Άγνωστες λέξεις από Μέλπω Αξιώτη

Καιρό είχα να σας κάνω τέτοιο ποστ! Τα είπαμε για τον Χουλιαρά, τα είπαμε για την Ανκούτσα, τώρα ο κλήρος πέφτει στην Αξιώτη.

Διάβασα πρόσφατα τις «Δύσκολες νύχτες» της Μέλπως Αξιώτη. Δεν είχα ξαναδιαβάσει κάτι δικό της. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το ιδιαίτερο ύφος της γραφής της. Συνάντησα κι ένα σωρό άγνωστες και ημιάγνωστες λέξεις που θέλω να μοιραστώ μαζί σας. Κάποιες, λίγες, τις είχα ξανασυναντήσει, τις περισσότερες όχι. Κάποιες τις εντόπισα στο διαδίκτυο και βάζω μέσα σε παρένθεση τη σημασία τους. Αν γνωρίζετε κάποιες από τις άλλες, θα χαρώ να τις μάθω.

Πάμε λοιπόν πρώτα με τις τελείως άγνωστες:

αρεσινάτο
να με περιμένεις μες σ’ εκείνο το γωνιακό του Κασινιού, θα ’ρθω το δίχως άλλο. Απόξω ας μην του φαίνεται, πέρασμα μια φωλιά, τ’ αρεσινάτο του όμως στέκει ξελαμπικαρισμένο.
βουλιστό
εβγήκεν ο κουτσός ο Τάκος να κατουρήσει μες στο βουλιστό
τοποσιά
Έχουνε κάμει τοποσιά, παιδάκι μου, τα δάκρυα στα μάτια μου...
ανεχιμίζω (κάτι σαν χύνω, ανεμίζω, τραβολογάω, τι ακριβώς; )
κι εγούρλωνε τα μάτια της και με μια κίνηση ανεχίμιζε τα στήθια της μαζί και τα μαλλιά της)
λουράδα (υποθέτω μπορντούρα, ταινία, λουρίδα)
να βγούνε τα κατάλληλα σερβίτσια με τις χρυσές λουράδες
λατάρι (ίσως κάτι φουσκωτό σαν σημαδούρα, αν κρίνω κι από αυτό) (από την άλλη αυτός εδώ το λέει «επιβήτορα», σύμπτωση θα είναι)
Νομίζω ανίδεοι, όλοι μαζί, ετοιμάζομε φουσκωμένα λατάρια.
χιλιάρικες (ίσως μπουκάλες; μα δεν κολλάνε με το ψωμί)
σμιγαδερό (ίσως μιγαδερό, είδος ψωμιού)
Μα βλέπεις, κόσμος! Ερουφήχτηκε αμέσως το σαλόνι, ερουφήχτηκε το καμαρί δίπλα, μήδε πούθε να σταθείς! Ερουφήξανε και χιλιάρικες σμιγαδερό αμέτρητες, ασπρόμαυρο
κόλικας, κολίκισσα (ίσως κολίγας; )
εκείνος ο κόλικας της μεγάλης λιβάδας... Ο βλογημένος! Τόσοι μήνες και να μην είναι τρόπος να συλλέξει ακόμα το χρονιάτικο! – Κάτι λιγοστά λείβονται για να τ’ απανεσώσω, καλότυχη κολίκισσα...
ποντίνια (καρφιά ίσως; αλλά τότε πώς βρίσκουν στα νύχια; ραφές μήπως; )
μισοστίβαλα (χαμηλά παπούτσια με σόλα καταλληλα για σκληρές χρήσεις, επίσης κάλικες ή καλίκια ή καλίγια τα έλεγαν οι Βυζαντινοί, πληροφορία από εδώ)
Οοοχ, τι πόνος είν’ εκείνος τις Κυριακάδες, στη λειτουργιά, που βρίσκουνε τα ποντίνια του μισοστίβαλου ίσα απάνω στα ξεμαθημένα της νύχια!

Ακολουθούν αυτές που βρήκα. Ιδίως η πρώτη είναι εμβληματική, όπως διαπίστωσα.

