Καλή είναι η μετάφραση που δεν διαλαλεί το μόχθο της

nickel

Administrator
Staff member
Μεταφέρω εδώ ολόκληρο (συγγνώμη, Γιάννη· συγγνώμη, Νέα) το εξαιρετικό πρώτο μέρος του κειμένου του Γιάννη Η. Χάρη για το ρόλο του μεταφραστή σε σχέση με το ξένο κείμενο και τον συγγραφέα. Θέμα χιλιοσυζητημένο, αλλά διατυπωμένο εδώ με ζωντάνια και φρεσκάδα, και με απόψεις που με βρίσκουν σύμφωνο — και με μια ενότητα στο τέλος που θεωρώ ότι σηκώνει λίγη κουβέντα παραπάνω (για τον Σέξπιρ του Χειμωνά).
(Οι επισημάνσεις, δικές μου. Πρωτοδημοσιεύτηκε στις σελίδες:
http://ta-nea.dolnet.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=1406985
http://yannisharis.blogspot.com/2008/11/blog-post.html)

Μεταφραστής ή συγγραφέας; (α΄)

«Μεταφραστής ή συγγραφέας;» Μοιάζει άνευ αντικειμένου η ερώτηση αυτή, που δηλαδή τι ρωτάει: αν είναι άλλο ο συγγραφέας κι άλλο ο μεταφραστής; Ή μήπως θέλει να υποβάλει πως ο ένας, εννοείται ο μεταφραστής, δεν «πρέπει» να υποκαταστήσει τον άλλον, τον συγγραφέα; Προφανή, μάλλον αυτονόητα, και τότε κοινότοπα πράγματα. Ή μήπως όχι;

Με τέτοιες σκέψεις ανταποκρίθηκα στην τιμητική πρόσκληση της κ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, διευθύντριας του περιοδικού Μετάφραση, που διοργάνωσε μαζί με το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου μια ημερίδα μετάφρασης, την πρώτη για το Κέντρο, το οποίο και μας φιλοξένησε παραπάνω από γενναιόδωρα. Έτσι, βρεθήκαμε στη Ρόδο στις 11/10, σε μια βραδιά που άνοιξε με την ανάγνωση του Γ της Ιλιάδας σε ανέκδοτη μετάφραση από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, ο οποίος, μετά την Οδύσσεια, ζευγαρώνει τον μεταφραστικό του άθλο με την Ιλιάδα. Ακολούθησαν εισηγήσεις, του Δ. Ν. Μαρωνίτη, της Οντέτ Βαρών-Βασάρ, του Μίλτου Φραγκόπουλου, της Γεωργίας Ζακοπούλου και του υπογραφομένου.

Θέμα μου, η καταστατική υποχρέωση, η προγραμματική συνθήκη του μεταφραστή να υποχωρεί, να εξαφανίζεται πίσω από το ξένο κείμενο. Και τώρα ο απολύτως στοιχειώδης τίτλος μου: «Μεταφραστής ή συγγραφέας;» υπαινίσσεται ότι αυτό το αυτονόητο δεν είναι και τόσο αυτονόητο. Άρα επιμένει ότι, στην πράξη της μετάφρασης, ή μεταφραστής θα ’ναι κανείς ή συγγραφέας. Πως δεν καβαλάει δηλαδή ο μεταφραστής το ξένο κείμενο· το κουβαλάει!

Πρέπει έτσι να οριστεί, έμμεσα έστω, η μεταφραστική ηθική, αυτή που πρέπει να καθορίζει τη στάση μας απέναντι στο ξένο κείμενο, την απόσταση που πρέπει να κρατήσουμε από αυτό την ίδια στιγμή που καλούμαστε να το προσεταιριστούμε.

Είναι δηλαδή ο εκ των ων ουκ άνευ όρος για τη μετάφραση, που ωστόσο πολύ συχνά παραμερίζεται, καταστρατηγείται. Γιατί πολύ συχνά υπάρχει σύγχυση ρόλων, ή φιλοδοξιών, καθώς στο χώρο της γραφής κινούνται και οι δύο, συγγραφέας και μεταφραστής, χώρια ότι συχνά ένας συγγραφέας είναι και μεταφραστής. Έχουμε έτσι, στην πράξη, δύο συγγενείς τομείς, μετάφραση και συγγραφή, αλλά με συστατικές οπωσδήποτε διαφορές.

