της κάνω έρωτα

nickel

Administrator
Staff member
Τίτλος προκλητικός, εσκεμμένα διαλεγμένος από τα μεταφραστικά μεζεδάκια που έβγαλε σε πιάτο ο Γιάννης Η. Χάρης σε σχέση με την πρόσφατη δουλειά του, τη μετάφραση της Συνάντησης του Μίλαν Κούντερα. Σκεφτόμουν πόσο ωραίο θα ήταν αν μπορούσαμε να διαβάζαμε παρόμοιες σημειώσεις άλλων γνωστών μεταφραστών από τις δουλειές τους και από τα γλωσσικά και μεταφραστικά προβλήματα με τα οποία αναμετρήθηκαν και πώς τα έλυσαν. Θα γινόμασταν όλοι σοφότεροι.

Κι όμως κινείται· για την ακρίβεια, οπωσδήποτε κινείται!
η γλώσσα, εννοώ


Επειδή δε με βλέπω να στρώνομαι να γράψω δυο πραγματάκια που θέλω για τη μετάφραση τώρα της Συνάντησης (κι αφού δεν είναι δυο, αλλά εκατόν δυο!), σημειώνω πρόχειρα μερικά από αυτά που αποτόλμησα (εντός ή εκτός εισαγωγικών) και με ξάφνιασαν κι εμένα τον ίδιο, κι άλλα όπου κώλωσα:

έβαλα πληθυντικό: η Άνοιξη – οι Ανοίξεις, που εξακολουθεί να μου βγάζει το μάτι: κι όμως, δεν είναι π.χ. «διπλή Άνοιξη», αλλά δύο: η παρισινή (ο Μάης του ’68) και η τσέχικη (η Άνοιξη της Πράγας), για τις οποίες γίνεται πολύς λόγος, σε ειδικό κεφαλαιάκι, με τίτλο: «Για τις δύο μεγάλες Ανοίξεις…» κτλ. Τι στο καλό, φταίει προφανώς το παλιό τριτόκλιτο• αφού έχουμε ομαλότατο πληθυντικό: καλοκαίρια, χειμώνες, φθινόπωρα (λιγότερο), αλλά όχι «ανοίξεις»!

έχω ακόμα πληθυντικό αφηρημένων εννοιών:

«Μας καθόριζαν» γράφει, αναφερόμενος στον εαυτό του και τον Κάρλος Φουέντες «δύο πίστεις: πίστη στην επανάσταση της σύγχρονης τέχνης τον 20ό αιώνα• και πίστη στο μυθιστόρημα…»• και

«στο πρόσωπό του [= του Αιμέ Σεζαίρ] συναντιούνται δύο θεμελιώσεις (η πολιτική και η λογοτεχνική)»

κώλωσα και δεν έβαλα γενική πληθυντικού στην κάμερα, παρόλο που έχει μάλλον περάσει πια, τόσος λόγος που γίνεται τελευταία για τη «χρήση των καμερών» κτλ.
Φαντάζομαι πως σε μερικά χρόνια δε θα μ’ ενοχλεί• τώρα, έμεινα «κανονικά» στον ενικό: ο Κ. μιλάει για τον Φελλίνι και παρατηρεί: «η νεκροφιλική παραφορά της κάμερας συλλαμβάνεται πρώτη φορά και παρουσιάζεται προφητικά σε μιαν αλησμόνητη σκηνή στην Ντόλτσε Βίτα, το 1960» — αναρωτιέμαι μήπως η γενική πληθυντικού, «η νεκροφιλική παραφορά των καμερών», έδινε παραστατικότερα την ιδέα του Κούντερα… ντον’τ νόου

