymphogenous = λεμφογόνος | λεμφογενής
lymphogram = λεμφογράφημα
lymphogranuloma = λεμφοκοκκίωμα
lymphography = λεμφογραφία
lymphoid = λεμφοειδής, λεμφικός
lymphoid follicle = λεμφοθυλάκιο
lymphokine = λεμφοκίνη
lymphology = λεμφολογία
lympholysis = λεμφόλυση
lympholytic = λεμφολυτικός
lymphoma = λέμφωμα
lymphomatoid = λεμφοματοειδής
lymphomatosis = λεμφωμάτωση
lymphomatous = λεμφωματώδης
lymphomatous thyroiditis = λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα
lymphomyxoma = λεμφομύξωμα
lymphopathia = λεμφοπάθεια
lymphopathia venerea = αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα
lymphopathy = λεμφοπάθεια
lymphopenia = λεμφοπενία
lymphopenic = λεμφοπενικός
lymphoplasmacytic = λεμφοπλασματοκυτταρικός
lymphoplasmacytoid = λεμφοπλασματοκυτταροειδής
lymphopoiesis = λεμφοποίηση
lymphopoietic = λεμφοποιητικός
lymphoproliferative = λεμφοϋπερπλαστικός
lymphorrhagia = λεμφορραγία
lymphorrhea = λεμφόρροια
lymphosarcoma = λεμφοσάρκωμα
lymphosarcomatosis = λεμφοσαρκωμάτωση
lymphoscintigraphy = λεμφοσπινθηρογραφία
lymphostasis = λεμφόσταση, λεμφική στάση
lymphotaxis = λεμφοταξία, λεμφοτακτισμός
lymphotoxin = λεμφοτοξίνη
lymph sinus = λεμφόκολπος
lymph space = λεμφικός χώρος
lymph vessels = λεμφαγγεία
 

Zazula

Administrator
Staff member
tongue depressor = γλωσσοπίεστρο

tongue depressor ( βίκι )| a thin wooden blade rounded at both ends that is used to depress the tongue to allow for inspection of the mouth and throat (definition from Merriam-Webster's Medical Dictionary )
γλωσσοπίεστρο | (ιατρική) εργαλείο με το οποίο ένας γιατρός πιέζει τη γλώσσα προς τα κάτω, έτσι ώστε να μπορέσει να εξετάσει το εσωτερικό της στοματικής κοιλότητας (ορισμός από βικιλεξικό )
 

nickel

Administrator
Staff member
medical leech (Hirudo medicinalis) = ιατρική βδέλλα

hirudotherapy, leech therapy = βδελλοθεραπεία
 

nickel

Administrator
Staff member
Σχιστίες
(Ελληνικό άρθρο: http://panacea.med.uoa.gr/topic.aspx?id=292
Wikipedia: http://en.wikipedia.org/wiki/Cleft_lip_and_palate)


palate = υπερώα (ουρανίσκος)
hard palate = σκληρή υπερώα, σκληρά υπερώα
soft palate (velum, muscular palate) = μαλακή υπερώα, μαλθακή υπερώα
palatine bone = υπερώιο οστό
maxilla = άνω γνάθος
uvula = σταφυλή
nasopharynx = ρινοφάρυγγας, ρινοφάρυγξ
palatal suture = υπερώια ραφή
cheiloschisis (cleft lip) = χειλεοσχιστία (κν. λαγόχειλος)
palatoschisis (cleft palate) = υπερωιοσχιστία (κν. λυκόστομα)
cleft lip and palate = χειλεοϋπερωιοσχιστία
cheilognathopalatoschisis = χειλεογναθοϋπερωιοσχιστία
gnathoschisis (cleft jaw) = γναθοσχιστία
cheilognathoschisis = χειλεογναθοσχιστία
velopharyngeal insufficiency = φαρυγγοϋπερώια ανεπάρκεια
 
Μερικά δύσκολα:

Aberrant (cardiac) conduction = αλλοδρομία
Coarctation of the aorta = στένωση ισθμού αορτής
Depression / Elevation (στο ΗΚΓ) = κατάσπαση / ανάσπαση
Induction, consolidation, maintenance (π.χ. για φάσεις χημειοθεραπείας) = εφόδου, σταθεροποίησης, συντήρησης
Myeloablative = μυελοαφανιστικός
Mast cell = σιτευτικό κύτταρο (όχι μαστοκύτταρο, ούτε ιστιοκύτταρο)
Μια χρήσιμη απόδοση για το baseline (όταν είναι επίθετο) = (π.χ. γραμμή, τιμή, μελέτη...) αναφοράς
 

nickel

Administrator
Staff member
Κατά τα μύωψ, μύωπας, μυωπία, μυωπικός — πρεσβύωψ, πρεσβύωπας, πρεσβυωπία, πρεσβυωπικός:

protanope = πρωτάνωψ, πρωτάνωπας, πρωτανωπικός (άνθρωπος)
protanopia = πρωτανωπία
protanopic = πρωτανωπικός
deuteranope = δευτεράνωψ, δευτεράνωπας, δευτερανωπικός (άνθρωπος)
deuteranopia = δευτερανωπία
deuteranopic = δευτερανωπικός
tritanope = τριτάνωψ, τριτάνωπας, τριτανωπικός (άνθρωπος)
tritanopia = τριτανωπία
tritanopic = τριτανωπικός

Κατά τα αχρωματοψία, δυσχρωματοψία κυκλοφορούν και οι όροι:
πρωτανοψία, δευτερανοψία, τριτανοψία.
 

nickel

Administrator
Staff member
Σωστά:
anopsia = ανοψία
hemianopsia (σπάν. hemianopia) = ημιανοψία (σπάν. ημιανωπία)
 

Zazula

Administrator
Staff member
burnout = επαγγελματική εξουθένωση
Και Maslach Burnout Inventory (MBI) = Κατάλογος Επαγγελματικής Εξουθένωσης (βλ. σχετ. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, τ. 94-95, σ. 321, 324, 338).
Επίσης, depersonalisation / depersonalization = αποπροσωποποίηση.
 
Top