Το κρίσιμο τώρα σημείο είναι να συνειδητοποιήσει ο μεταφραστής τον διακριτό αλλά –με άλλον έστω τρόπο– σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο του, να μη νιώθει, ας πούμε, φτωχός συγγενής σε μια γωνιά στη σάλα των γραμμάτων, διαφορετικά δεν θα αποφύγει ίσως να λειτουργήσει σαν συγγραφέας manqué, ένας συγγραφέας-που-δεν-μπόρεσε-να-γίνει-συγγραφέας. Με τον προφανή πλέον κίνδυνο να ανταγωνίζεται –όχι συναγωνίζεται: ανταγωνίζεται– τον ξένο συγγραφέα…

Γιατί, τι στο καλό. Αποτελεί πλέον κοινή πεποίθηση πως ο μεταφραστής είναι δημιουργός. Όμως, την ώρα της μετάφρασης, στην πράξη της μετάφρασης, δεν είναι συγγραφέας, δεν είναι αυτός ο συγγραφέας. Δημιουργός, αλλά όχι, έστω όχι ακριβώς συγγραφέας. Τώρα είναι ο εισηγητής του ξένου συγγραφέα, ο ξενιστής, ο οικοδεσπότης του, ο ατζέντης του στην ξένη χώρα, ο φίλος και μαζί κηδεμόνας-προστάτης του. Ακόμα περισσότερο: ο μεταφραστής είναι το πρόσωπο του ξένου συγγραφέα στη χώρα υποδοχής, ο εκπρόσωπός του, ο αντ’ αυτού, θα έλεγα. Και το κυριότερο: έχει εξουσία τεράστια πάνω στον ξένο συγγραφέα, αφού μπορεί εξίσου καλά να τον αναδείξει αλλά και να τον καταστρέψει, εξουσία που όρια έχει μόνο την ηθική λοιπόν του μεταφραστή, άντε τη μεταφραστική ηθική.

Μπορεί έτσι να οριστεί το πρόβλημα, αν όντως υπάρχει. Κι αυτό δεν είναι τόσο η υποκατάσταση του ξένου συγγραφέα (κάτι όχι πολύ μακριά από τον καθαυτό ρόλο του μεταφραστή, όπως τον περιέγραψα ο ίδιος στο κάτω κάτω) όσο η απαλλοτρίωση του ξένου συγγραφέα, δηλαδή του έργου του. Αναφέρομαι στην περίπτωση που ο μεταφραστής καβαλάει το ξένο κείμενο, του επιβάλλει τη δική του περπατησιά, το ύφος εν προκειμένω.

Αλλά τότε τι κάνει ο μεταφραστής, αν δεν «βάλει τον εαυτό του», όπως λέμε, αν δεν εμφυσήσει στο ξένο έργο τη δική του πνοή; Αφού η μετάφραση σίγουρα δεν γίνεται με μάσκα στο πρόσωπο, με γάντια και με αποστειρωμένα χειρουργικά εργαλεία. Ή αλλιώς, πώς να μη βάλει ο μεταφραστής τη δική του σφραγίδα;

Αλλά τι λογής θα ’ναι αυτή η σφραγίδα; Και πάλι: θα ’ναι σφραγίδα; ή μπούρκα που θα κρύβει εντέλει τον ξένο συγγραφέα; ή μήπως φουστανέλα που θα τον γελοιοποιεί;

Δεν έχουν εύκολη και μονολεκτική ή μονοσήμαντη απάντηση τα ερωτήματα αυτά. Που ανακυκλώνονται, ευλόγως πεισματικά, ξεροκέφαλα: Πώς θα ’ναι δηλαδή καλή μια μετάφραση, χωρίς την προσωπικότητα του μεταφραστή, χωρίς να μοιάζει ότι βγήκε από αυτόματο μεταφραστή;

Ποια είναι τέλος πάντων η καλή μετάφραση; Θα έλεγα καταρχήν πως είναι η μετάφραση που δεν φαίνεται, που δεν χτυπάει στο μάτι. Μοιάζει απολύτως φυσική, αυτονόητη. Εδώ αναφέρομαι σε κάτι που μου έμαθε ο Εμμανουήλ Κάσδαγλης για το βιβλίο, για την επιμέλεια του βιβλίου, μάστορας αυτός του είδους, κάτι που μ’ αρέσει να το μεταφέρω στη μετάφραση: καλό είναι το βιβλίο, έλεγε, που δεν δείχνει τον κόπο που υπάρχει από πίσω, που μοιάζει σαν κάτι απολύτως φυσικό και απλό, που θα μπορούσε –που μοιάζει πως θα μπορούσε– να το κάνει ο καθένας, ή πως δεν μπορεί παρά έτσι και μόνο να είχε γίνει.