σουβριάλι (φλογέρα, σουραύλι)
Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι. Ασημένιο. [...] Σήμερα όμως επερίμενα ένα σουβριάλι. Ήτανε της πρωτοχρονιάς παραμονή και με πήρε ο πατέρας στα μαγαζιά για να διαλέξω τα παιχνίδια μου.[...] Σήμερα θέλω λοιπόν ένα σουβριάλι. Να μην ξέρω αν είναι μεγάλο, αν είναι γυαλιστερό...
μάους (παιχνίδι με τράπουλα αλλά δεν βρήκα πώς παίζεται)
ένα πρωί εσυλλογίστηκα να ρίξω κάτω απ’ το μπαλκόνι τα καλά κουταλάκια, όπου μ’ εκείνα δόστου, γύρω γύρω στο μεγάλο τραπέζι όσο παίζανε μάους κι έβραζε το ασημένιο σαμοβάρι, όλο ταράζανε το τσάι.
κούσουλο (σκουπίδι, λέξη κυκλαδίτικη ως φαίνεται)
σβιλάδα (απότομη ριπή ανέμου, σπηλιάδα)
Οι κότες, με το ξεροβόρι, συμμαζεύονται μαζί με τα κούσουλα π’ ανεμοστροβιλίζει η σβιλάδα
αποσπερίζω (έρχομαι επίσκεψη το βράδυ λέει εδώ)
παίρνει ο Μιχαλιός ο απανωμερίτης το πατημένο μονοπάτι που φέρνει απ’ τα Διρέμτα, και κατεβαίνει ως εμάς. Παίρνει κι ο Ζέπος ο κατωσυνορίτης το δρόμο τ’ άι-Σάββα κι έρχεται κι εκείνος. Κι αποσπερίζομε.
σαρανταλείτουργο (τέλεση λειτουργίας επί 40 συνεχείς ημέρες):
λένε για το Ζανή, π’ εκάμανε σαρανταλείτουργο γιατί ’ταν λέει το παιδί του λαφροσκιασμένο
καπάσος (απόληξη καμινάδας, κυκλαδίτικη λέξη)
Ο ήλιος αποσβολωμένος. Απόκαμαν οι καπάσοι πα’ στα φτωχόσπιτα.
καλάδα (ρίξιμο διχτυού για ψάρεμα, περιοχή της θάλασσας κατάλληλη για ψάρεμα - όλοι καλάρουν μα δε βγάζουν ψάρια, καλάρει ο Ζέπος και βγάζει καλαμάρια που λέει και το τραγούδι)
για να σε μάθω εγώ πως δε διαβαίνουνε με τέτοια περιφρόνεψη ομπρός απ’ την καλάδα μου
κατελώ (καταστρέφω, εξαφανίζω)
Έβαλα δυο γουρούνες όξω απ’ τ’ αρχοντικό σου, εφέτος σε θροφή, για να προφταίνουνε να κατελούνε τ’ αχρηστεμένα.
κουβαρωτή (μεγάλο, βαρύ, ζυμωτό ψωμί από ανάμεικτα άλευρα με κυρίαρχο το κρίθινο)
δίλογος (δίχρωμος, διαφορετικός)
Εφόριε κανελιά τη μια, την άλλη σταχτωπή, δίλογες κάρτσες.
κουβαρωτή (μεγάλο, βαρύ, ζυμωτό ψωμί από ανάμεικτα άλευρα με κυρίαρχο το κρίθινο)
απανωμανιπιώτισσα (ουδέν σχόλιον - πάσα προσφορα δεκτή)
και κάααπου κάααπου από την πόρτα μας θα περάσει η απανωμανιπιώτισσα, κι έχει εννιά κουβαρωτές πλασμένες για το φούρνο.
ρύμνη (δρόμος, ρύμη)
βουϊδοκέλι (στάβλος αγελάδων, βοϊδοκέλι - δείτε εδώ)
το γυρέψανε το ζευγάρι, το γυρέψανε, δεν ευρέθηκε τρόπος ν’ ανακαλυφτεί, μέσα στις ρύμνες, μέσα στα βουϊδοκέλια, τίποτα!
ακονιζιά (μελισσοκομικό φυτό που λέγεται επίσης αψηφιά, ψίλιθρο, κόνυζα, ψιλόχορτο, ψιλίστρα, επιστημονική ονομασία Διτριχία η ιξώδης (Dittrichia viscosa) και ακόμη Κόνυζα, Ακονυζία, Κόνυζο, Νεροκόνυζο, Νεροκολλησιά, Ψυλλήθρα, Ψυλλίστρα, Χρυσόβεργα. Ψιλίθρι, Σκοτζάρι, Ακόνιζα, Ψιλόχορτο, Ψιλίστρα, Κονισός, Κολυτσάρι, αγγλικά False Yellowhead, Sticky Fleabane, Woody Fleabane, Yellow Fleabane, πληροφορίες από εδώ κι εδώ)
Βλέπω ένα φως στα μακρινά, δρόμο δρόμο τα ξερολίθαρα, αλλού ακονιζιές επαραμέρισα,
ασφεντρίλι (ασφεντιλιά, ασφόδελος λέει εδώ)
Ανοίξανε Μανούσο τ’ ασφεντρίλια, τρέχα, πάμε να δούμε και τις λυγαριές κατά τα νοτινά π’ εγεμίσανε σήμερα πάχνες.
ανάδοση (αναθυμίαση, υγρασία εδάφους λέει εδώ)
Λιγεύεται η καρδιά τ’ ανθρώπου από τση γης τσ’ ανάδοσες.
κακόρεξος (κακοδιάθετος, απρόθυμος - μου έκανε εντύπωση η χρήση ως προσδιορισμός των καιρών)
τώρα και τις καιροί ετούτοι τις κακόρεξοι...
παιζογλαντίζω (παίζω επιπόλαια, παίζω με θόρυβο, ερωτοτροπώ λέει εδώ)
Παιζογλαντίζει ακόμα η νύχτα μας και σέρνεται και πάει και πιάνει την αυγή
σπαλέτο (μεγάλη τρίγωνη μαντίλα στο στήθος λέει το Lexigram), δείτε κι
εδώ).
στρίβοντας μες στα δάχτυλά της απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ ένα κορδόνι από τη μέση της, συνέχεια της ποδιάς της – ποτέ δεν αποφάσισε να την εγκαταλείψει, χρόνια πια τόσα, άχρηστη πια την ποδιά της – είτε την άκρια του σπαλέτου της έστριβε, το μεταξωτό του λαιμού – άφηνε το σπαλέτο, έπιανε το κορδόνι, έπιανε το κορδόνι, άφηνε το...


