"ενέθηκε"

Το βλέπω σε ιατρικά κείμενα με παθητική σημασία, ενώ πρόκειται προφανώς για αόριστο του εντίθημι/ενθέτω, αντί για ενέθετο ή ενετέθηκε;
Θεωρείται σωστό;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
(Επίτομο Δημητράκου): ενίημι: 6 Α εγχέω φάρμακον, ιδ. δια κλυστήρος Ν κάμνω ένεσιν
 
Το ενίημι σημαίνει εμβάλλω, χύνω κτ. μέσα σε κτ, εξού και η ένεση, ο τύπος πώς δικαιολογείται όμως; (ενήκε,
ενείτο ή ενείθη)
 

nickel

Administrator
Staff member
Το ενέθηκε είναι του δεύτερου αόριστου του ενεργητικού εντίθημι. Το σωστό παθητικό λόγιο θα ήταν ενετέθη, του εντίθεμαι. Μια κακή δημοτική θα το έκανε εντέθηκε (Χριστέ μου). Στην ενεργητική θα ήταν ενέθεσαν (λιγότερο Χριστέ μου!) και «έγινε ένθεση».

Ελπίζω να μην πρέπει να πάω να κρυφτώ τώρα.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Νομίζω ότι ο τύπος θα έχει προέλθει από κάποια «παρεξήγηση» με τύπο άλλου ρήματος (π.χ. «τέθηκε») γιατί δεν μπορώ να βρω πώς προέρχεται από το «ενίημι»... :(
 

nickel

Administrator
Staff member
Α, τώρα είδα τις χρήσεις. Τους έγινε ένεση! Δηλαδή σε σωστό αόριστο του παθητικού ενίεμαι, ενείτο! Μην τρελαθούμε!

Έφτιαξαν ενέσουμε! Αινείτε τον Κύριο.


Και ενέσουν / ενέσει.
 
Ευχαριστώ. Οπότε κρατάμε το "ενετέθη". Αλλά άν θέλουμε κάτι από το ενίημι, "ενείθη το φάρμακο"... μμ μπα. Κρίμα, γιατί μετά βγαίνει ωραίο και καταληπτό το "να ενεθεί το φάρμακο".

:)) Έχει προχωρήσει η επιστήμη.
 

nickel

Administrator
Staff member
Όχι, δεν κρατάμε το «ενετέθη» αφού δεν είναι του «εντίθεμαι». Δεν είχα κοιτάξει τις χρήσεις. Δεν υπάρχει ένθεση, υπάρχει ένεση. Και αν είναι δόκιμα τα ενέσει κ.λπ., δόκιμο είναι και το ενέθηκε. Και το «να ενεθεί το φάρμακο αμέσως τώρα»!
 
Όχι, δεν κρατάμε το «ενετέθη» αφού δεν είναι του «εντίθεμαι». Δεν είχα κοιτάξει τις χρήσεις. Δεν υπάρχει ένθεση, υπάρχει ένεση. Και αν είναι δόκιμα τα ενέσει κ.λπ., δόκιμο είναι και το ενέθηκε. Και το «να ενεθεί το φάρμακο αμέσως τώρα»!
Το "να ενεθεί", σίγουρα. Το "ενέθηκε" το κάνω εύκολα "ενείθηκε" :), οπότε γραμματικά σωστό επίσης.
Για τα άλλα, νομίζω, πρώτα "να ενθέσω τα καταπότια εντός της στοματικής κοιλότητας προς λήψιν" και μετά όλα καλά.
 
Ας τα βάλουμε σε μια σειρά:

ενίεμαι

Παθ. Αόριστος
Οριστική
αρχαία: ενείθην -θης, -θη, -θημεν, -θητε, -θησαν
νέα: ενέθηκα, -κες, -κε, -θήκαμε, -θήκατε, -θηκαν

Υποτακτική
αρχαία: ενεθώ, -θήις, -θήι, -θώμεν, -θήτε, -θώσι
νέα: ενεθώ, -θείς, -θεί, -θούμε, -θείτε, -θούν.

Μετοχή
αρχαία: ενεθείς, -θείσα, θέν
νέα: ομοίως ( = που ενέθηκε)
 

nickel

Administrator
Staff member
Με εξαίρεση τη μετοχή, δεν ξέρω αν υφίστανται αυτοί οι αρχαίοι τύποι και φυσικά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Αλλά, αν προσθέσουμε και τον ενεστώτα της ΝΕ, ενίεται και ενίενται με μετοχή ενιέμενος -η -ο, έχουμε όλα τα παθητικά ίσως. (Περισσότερα ενιέμενη από ενιεμένη που θυμίζει «Εν Υεμένη».) Για το ενεργητικό, είπαμε.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Δηλαδή κυκλοφορούν γιατροί που ενίενται εμβόλια; Σήμερα, ανάμεσά μας; :( Ή μήπως τα εμβόλια ενίενται εκεί όπου οι μετοχές διαπραγματεύονται; :(
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Δηλαδή κυκλοφορούν γιατροί που ενίενται εμβόλια; Σήμερα, ανάμεσά μας; :( Ή μήπως τα εμβόλια ενίενται εκεί όπου οι μετοχές διαπραγματεύονται; :(
Πλάκα-πλάκα, κάθε φορά που συναντάω στη μετάφραση το inject, ξύνω για αρκετή ώρα το κεφάλι μου μέχρι να καταλήξω σε κάτι. Π.χ.
  • Anabolic steroids, both oil and water based need to be injected intramuscularly.
  • Never inject a medicine that is not recommended for the illness you want to treat.
  • The assailants twice injected him in the neck.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Πλάκα-πλάκα, κάθε φορά που συναντάω στη μετάφραση το inject, ξύνω για αρκετή ώρα το κεφάλι μου μέχρι να καταλήξω σε κάτι. Π.χ.
  • Anabolic steroids, both oil and water based need to be injected intramuscularly.
  • Never inject a medicine that is not recommended for the illness you want to treat.
  • The assailants twice injected him in the neck.