Καλή λοιπόν είναι η μετάφραση που δεν κομπάζει, που δεν διαλαλεί τον μόχθο της.
Αυτά ως προς το αποτέλεσμα. Ως προς τη διαδικασία, καλή θα είναι η μετάφραση που ακούει το ξένο κείμενο, που το παρακολουθεί. Και αυτό αρκεί για να μεγαλουργήσει ο μεταφραστής. Γιατί, άμα ακούς το ξένο κείμενο, αυτό θα σε οδηγήσει από μόνο του.

Πιο συγκεκριμένα τώρα. Ξεκινάς να μεταφράσεις. Γνωρίζεις, εννοείται, την ξένη γλώσσα, γνωρίζεις ή μαθαίνεις τον συγγραφέα, το έργο του εννοώ, μακάρι και τον ίδιο, αλλά δεν φτάνουν αυτά, είναι λιγότερο κι απ’ τα μισά. Γνωρίζεις λοιπόν προπάντων τη γλώσσα τη δική σου. Άλλο όμως –παρένθεση εδώ– γνωρίζω, ακόμα και τέλεια, τη γλώσσα, μακάρι και σε όλες της τις φάσεις και σε όλα τα επίπεδα, κι άλλο έχω αίσθηση της γλώσσας, γλωσσικό αίσθημα, αισθητήριο ή όπως αλλιώς το πούμε, που σημαίνει: τι, πού, πότε και πώς χρησιμοποιώ, οτιδήποτε, από όλο τον πλούτο που ενδεχομένως ή και σίγουρα κατέχω.

Αλλά αυτό είναι ολόκληρο θέμα από μόνο του, όπως και το σχετικό με αυτά που συζητούμε σήμερα, πως δηλαδή η μετάφραση μετριέται στη γλώσσα σου και με τη γλώσσα σου, κι όχι απ’ το αν ξέρεις απέξω κι ανακατωτά το ξένο έργο και τον συγγραφέα. Ας το αφήσουμε όμως για την ώρα το θέμα αυτό. Ξεκινάς, λέω, με τα απαραίτητα εφόδια: ξένη γλώσσα· τη δική σου γλώσσα· εποπτεία του ξένου έργου. Και τι κάνεις; Ή τι δεν κάνεις; Τι δεν πρέπει να κάνεις;

Δεν κάνεις ίσως κάτι που μπορεί από μια άποψη να κάνει ένας μείζων λ.χ. συγγραφέας όταν μεταφράζει, νά, ένας συγγραφέας που σφράγισε με πολύ ειδικό τρόπο την ελληνική νεοτερική πεζογραφία του περασμένου αιώνα, του 20ού εννοώ:

«Δεν με ενδιαφέρει αν την Ηλέκτρα την έγραψε ο Σοφοκλής ή ο Ευριπίδης, αν τον Άμλετ ή τον Μάκβεθ τον έγραψε ο Σαίξπηρ. Αντιμετωπίζω πάντα μπροστά μου ένα ξένο κείμενο» έλεγε το 1997 ο Γιώργος Χειμωνάς, όταν παρουσίαζε την έκδοση με τον Μάκβεθ του, τη μετάφρασή του ή μάλλον τη δική του ματιά στο έργο του Σαίξπηρ (Τα Νέα 29.1.1997). Μια μετάφραση με κάποιες «αυθαιρεσίες», όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος, αφού «ο μεταφραστής πρέπει να στήνει ένα ομόλογο κείμενο απέναντι στο πρωτότυπο». Και για να δώσει ένα παράδειγμα, διαβάζουμε στην εφημερίδα, τόνισε την έκταση που έδωσε στο ρόλο των μαγισσών.

Ανάλογα, πρόσθεσε μια φράση, έβαλε μια δική του φράση στο στόμα της λαίδης Μάκβεθ, στην περίφημη σκηνή της υπνοβασίας, «βασιζόμενος σε ιστορικά κατατεθειμένα στοιχεία που ανέσυρε για να εξηγήσει τη στάση της». Γιατί; «Γιατί δεν ανέχομαι» είπε «να κολληθεί η ετικέτα της τρέλας στη λαίδη Μάκβεθ. Αλίμονο αν τη θεωρήσουμε μια ψυχιατρική περίπτωση».