Πήρα πολλές βαθιές ανάσες και χρησιμοποίησα [κι εγώ] το γαλλικό «της κάνω έρωτα» κτλ. Ώς τώρα το απέφευγα μετά μανίας, μια χαρά τα βόλευα με το «κάνουμε έρωτα», αλλά εδώ δε γινόταν. Ιδίως στην ακόλουθη περίπτωση: «μου ήρθε ξαφνικά η επιθυμία να τη βιάσω. Ξέρω τι λέω: να τη βιάσω, όχι να της κάνω έρωτα». Ή όταν περιγράφει μια σκηνή από το Οι θεοί διψούν του Ανατόλ Φρανς, όπου κάποιος βρίσκει στη σοφίτα κοιμισμένη μια υπηρέτρια, και «δεν διστάζει και της κάνει έρωτα». Δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο διόλου σεμνότυφος Κ., ο οποίος διαμαρτύρεται σε άλλο δοκίμιο για τους μεταφραστές που φοβούνται να γράψουν «καυλώνω» κτλ., στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν δεν είχε τη δυνατότητα που του παρέχει η γαλλική γλώσσα, θα έγραφε πολύ απλά: να τη γαμήσω / να τη γαμήσει. (Όμως δεν σκέφτηκα να του προτείνω κάτι τέτοιο, θα παράπεφτε βαρύ στα ελληνικά, καθώς μάλιστα χρησιμοποιείται ήδη αρκετά ο συγκεκριμένος ξενισμός. Κι εγώ μαζί λοιπόν…)

Ίδρωσα - ξεΐδρωσα, χρησιμοποίησα πια το «οριοθετηθεί» αντί για το δοκιμότερο κάποτε «οροθετηθεί».

Με πόνο ψυχής έγραψα: «μια τέχνη δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί καθαυτή» και όχι το σωστό-που-όμως-μοιάζει-λάθος: καθαυτήν. Έτσι, λοιπόν, το κράτησα, πολλές φορές, ώσπου μία, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, δεν άντεξα: «μια ομορφιά που λειτουργούσε καθαυτήν, από μόνη της, γυμνή, χωρίς καμία εξωτερική υποστήριξη». — Απ' την άλλη, έφτυσα αίμα, κυριολεκτικά, όπως λέγεται (λανθασμένα αλλά πολύ ωραία, με το συμπάθιο!), να βρω λύση κάπου που δεν υπήρχε περίπτωση να πω ούτε "του μυθιστορήματος αυτού καθαυτό" ούτε "του μυθιστορήματος αυτού καθαυτού" (και ούτε μου πήγαινε να γυρίσω τη γενική "του μυθιστορήματος" σε αιτιατική και να ξεμπερδεύω...)

Έβαλα, έβγαλα, ξανάβαλα και τελικά έβγαλα οριστικά το δωσίλογος, για το περίπου αντίστοιχο collabo, από το collaborateur (= συνεργάτης), μια και το δωσίλογος παραμένει ακόμα στενά δεμένο με την ελληνική ιστορία• έτσι, χρειάστηκε να πλατειάσω: «ο Χράμπαλ είναι συνεργάτης του καθεστώτος. [...] Τι παραλογισμός να μιλάμε για συνεργασία με το καθεστώς…» κτλ. (Στις Προδομένες διαθήκες, έπειτα από διεξοδική συζήτηση με τον Μ.Κ., οι collabos du modernisme είχαν γίνει: «τσιράκια του μοντερνισμού»)

Με καταισχύνη με τσάκωνα να ξενίζομαι κάθε φορά που διάβαζα το –σωστό– ομοιόπτωτο: «έπειτα από έξι χρόνια γερμανική κατοχή», έτσι που μας πήραν φαλάγγι με τους ετερόπτωτους!

Και πολύ λυπήθηκα που δεν τόλμησα να βάλω σε γενική το υπερπέραν, σε μια φράση που πολύ τη χρειαζόταν: «μια νύχτα λουσμένη αιώνια στο φως του υπερπέραν», όχι του επέκεινα, τίποτα, του υπερπέραν• κώλωσα όμως, κι έκανα πίσω: «μια νύχτα λουσμένη αιώνια στο φως από το υπερπέραν» (ούτε «που στέλνει…», ούτε «που εκλύει..», ούτε «που πηγάζει / που έρχεται από…» — σκέτα «από το υπερπέραν».

Άλλη φορά ίσως άλλα...

Μπορείτε να σχολιάσετε, αλλά, για τώρα, ... βουβουζέλες.
 

nickel

Administrator
Staff member
Λίγα δικά μου σχόλια, μια και βρήκα υπερβολικούς κάποιους από τους δισταγμούς του Χάρη, αν και βέβαια οι λύσεις του είναι κομψές. Αν δεν τις ομολογούσε, δεν θα μαθαίναμε καν ότι είναι «λύσεις».


