Μεταφράζοντας τα ελληνικά στα ελληνικά

nickel

Administrator
Staff member
Μεταφράζοντας τα ελληνικά στα ελληνικά

Του Παντελή Μπουκάλα

Από την Καθημερινή της 12/4/2009

Περιμένοντας το μετρό στο Σύνταγμα ακούς από τα μεγάφωνα μια από εκείνες τις φωνές που προσποιούνται τις ζεστές χωρίς τίποτε να τις θερμαίνει και πληροφορείσαι ότι «λόγω έργων δεν διεξάγεται κίνηση συρμών από τον σταθμό της Εθνικής Άμυνας ώς το αεροδρόμιο». Πριν προλάβεις να αποφασίσεις αν πρέπει να γελάσεις ή να εκνευριστείς με αυτό το ουρανοκατέβατο «δεν διεξάγεται κίνηση συρμών», το μάτι σου πιάνει την ίδια είδηση στον ηλεκτρονικό πίνακα (εκεί όπου αναγράφεται η ημερομηνία, η θερμοκρασία και ποια ονόματα γιορτάζουν), αυτή τη φορά όμως σε μάλλον αναμενόμενα και οικεία ελληνικά: «Δεν κινούνται συρμοί κ.λπ.» Εντάξει, συμπεραίνεις σιωπηρώς. Ισοπαλία. Αλλά δεν περνάνε δυο μέρες, ξανακατεβαίνεις στο Σύνταγμα και το σκορ έχει αλλάξει: το 1-1 έχει γίνει πια 2-0. Ποιος ξέρει γιατί, αν δόθηκε εντολή ή κάποιοι αυτοσχεδίασαν, η γραπτή μορφή της ανακοίνωσης έχει προσαρμοστεί, ως προς τη διατύπωσή της, στην προφορική. Τώρα πια και ο πίνακας πληροφορεί τους επιβάτες ότι «δεν διεξάγεται κίνηση συρμών».

Κανείς βέβαια, ούτε αυτός που έγραψε την ανακοίνωση ούτε ο προϊστάμενος που τη θεώρησε και έβαλε την υπογραφή του ούτε αυτός που τη διάβασε στο μαγνητόφωνο για να ακούγεται καθημερινά ώσπου να τελειώσουν τα έργα, δεν θα απαντούσε με τη συγκεκριμένη φράση αν κάποιος επιβάτης έσκυβε στο γκισέ και ζητούσε πληροφορίες. Και δεν θα χρησιμοποιούσε τέτοιες περικοκλάδες αν κουβέντιαζε τα της δουλειάς του με συγγενείς, φίλους, συναδέλφους. Δεν θα του περνούσε δηλαδή από το μυαλό η σκέψη να μεταφράσει τα ελληνικά σε ελληνικά, τα δήθεν χαμηλά ή αγροίκα ελληνικά («δεν έχει τρένο», λ.χ.) σε δήθεν υψηλά ή πεπολιτισμένα ή λόγια ελληνικά («δεν διεξάγεται κίνηση συρμών» ή κάτι παρεμφερές). Σίγουρα, ο γραπτός λόγος δεν αποτελεί πιστή απομαγνητοφώνηση του προφορικού, ούτε καν στη λεγόμενη «πεζογραφία τεκμηρίων», όπου και πάλι τα παρουσιαζόμενα σαν αυθεντικά ντοκουμέντα υφίστανται κάποια επεξεργασία από τον λόγιο που τα αναδεικνύει ή και τα επινοεί. Όταν πάντως δεν επιδιδόμαστε σε λογοτεχνικά παίγνια, μιλάμε και γράφουμε με κύριο στόχο να συνεννοηθούμε, να μεταδώσουμε όσα έχουμε στον νου μας με σαφήνεια, ώστε να μην υπάρξει «απώλεια νοήματος», καταπώς συνηθίζουμε να λέμε κάπως βαρύγδουπα. Πιθανόν ούτε με το «δεν διεξάγεται κίνηση συρμών» δεν σημειώνεται απώλεια νοήματος ή τέλος πάντων δεν είναι δραματική και μαζική, αφού χονδρικώς όλοι καταλαβαίνουμε «τι θέλει να πει ο ποιητής». Αυτός ο «καθαρευουσιανισμός» πάντως (η επιμονή να πηγαίνουμε από την Αθήνα στη Θήβα μέσω Σπάρτης), έτσι επίμονα όπως εκδηλώνεται, έχει το ενδιαφέρον του. Εκτός των άλλων, μας ενδιαφέρει επειδή υπενθυμίζει, έστω με τρόπο γκροτέσκο, ότι στα μέρη μας το γλωσσικό φαινόμενο παραμένει κατ' εξοχήν ιδεολογικό, ότι ουδέτερη δεν είναι όχι μόνο η ετυμολόγηση μια λέξης αλλά ούτε καν η ορθογράφησή της. Αν υποστηρίξεις, λ.χ., ότι μια λέξη είναι δάνειο από ξένη γλώσσα (και όχι καλά και σώνει «αντιδάνειο», δηλαδή και πάλι «δική μας»), μπορεί να βρεθείς κατηγορούμενος για μειωμένο πατριωτισμό.