Αν όχι Σαίξπηρ λοιπόν, αν όχι ακριβώς Σαίξπηρ, πάντως Χειμωνάς. Από αυτή πλέον την άποψη, μακάρι να μας είχε δώσει κι άλλες μεταφράσεις ο Χειμωνάς, με τόσες ή και περισσότερες αυθαιρεσίες, μεταφράσεις-προσωπικές αναγνώσεις, εννοείται πια. Πολύτιμες, σαν μια άλλη πτυχή της δημιουργίας ενός μεγάλου συγγραφέα.

Θα συνεχίσω.
 

nickel

Administrator
Staff member
Εδώ το δεύτερο μέρος του άρθρου του Γιάννη Η. Χάρη με τίτλο Μεταφραστής ή συγγραφέας, το οποίο καταλήγει ως εξής:

Σχοινοβάτης και ασκητής

Ακόμα πιο απλά, κι ωστόσο εξοντωτικά για τον μεταφραστή. Όταν ο Κούντερα, για να πω κάτι απ’ τα δικά μου, γράφει πως κάποιος θύμωσε: il s’est faché, και χρησιμοποιεί δηλαδή την πιο κοινόχρηστη, καθημερινή, χωρίς κανένα ειδικό φορτίο λέξη, κάτι που έχει άλλωστε να κάνει με το λογοτεχνικό σχέδιο του Κούντερα, πρέπει ν’ αντισταθείς στον πειρασμό να βάλεις κάτι πιο παραστατικό, επιλέγοντας από μια τεράστια γκάμα: ούτε καν εξοργίστηκε, ούτε εξεμάνη, ούτε έγινε έξαλλος, έγινε θηρίο, πυρ και μανία, ή έξω φρενών, ή μπαρούτι, ή βαπόρι, ούτε έβγαζε καπνούς απ’ τη μύτη κτλ.

Κι όταν, αφού θύμωσε, άρχισε να φωνάζει, ή έβαλε τις φωνές, πάλι δεν θα γράψεις πως άστραψε και βρόντηξε ή πως κατέβασε Χριστοπαναγίες, καντήλια κτλ. Ναι, τεράστια η γκάμα, εδώ καραδοκούν και τα ιδεολογήματα για τον «μοναδικό πλούτο» της «μοναδικής μας γλώσσας», τίποτα λοιπόν από τα τόσα παραστατικά και σαγηνευτικά, που ωστόσο αλλοιώνουν, αλλάζουν, στο ελάχιστο έστω, τη θερμοκρασία του κειμένου. Γιατί το ελάχιστο μπορεί κάποτε να είναι το μείζον.

Οπότε; Γερό αφτί, όπως ξανάπα, και τότε το κείμενο θα σε πάρει από το χέρι και θα σε πάει εκεί που θέλει, εκεί που πήγαινε από μόνο του. Γερό αφτί, και, ε ναι: νηστεία και προσευχή. Γιατί είναι ασκητική δουλειά, από αυτή την άποψη, η μετάφραση. Και γιατί, αν αγαπάς τη δουλειά σου, αν αγαπάς πιο συγκεκριμένα το έργο που μεταφράζεις, τον συγγραφέα που μεταφράζεις, τον αγαπάς —κατά τον στοιχειώδη ορισμό της αγάπης επιτέλους— γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που νομίζεις ή που θα ’θελες να είναι.

Γιατί έτσι, ως γνωστόν, με τέτοια δηλαδή αγάπη, στεριώνει μία σχέση, έτσι πετυχαίνει ο γάμος.
 
Αυτό το "Γιατί το ελάχιστο μπορεί κάποτε να είναι το μείζον" πρέπει να το κορνιζάρουμε πολλοί, και όχι μόνο μεταφραστές. Κατά τα άλλα, να επισημάνω ότι ο ΓΧάρης ανάρτησε στο ιστολόγιό του το άρθρο σε ελαφρώς επαυξημένη έκδοση (π.χ. έχει το ποίημα του Κορμπιέρ, πρωτότυπο και μετάφραση):

http://yannisharis.blogspot.com/2008/11/blog-post_15.html
 
Αυτό το "Γιατί το ελάχιστο μπορεί κάποτε να είναι το μείζον" πρέπει να το κορνιζάρουμε

Δεν το κορνιζάρουμε καλύτερα ως "Γιατί το έλασσον μπορεί κάποτε να είναι το μείζον"; Έτσι το λέει ο κόσμος, σε αυτή την αντίθεση, για να έχει ...και χάρη :)
 

LostVerse

Member
Βρήκα αρκετά θέματα για τον Άρη Μπερλή, εικάζω ότι αυτό είναι το πλέον κατάλληλο... αν όχι ας μεταφερθεί οπουδήποτε κρίνεται καλύτερα.