έβαλα πληθυντικό: η Άνοιξη – οι Ανοίξεις, που εξακολουθεί να μου βγάζει το μάτι

Ο Βαμβακάρης πάλι δεν είχε κανένα πρόβλημα με τις άνοιξες.



Πήρα πολλές βαθιές ανάσες και χρησιμοποίησα [κι εγώ] το γαλλικό «της κάνω έρωτα» κτλ.

Το μεταβατικό «της κάνω έρωτα» του τίτλου είναι πια τόσο διαδεδομένο, από τα αγγλικά, από τα γαλλικά, που θα ’πρεπε να το βάλουν και τα λεξικά.


Ίδρωσα - ξεΐδρωσα, χρησιμοποίησα πια το «οριοθετηθεί» αντί για το δοκιμότερο κάποτε «οροθετηθεί».

Μα το έχει ο Μπαμπινιώτης εδώ και μερικές εκδόσεις.


Απ' την άλλη, έφτυσα αίμα, κυριολεκτικά, όπως λέγεται (λανθασμένα αλλά πολύ ωραία, με το συμπάθιο!), να βρω λύση κάπου που δεν υπήρχε περίπτωση να πω ούτε "του μυθιστορήματος αυτού καθαυτό" ούτε "του μυθιστορήματος αυτού καθαυτού" (και ούτε μου πήγαινε να γυρίσω τη γενική "του μυθιστορήματος" σε αιτιατική και να ξεμπερδεύω...).

Δεν μας λέει τη λύση, αλλά ελπίζω να μην έφταιγε ο δισταγμός απέναντι στο «αυτού καθαυτού». Έχει γράψει σχετικά ο Σαραντάκος (Γλώσσα μετ’ εμποδίων, σελ. 137). Εγώ θα έγραφα «αυτού καθαυτού» χωρίς κανένα δισταγμό· το «αυτού καθαυτό», ούτε με βασανιστήρια (καλά, εξαρτάται από τα βασανιστήρια). Μάλιστα, με εξέπληξε που μια αλταβιστική (όχι «αταβιστική») αναζήτηση έδωσε σχέση 478:146: υπάρχουν τόσοι που ξέρουν τη «σωστή» σύνταξη;


Έβαλα, έβγαλα, ξανάβαλα και τελικά έβγαλα οριστικά το δωσίλογος […]

Το είχαμε κι εμείς βασανίσει εδώ:
http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=1107


Και πολύ λυπήθηκα που δεν τόλμησα να βάλω σε γενική το υπερπέραν, σε μια φράση που πολύ τη χρειαζόταν: «μια νύχτα λουσμένη αιώνια στο φως του υπερπέραν»
Ο Βασίλης Βασιλικός δεν είχε πρόβλημα, το έβαλε και σε τίτλο βιβλίου του:
Ο Ευρωπέος και η ωραία του υπερπέραν
Αλλά βοηθούσε και η ωραία του Πέραν. :)
 
Ο Βαμβακάρης πάλι δεν είχε κανένα πρόβλημα με τις άνοιξες.

Και όχι μόνο ο Βαμβακάρης. Είμαι βέβαιος ότι το έχω πετύχει και αλλού.
 

SBE

¥
Χειμώνες, καλοκαίρια, φθινόπωρα, άνοιξες, κι εσύ πάντα νέα.

Τηλεοπτική διαφήμιση σαπουνιού γλυκερίνης Παπουτσάνη από τη δεκαετία του '70.

Το ξέρω ότι δεν είναι η πιο σοβαρή πηγή, αλλά για όσους έβλεπαν τη διαφήμιση μικροί έχει εντυπωθεί η λέξη.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Θέλει προσοχή στο ψάξιμο με τον γκούγκλη, αλλά ορίστε π.χ. 15 «άνοιξες και καλοκαίρια». Και από κάποιο ελαφρολαϊκό τραγούδι μου τριβελίζει το μυαλό αυτό το «άνοιξες και καλοκαίρια», αλλά από ποιο άραγε;