Υπάρχει λοιπόν μια πεποίθηση διάχυτη στη γραφειοκρατία κάθε μορφής ότι η δημοτική, έτσι όπως τη μιλάμε, την ακούμε και (συνήθως) τη γράφουμε, είναι ανεπίσημη, ανίκανη να αποδώσει και να υπηρετήσει τα βαριά νοήματα της διοίκησης, της παντοειδούς εξουσίας. Όποιος έχει δώσει έστω και μία φορά κατάθεση σε αστυνομικό τμήμα για κάποια κλοπή ή για τροχαίο, ξέρει πως άλλα λέει ο ίδιος και άλλα γράφει ο εντεταλμένος αστυνομικός, σαν να έχει έναν αυτόματο μεταφραστή ή γλωσσικό στιλβωτή μέσα στο κεφάλι του που διορθώνει ακαριαία όσα «βάναυσα» ακούει. «Βγήκα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου όταν άκουσα ένα φοβερό μπαμ», λες εσύ, προ πολλού εξοικειωμένος με τον ρόλο του τηλεοπτικού αυτόπτη μάρτυρα, και στο τέλος καλείσαι να υπογράψεις αυτό που αυτομάτως μετέφρασε σε «ελληνικά υψηλότερου επιπέδου» ο ένστολος καταγραφέας: «Εξήλθα στον εξώστη της οικίας μου άκουσας κρότον μέγα» ή κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό είναι στ’ αλήθεια ασήμαντο, αν θυμηθούμε ότι μετά την Επανάσταση του ’21 οι καλαμαράδες άκουγαν όσα αφηγούνταν οι αγωνιστές και καταγράφοντάς τα τα έστρωναν σε «υψηλότερα» ελληνικά. Ο Μακρυγιάννης ευτυχώς γλίτωσε.

Η ίδια επιζήτηση ενός «υψηλότερου» ή «επισημότερου» γλωσσικού επιπέδου οδηγεί το χέρι εκείνο που πάει και γράφει στις πινακιδούλες που προορίζονται για τα μέσα μεταφοράς ή τα ασανσέρ την εντολή ή τη συμβουλή «Πατήστε το κομβίον». Ποιο «κομβίον»; Ποιος χρησιμοποιεί πια, όταν μιλάει και όταν γράφει, αυτή τη μορφή και πώς θα τη διαβάσει και θα την καταλάβει ο νέος χρήστης της ελληνικής, είτε αλλοδαπός είτε γηγενής πιτσιρικάς, που δεν έτυχε να τη συναντήσει στο σχολείο, διαβάζοντας κάποιο λογοτέχνημα παλαιότερων δεκαετιών; Θα πείτε, αργά ή γρήγορα θα το πιάσει το νόημα από την ηχητική συγγένεια της αποσυρμένης λέξης «κομβίον» με την οικεία λέξη «κουμπί». Σωστά. Αλλά γιατί πρέπει να περάσει ο «αναγνώστης» μια τέτοια δοκιμασία, ένα τέτοιο τεστ γνώσεων; Τι χρειάζεται αυτό το χτένισμα των λέξεων όταν τις χρησιμοποιούμε για να πουν απλά πράγματα; Την ίδια πάντως τάση «γλωσσικού ευπρεπισμού» και «ρητορικής αναβάθμισης» τη διακρίνουμε και στα λεγόμενα διαφόρων προσκεκλημένων στην τηλεόραση: Στις εκπομπές αθλητικού περιεχομένου προτιμάται η αιτιατική πληθυντικού σε -ας («τους ποδοσφαιριστάς», «τους διαιτητάς»), ενώ ταυτόχρονα πάει η «απέκρουση» σύννεφο. Από την πλευρά τους οι πολιτικοί, όταν θέλουν να δείξουν ότι τα πράγματα είναι σοβαρά, αρπάζονται από τα «εις την» και τα «διά την», πιθανόν με τη σκέψη ότι θα φανούν εξίσου σοβαροί με τα πράγματα που έχουν να αντιμετωπίσουν. Και ο ίδιος φιλοκαθαρευουσιανισμός δεσπόζει όταν συντάσσουμε μετά γενικής ρήματα που συντάσσονταν με αιτιατική από τον καιρό του αδαούς Ομήρου.

