metafrasi banner

intoxicating substance

Η Μαγέντα έχει (και) τοξίκωση, τοξικωμένος, αλλά το 'τοξικωτικές ουσίες' δεν γκουγκλίζεται.

Πώς το αποδίδουμε;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Νομίζω ότι όλα αποδίδονται συνήθως με τις μεθυστικές ουσίες ή όχι; Π.χ. το εξής εύρημα στον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα (Ν.2287/1995):

Άρθρο 67. Μέθη εν υπηρεσία
1. Στρατιωτικός που εκτελεί υπηρεσία ή έλαβε διαταγή να εκτελέσει υπηρεσία και καταναλίσκει οινοπνευματώδη ποτά ή άλλες μεθυστικές ουσίες, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητάς του για εκτέλεση της υπηρεσίας του, τιμωρείται...​
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Εγώ ξέρω ότι intoxicating substance σημαίνει
1. ουσία που προκαλεί μέθη ή ευφορία.
2. δηλητήριο.
Γιατί να αποδοθεί με όρο που περιέχει μέσα τη λέξη "τοξικός"; Δηλαδή, το αλκοόλ είναι intoxicating substance χωρίς να είναι τοξικό, τουλάχιστον στις ποσότητες που προκαλεί απλώς μέθη.
Αν μιλάμε για ουσία που προκαλεί δηλητηρίαση, δεν είναι δηλητήριο;
 

daeman

Administrator
Staff member
Νομίζω ότι εδώ χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες για τον όρο, το είδος του κειμένου και τους αποδέκτες του.
Γιατί το intoxicating substance μπορεί να αποδοθεί από απλώς μεθυστική (inebriating) έως ψυχοδραστική, ψυχοτρόπος, ναρκωτική κ.α.π. ουσία, μέχρι και δηλητήριο (τοξική ουσία). Έχει και μεταφορική σημασία (διέγερση, παραζάλη), αλλά υποθέτω ότι δεν χρειάζεσαι αυτήν.
 

nickel

Administrator
Staff member
Όταν θα έχουμε βαρεθεί να μυρίζουμε τα νύχια μας για να καταλάβουμε τι θέλουν να πουν με το intoxicating, μπορεί να επεκτείνουμε τη χρήση της τοξίκωσης και δεν βλέπω τι μας εμποδίζει τότε να πούμε τοξικώνω και τοξικωτικός. Προς το παρόν, βλέπω να βολεύονται με «μεθυστικές ουσίες» και «ουσίες που προκαλούν μέθη». Το αγγλογαλλικό μου έχει και το απλό «οινοπνευματώδη» (προέχει η σύσταση, όχι το αποτέλεσμα):
intoxicating adj [drink] alcoolisé; [effect, perfume] enivrant.

Και ιδού πού σε βγάζει η Wikipedia όταν ζητήσεις intoxicant.
 

bpbp

Member
To ΛΕΞΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΛΚΟΟΛ ΚΑΙ ΤΙΣ ΛΟΙΠΕΣ ΨΥΧΟΔΡΑΣΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ αναφέρει: Tοξίκωση (intoxication) Μια κατάσταση που ακολουθεί τη λήψη ψυχοδραστικής ουσίας και οδηγεί σε διαταραχές του επιπέδου συνείδησης, γνώσης, αντίληψης, κρίσης, συναισθήματος ή συμπεριφοράς ή άλλων ψυχοφυσιολογικών λειτουργιών και αντιδράσεων. Οι διαταραχές σχετίζονται με τα οξέα φαρμακολογικά αποτελέσματα και τις επίκτητες αντιδράσεις προς την ουσία και υποχωρούν με την πάροδο χρόνου μέχρι την πλήρη εξάλειψη, εκτός των περιπτώσεων όπου έχει προκληθεί βλάβη των ιστών ή άλλη επιπλοκή. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνότερα σε σχέση με τη χρήση οινοπνεύματος και η αντίστοιχη έκφραση στην καθομιλουμένη είναι «μεθύσι». Η τοξίκωση από οινόπνευμα εκδηλώνεται με σημεία όπως έξαψη του προσώπου, κακή άρθρωση, ασταθή βάδιση, ευφορία, υπερκινητικότητα, φλυαρία, άτακτη συμπεριφορά, επιβράδυνση των αντιδράσεων, μειωμένη κρίση και απώλεια κινητικού συντονισμού, αναισθησία ή λήθαργο.

 
Top