Πολύ λιγότερες, πρακτικά αμελητέες είναι οι γενικές «του υπερπέρατος» και ούτε εμένα μου αρέσει ιδιαίτερα (είναι κι αυτές οι γκριμάτσες του υπερτέρατος που δεν με αφήνουν ήσυχο) αλλά αν (λέμε αν) χρειάζεσαι τη γενική, γιατί όχι;
 
Από πού ώς πού του "υπερπέρατος"; Δεν έχει καμία σχέση με το πέρας/ πέρατος. Το υπερπέραν είναι άκλιτο εξ ορισμού και δεν υπάρχει κανείς σοβαρός λόγος να απαγορεύεται να πούμε "του υπερπέραν". Το ότι ουσιαστικοποιήθηκε, δεν σημαίνει κιόλας ότι το "πέραν" κλίνεται. Όπως και το επέκεινα, που δεν δημιουργεί πρόβλημα σε κανέναν.
Υ.Γ. Όπως το ψυλλιάστηκα. Το "υπερπέραντος" έχει 106,4 :) φορές περισσότερες γκουγκλιές από το "υπερπέρατος". Το άπαν είναι η αναλογία.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Από πού ώς πού του "υπερπέρατος";
:eek::eek::eek::eek::eek:
Από πουθενά προφανώς.

Από τα πάντα όμως βγαίνει κάτι να μάθεις. Εδώ το δίδαγμα είναι: Όταν βιάζεσαι να ρίξεις τις βουτιές σου στην πραγματική θάλασσα, άσε τις διαδικτυακές βουτιές σε άλλους...

:eek::eek::eek::eek::eek:
Ελπίζω να έδειξα επαρκώς τη μετάνοιά μου για τη βιαστική και αστόχαστη πρωινή κουτσουλιά μου. Και πάλι συγγνώμη από όσους το διάβασαν, αλλά ελπίζω να μην το πήρε κανείς στα σοβαρά.
 

nickel

Administrator
Staff member
Να δείτε πάντως που κάποιος Γιαννηχάρης, σε οχτώ τέρμενα, θα γράφει:
«Ίδρωσα - ξεΐδρωσα, χρησιμοποίησα πια τη γενική «του υπερπέραντος» αντί για το δοκιμότερο κάποτε «του υπερπέραν».

Να πω πάντως, για να δικαιολογήσουμε το ίδρωμα και το ξεΐδρωμα του μεταφραστή, ότι, όσο κι αν μας φαίνονται δόκιμοι ή φυσιολογικοί ή ήδη τετριμμένοι κάποιοι τύποι (οι άνοιξες, των καμερών), ακούγονται παράταιροι μέσα σε κείμενο που προσπαθεί να διατηρήσει κάποιο ύφος. Καλός ο Βαμβακάρης, αλλά όχι σε εκπομπή με Μότσαρτ.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Και προς επίρρωση, ορίστε από το κείμενο που επιμελούμαι:

Όμως το ακροατήριό του δεν εντυπωσιάστηκε και πολύ: φαινόταν πολύ ύποπτα σαν να μιλά ο ίδιος ο πνευματιστής αντί για τους κατοίκους του *υπερπέραντος.

Το κόβεις ή το αφήνεις; Το κόβεις ή το αφήνεις; Το κόβεις ή... Το...

Ας πάω άλλη μια φορά ακόμη με τα λεξικά...
 

nickel

Administrator
Staff member
Έστω και με τα εξώφυλλα:
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μπα, έγινε αιτιατική... Έτσι κι αλλιώς, είμαι διαβόητος γενικοφάγος (και πουπουιστής)... ;)
 
Στο διήγημα που ανέβασα σήμερα, Λαπαθιώτης (1919), έχει τολμήσει το άκλιτο (και σωστό) υπερπέραν:

Ήταν ένα έργο σοφό και μεθυσμένο, με χάσματα, με διακοπές, με αντιφάσεις, και όμως πειθαρχημένο από μιαν ακλόνητη λογική, και συντεθειμένο, έτσι μεθοδικά, που μπορούσε να παρθεί σα μια σελίδα αλγεβρική, και μέσα απ’ όλα, και παραπάνω απ’ όλα, περνούσεν ο ίλιγγος του Αγνώστου, κάτι σα γλυκοχάραμα Ανυπαρξίας, μια γαλανή αυγή του υπερπέραν·
 
Top