Ήταν και κάποιες λέξεις που ήξερα και τις είχα μισοξεχασμένες: ραβαΐσι (γλέντι), περκάλι (λεπτό μπαμπακερό ύφασμα για σεντόνια), φαρφουρί (λεπτή πορσελάνη).

Άλλες πάλι καταλάβαινα από τα συμφραζόμενα τι σήμαιναν: από κορφίς (ετραβούσαμε από κορφίς τα σεντόνια – ως το κεφάλι, μάλλον), το μουροσούρουπο (την Κυριακή είχαμε μουροσούρουπο τ’ απόγεμα στο ψωμί μας – προφανώς σιρόπι μούρων).

Κι ύστερα ήταν ένα σωρό άλλες λέξεις που τις καταλάβαινα μεν, αλλά δεν τις είχα ξαναδεί με τέτοια μορφή: ο άις-Γιώργης (άι Γιώργης), η αρίζικια (κακορίζικη), το χιράμι (χράμι), αραμένος (αραγμένος), ο μπαλεμός (πάλεμα), οι βροχάδες (βροχές), ο Σάββατος (Σάββατο), η Τετράδη (Τετάρτη), ο κανβάς (καμβάς), το καμαρί (καμαράκι), τα πέλαα (πέλαγα), οι στεφάνωσες (στεφανώματα), τα νοτινά (νότια), λιγεύομαι (λιγώνομαι), οι ιερέηδες (ιερείς)... και πολλές ακόμη.

Και για κερασάκι στην τούρτα κράτησα το όνομα Διοχάντη, που δεν είχα ξανασυναντήσει και που δεν μπόρεσα να βρω την προέλευσή του. Δεν ξέρω καν αν είναι αρχαίο ελληνικό ή όχι. Βρήκα όμως ότι έχουμε μια εικαστική καλλιτέχνιδα με το όνομα αυτό.
 
Ευχαριστούμε, Αόρατη!