Ίσως η πιο χαριτωμένη περίπτωση του γλωσσικού ευπρεπισμού μορφοποιείται, σαν μικρό θεατρικό, μέσα σε ταξί. Ο ταξιτζής έχει το CB σε λειτουργία, για να συνεννοείται με το κέντρο. Ακούγεται λοιπόν η φωνή του κέντρου, συνήθως κοριτσίστικη, να λέει «έτερος» και πάλι «έτερος», όταν αναζητεί όχημα για να εξυπηρετήσει τον πελάτη που έχει τηλεφωνήσει. Με το «έτερος» δεν φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα, η πολλή ταξι-κή χρήση το κατέστησε οικείο. «Ο καλέσας περιμένει μπροστά στην πολυκατοικία» ακούγεται ωστόσο κάποια στιγμή το κέντρο, που ενημερώνει τον οδηγό. Και σε δυο λεπτά πέφτει βαριά η διαμαρτυρία του ταξιτζή που αδυνατεί να ανταποκριθεί στο καθήκον του: «Έλα, κέντρο! Δεν βρήκα τον καλέσας». Πού το παράδοξο; Αυτός ο «καλέσας» πιο πιθανό είναι να ακουστεί σαν όνομα Λιθουανού μπασκετμπολίστα, παρά να ξυπνήσει το θρυλικό γλωσσικό μας γονίδιο ή έστω τη σχολική μνήμη του αορίστου και της μετοχής του.
 

SBE

¥
To έτερος των τηλεφωνικών κέντρων είχα την εντύπωση ότι είναι λέξη-κλισέ της ραδιοεπικοινωνίας γιατί ακούγεται πιο καθαρά από το "άλλος".
Για το κομβίον, συμφωνώ ότι είναι παλιομοδίτικο, όπως είναι και το Μη Κύπτετε του ΟΣΕ, αλλά δε συμφωνώ ότι είναι κακό που πρέπει να σκεφτεί ο χρήστης από τα συμφραζόμενα τι λέει. Αυτό το κάνουμε ασυναίσθητα όλη την ώρα. Το διεξάγεται κίνηση είναι απλά πολυλογία και ανοησία. Από την άλλη δεν περιμένω να μου πει σκέτα "δεν έχει τρένο". Αλλά είναι θέμα συνήθειας.
Η Ολυμπιακή χρησιμοποιεί εκφράσεις- κλισέ που τις έχουμε συνηθίσει, το μετρό είναι σχετικά πρόσφατο και πάσχει από επισημομανία.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Συν τοις άλλοις, τις προάλλες που το άκουγα αναρωτιώμουν πώς γίνεται να διεξαχθεί η κίνηση.
 
Δυστυχώς, στους συγκεκριμένους οργανισμούς έτσι μιλάνε. Για την ακρίβεια, αυτό που περιγράφει ο Παντελής Μπουκάλας παραπάνω είναι στην κυριολεξία ψιλά γράμματα σε σχέση με κάτι άλλα... Άσε καλύτερα.

Η ψευδοκαθαρεύουσα έχει γίνει σήμερα το status symbol του δημοσίου υπαλλήλου (ενώ των εφοπλιστών π.χ. είναι το σαλέ στο Γκσταντ). :D
 

Lina

¥
Ελάτε τώρα, συμβαίνει και εις Παρισίους.:) Κατά τον Σαρτρ, "on parle dans sa propre langue, on écrit en langue étrangère". Ο καθωσπρεπισμός του γραπτού λόγου μάλλον δεν είναι ελληνικό φαινόμενο.
 
Top