Το παρακάτω είναι κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις από ομιλία του κ. Άρη Μπερλή στην Φιλοσοφική σχολή του ΕΚΠΑ πριν μερικούς μήνες σε φοιτητές του ΤΑΓΦ. Είπε κάποια πράγματα γενικά για την μετάφραση και εν συνεχεία αντάλλαξε απόψεις και απάντησε σε ερωτήσεις φοιτητών. Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον και το παραθέτω. (κλικ στην μικρογραφία)



Φιλικά.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Οι σύνδεσμοι των δύο εικόνων που έχεις δώσει (ανάμεσα στις ετικέτες ... παραπέμπουν σε διευθυνσεις στο desktop κάποιου υπολογιστή. Αν θέλεις να ανεβάσεις εικόνες, πρέπει είτε να τις επισυνάψεις ως μικρογραφίες, είτε να τις ανεβάσεις κάπου στο Διαδίκτυο και να δώσεις διαδικτυακό σύνδεσμο. Αν θέλεις πάλι να αλλάξεις τη διεύθυνση και δεν προλάβεις, επικοινώνησε απλώς με έναν αντμίν ή μοντ.
 

LostVerse

Member
Ευχαριστώ για την επισήμανση, το πρόλαβα. :)

Η εικόνα είναι μόνο μια (ουσιαστικά δυο σελίδες η μια κάτω από την άλλη), αυτή στο turboimagehost, απλά με τον WYSIWYG επεξεργαστή μηνύματος, πατώντας ctrl + V επισυνάπτεται συντόμευση του πιο πρόσφατου screenshot.

Ευχαριστώ και πάλι!
 
Πολύ ωραίο. Ευχαριστούμε, νίκελ.

Ορίστε και κάτι που είχα διαβάσει πολύ παλιά και το θυμάμαι πάντα και μερικές φορές το λέω και στους φοιτητές μου όταν μιλάμε περί μετάφρασης:

Δούλοι είμαστε, και μοχθούμε στα χωράφια κάποιου άλλου. Καλλιεργούμε το αμπέλι μα το κρασί είναι του ιδιοκτήτη. Εάν η γη τύχει να 'ναι στέρφα, εμάς θα μαστιγώσουν. Εάν είναι καρπερή και η φροντίδα μας πετύχει, δεν μας ευχαριστούν, γιατί ο αγέρωχος αναγνώστης θα πει μονάχα πως ο κακομοίρης έκανε το καθήκον του.
John Dryden
 

LostVerse

Member
Πολύ ωραίο. Ευχαριστούμε, νίκελ.

Ορίστε και κάτι που είχα διαβάσει πολύ παλιά και το θυμάμαι πάντα και μερικές φορές το λέω και στους φοιτητές μου όταν μιλάμε περί μετάφρασης:

Πάρα πολύ καλό απόσπασμα. Περιγράφει σχεδόν απόλυτα την πραγματικότητα... :(

Ας μου επιτραπεί να παραθέσω ένα ακόμα...

The translator’s thorny path to success

Our profession is based on knowledge and experience. It has the longest apprenticeship of any profession. Not until thirty do you start to be useful as a translator, not until fifty do you start to be in your prime.


The first stage of the career pyramid – the apprenticeship stage – is the time we devote to investing in ourselves by acquiring knowledge and experience in life. Let me propose a life path: grandparents of different nationalities, a good school education in which you learn to read, write, spell, construe and love your own language.

Then roam the world, make friends, see life. Go back to education, but to take a technical or commercial degree, not a language degree. Spend the rest of your twenties and your early thirties in the countries whose languages you speak, working in industry or commerce but not directly in languages. Never marry into your own nationality. Have your children. Then back to a postgraduate translation course. A staff job as a translator, and then go freelance.

By which time you are forty and ready to begin...
Πηγή: {Lanna Castellano (1988) ‘Get rich – but slow’, in C. Picken (ed.) ITI Conference 2: Translators and Interpreters Mean Business, London: Aslib, p.133 (in Mona Baker).}

Credit: Β. Γιαννακοπούλου.
 
Top