Από τα άγνωστα, το αρεσινάτο μου θύμισε το "αρετσίνωτο" - και βρήκα αυτό εδώ:
Greek aresinato (without resin) wines are very tasty. Their popular aresinatos are Fallini and St. Helena (white table wine); Kokineli (open rose), and Castel Daniels and Samos (red wines).
 
Προς τα εκεί έκλινα κι εγώ αλλά δεν είχα μπορέσει να το επιβεβαιώσω. Ευχαριστώ!
 
Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, μπράβο! Απορώ που δεν συνοδεύεται το βιβλίο από Γλωσσάρι...

Ποντίνι/ποντίνο/μασκαρέτο: άκρον υποδήματος/δερμάτινον κόσμημα εις άκραν υποδήματος/το άκρον υποδήματος το καλύπτον τα δάκτυλα του ποδός (ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΣ/ΕΠΙΤΟΜΟ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ)

Σμιγαδερό: εδώ πρέπει να αναφέρεται σε ανάμεικτο κρασί (και χιλιάρες/χιλιάρικες οι μποτίλιες 1000 δραμιών)
 
Σμιγαδερό: εδώ πρέπει να αναφέρεται σε ανάμεικτο κρασί (και χιλιάρες/χιλιάρικες οι μποτίλιες 1000 δραμιών)

Πάντως υπάρχει "ασπρόμαυρο κρασί", δεν το ήξερα:

Το ασπρόμαυρο κρασί που ξεχάστηκε
τόσο καιρό στο κελάρι, κάντο ρυάκι στο πάτωμα.


και

Αυτό το ασπρόμαυρο κρασί με ελαφρύ άρωμα σπόρων αμυγδάλου θεωρείται πολύτιμο.
 
Μια που έχουμε απηχήσεις μυκονιάτικου ιδιώματος λόγω καταγωγής της Αξιώτη, βοηθάει ο Κουσαθανάς:

Βουλιστό: το ερείπιο/ερειπωμένο σπίτι ή κελλί
Ανεχιμίζω/ανεχιμώ/ανεχιμιέμαι: ταλαντεύομαι, ταράζομαι
Τοποσιά: τόπος/συνηθισμένη θέση/φωλιά ζώου
Λατάρι: ζώο προορισμένο για οχεία
Κόλικας: κολίγος/συνεταίρος, συμμέτοχος στις αποφάσεις, την περιουσία, τις υποθέσεις
Μισοστίβαλα: μποτίνια χαμηλότερα από τις μπότες
Κατελώ: τρώγω/κατατρώγω
(Π. Κουσαθανάς, Χρηστικό Λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου)
 
Α, και ρεσίνα=ρετσίνα (Κουσαθανάς ο.π.), οπότε επιβεβαιώνεται το περί αρετσίνωτου της antongoun
 
Μετά απ' όλα αυτά, η περιέργειά μου για το τι εννοεί με το "λατάρι" είναι μεγάλη.

Νομίζω ανίδεοι, όλοι μαζί, ετοιμάζομε φουσκωμένα λατάρια.
 
Σαπό. Τι άλλο να πω. Είστε θησαυρός.

Όσο για το λατάρι, αύριο θα βάλω κι άλλα συμφραζόμενα. Έβγαλα φωτογραφίες απο δυο σελίδες πριν και μία μετά, αλλά δεν κατάφερα να τις ανεβάσω από το κινητό.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Στην Κρήτη το βουλιστό λέγεται βουλισμένο, επειδή εβούλισε (βούλιαξε, βυθίστηκε, γκρεμίστηκε από καθίζηση). Και —σώπα, μη μου πεις!— το είχαμε ξανασυζητήσει. Και το αποκορφίς, το ραβαΐσι, το (α)ποσπερίζω, η ασφεντρουλιά για το ασφεντρίλι, η ανάδοση (από το αναδίδω), το σαρανταλείτουργο, η καλάδα (και το καλάρω), οι στεφάνωσες, ο κακόρεχτος καιρός (και ο καλόρεχτος), το αρίζικο (κι αυτό έχει συζητηθεί στη Λέξι) και τα πέλαα (αν και συνήθως το πέλαγο, του πελάγου, τα πέλαγα).