Πέρα από το προφανές πρόβλημα χώρου, τι πρόβλημα υπάρχει π.χ. με τα:
  • Ελαιοπαγή :D και υδατοπαγή :D αναβολικά στεροειδή πρέπει να χορηγούνται με ενδομυϊκή ένεση —εδώ ίσως αρκεί και το απλό ενδομυϊκά (πώς να γίνουν ενδομυϊκά χωρίς ένεση; )
  • Ποτέ μην χορηγείτε (κάνετε) ενέσεις με φάρμακα που δεν συνιστώνται (ακατάλληλα) για την ασθένεια που θέλετε να θεραπεύσετε (που θεραπεύετε).
  • Οι επιτιθέμενοι (δράστες; ) του έκαναν δύο ενέσεις στο σβέρκο/λαιμό;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ακριβώς, το θέμα χώρου είναι το πιο σημαντικό στους υποτίτλους. Τυχαίνει να είναι κάτι με καθαρά επιστημονικό περιεχόμενο, -ή και όχι τόσο επιστημονικό- αλλά η μετάφραση πρέπει να χωρέσει σε υπότιτλο. Οπότε, όταν η λέξη inject (6 χαρακτήρες) πρέπει να μεταφραστεί με τρεις ή τέσσερις λέξεις, είναι μεγάλο πρόβλημα.

inject, 6 χαρακτήρες = χορηγώ με ένεση, 15 χαρακτήρες.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Τελικά τα λεξιλογικά πνεύματα συναντώνται! Παρασκευή πρωί ψάχνω το ενίημι και το ενεθεί και, βλέποντας να έχει ψαχνό, λέω στον εαυτό μου να αρχίσω σχετική συζήτηση — αλλά με πρόλαβαν οι εξελίξεις! Ευτυχώς που δεν διαβάζει αυτό το νήμα ο τσίου για να με καρφώσει στην Έλενα :p, τις θέσεις της οποίας από εδώ θα αντιγράψω.

Συνήθως «ενιέμενος» ο ασθενής/μυς κ.λπ.
«Eνιεμένου φαρμάκου», εδώ (τελευταία παράγραφος πριν από τη βιβλιογραφία): http://www.hps-pain.gr/gr/cd/st/4.htm

Το ρηματάκι (δηλ. ενίημι), δεν είναι σπάνιο (όπως γράφει ο Dylan) απλώς αρχαιοελληνικό (και ανύπαρκτο στη ν. ελληνική), νομίζω (http://www.proz.com/kudoz/381610):
Concerning earlier comment about verb ενέθηκαν/ενίημι (inject): point taken. No, the verb isn\'t a mutant. It\'s quite an interesting and unusual verb (also seen in the 1st pers. plural ενίουμε).

Εννοείται, ότι ο αγγλικός όρος «injectate» δεν περιλαμβάνεται ούτε στο Stedman's MD ούτε στο Churchill's και φυσικά σε κανένα ελληνικό. Η συζήτηση γίνεται για το αντικείμενο της ενέργειας ως προς το «ενίημι» (ο ασθενής/μυς κ.λπ. ή το υγρό/σκεύασμα/φάρμακο κ.λπ.). Βρίσκουμε «ενιέμενος μυς/ασθενής», αλλά όταν οι αγγλόφωνοι λένε «injectate» θα έπρεπε να αναφέρονται στο υγρό, φάρμακο κ.λπ.;
Το «inject» (εκτός google, αλλά και εντός) σημαίνει και «infuse». To OED δίνει το inicere (όπως και το «injective» -πιο κοντά στο δικό σας γνωστικό αντικείμενο), αλλά ο ορισμός του (medically speaking) δεν είναι ο καλύτερος (και είναι και μεγάλος :)). Το Churchill's, όμως, δίνει ωραιότατα:
inject
To instill or infuse (a fluid) into an artery, vein, organ, body cavity, or tissue region.
injectable
1. Suitable for an injection
2. A preparation of a drug or agent designed to be given by injection. (Κατά ΕΟΦ: ενέσιμο).

ΥΓ Ερώτηση που (τέθηκε τότε από τον nickel και μάλλον) ακόμη εκκρεμεί: Το ένεμα είναι ή δεν είναι το γλωσσικό αντίστοιχο του injectate;
 
Ευτυχώς που δεν διαβάζει αυτό το νήμα ο τσίου για να με καρφώσει στην Έλενα


Για να μην καρφώσω, να πάρω κι εγώ το κατιτίς μου, (αυτό το τελικό "ς" έχει όλο το ζουμί της συναλλαγής). Ξέρεις αν ισχύει τέτοια λεπτή διαφορά (τώρα με τις εγ/συγ-χύσεις) που λέει ο Μπαμπ. μεταξύ "εγχυλίσματος" και "εκχυλίσματος";
Εγχύλισμα: 2) (Φαρμ.) Ειδικό ξηρό εκχύλισμα.
Εκχύλισμα: (Χημ.) ουσία (συνήθως υγρή) που απομονώνεται από μείγμα με εκχύλιση.
 
Top