Ὅμως γιὰ πάντα
στὰ ταραγμένα πέλαα θὰ μᾶς φέγγουν,
χορεύοντας πάνω ἀπὸ τὶς φουρτοῦνες,
καὶ μὲς στὰ νεκρὰ μάτια τῶν συντρόφων,
οἱ φλόγες οἱ μεγάλες ἀπὸ τὴν Τροία,
οἱ ρόδινες οἱ φλόγες τῆς Ἑλένης.

Σ. Μυριβήλης, Τροία


Λέ(γα)με και τις βροχάδες, αλλά σημαίνουν τα βρόχια, τις παγίδες.


Και τα μισοστίβαλα, από τα στιβάλια.
Και την Τετράδη την έχουμε ξαναδεί, μαζί με την Πέφτη και την Παρασκή.

Το χιράμι έτσι το έλεγε η γιαγιά μου (συχνή σε διαλέκτους η παρεμβολή του ι σε συμφωνικό σύμπλεγμα) και το πρόφερε όχι με το κλασικό χι, αλλά ελαφρά, με την ανάσα (όπως κάνουμε χου για να κρυώσει η μπουκιά), σαν να ήταν δασύ (aspirated consonant).

Για την τοποσιά (που νομίζω ότι είναι και το ίχνος, το σημάδι που μένει όταν κάτι φύγει από τον τόπο που ήταν ή ο κενός χώρος που αφήνει), από ποστ για τα μυκονιάτικα χοιροσφάγια:

Την πέτρα μόνα πιάσουνε, η τοποσιά της μένει
τον χοίρο μας τον πήρανε κι αχλαβοή δεν βγαίνει.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Όσο για το κατελώ, είναι από το καταλύω και σημαίνει καταλύω αλλά και καταναλώνω, ενώ στην Κρήτη είναι καταλώ:

Η αγάπη κάστρα καταλεί, μπεντένια ρίχνει κάτου
και παλικάρια του σπαθιού τα ρίχνει του θανάτου
 
Ορίστε περισσότερο κόντεξτ για τα λατάρια. Βρίσκονται στη σελ.134, στην πρώτη παράγραφο, στο τέλος της. Πάλι δεν μπόρεσα να προσθέσω τις φωτογραφίες, αν και είμαι από υπολογιστή τώρα. Τις ανεβάζει αλλά δεν τις εμφανίζει. Οπότε έβαλα links για το google photos. Σελίδες 132, 133, 134, 135.
 
«Νομίζω, ανίδεοι, όλοι μαζί, ετοιμάζομε, φουσκωμένα λατάρια»

Ευχαριστούμε για το χορταστικό συγκείμενο!

Ας διακινδυνεύσω με επιφυλάξεις μια ερμηνευτική πιθανολόγηση: Μια και ο λόγος είναι για τις παλαιότερες και τις νέες γενιές σε σχέση με την αρχαία κληρονομιά και τη ζωντανή παράδοση, ο ομιλητής θεωρεί ότι η δική του γενιά -συλλήβδην και χωρίς καμία εμβάθυνση στη σχετική προβληματική που αφορά τους προγόνους και τη ζωντανή παράδοση- προετοιμάζει, μεγαλώνει, μια νέα γενιά απλώς «κορδωμένων επιβητόρων»…
 

nickel

Administrator
Staff member
Για να νιώσω χρήσιμος, έκανα PDF τις τέσσερις σελίδες. Αν είχα χρόνο, θα έκανα και OCR — αν και νομίζω ότι το πρόγραμμά μου δεν τα πάει καλά με το πολυτονικό.
 

Attachments

  • Δύσκολες νύχτες 148-151.pdf
    1.1 MB · Views: 161
Ευχαριστούμε, Αόρατη και Νίκελ!

Έχει διάφορα σημεία που είναι σαν να γράφει ποίηση - όπως λίγο κάτω από τα λατάρια, που ξεκινάει "Γυαλίζει το χρυσάφι στη μεγάλη αγορά...".
 
Και άλλο ένα αφιέρωμα, που δεν μπορώ να βρω διαδικτυακά, στο περιοδικό "Κ", τεύχ. 16, Ιούνιος 2008.

Εδώ μόνο τα περιεχόμενα.
 
Πολύ ενδιαφέρουσες συνεισφορές. Σας ευχαριστώ όλους! Και χαίρομαι που σας άρεσε. :)
 
Top