στομωμένη πένσα;

Μπορεί μια πένσα να είναι "στομωμένη"; Επειδή δεν είναι εργαλείο κοπής... :s

στομώνω, ΜΗΛΝΕΓ:
ΜΤΒ (+αιτ.)
Κάνω λιγότερο αιχμηρό ή μυτερό ένα αντικείμενο (συνήθως ένα εργαλείο κοπής, ένα οδοντωτό εξάρτημα κτλ.)

(ΣΥΝ αμβλύνω, αποστομώνω, ΑΝΤ ακονίζω, αναστομώνω, οξύνω)

β.( στο γ΄ πρόσ.) (για εργαλείο κοπής, κοφτερό ή μυτερό ή οδοντωτό εξάρτημα)
β1.ΑΜΤΒ
Γίνεται λιγότερο αιχμηρός ή κοφτερός ή μυτερός
(ΣΥΝ αμβλύνεται, ΑΝΤ οξύνεται)

β2.(στη μπθ.φ. με μέση ή παθ. διάθ., με την ίδια σημ. όπως στο 1β1)
Γίνομαι λιγότερο οξύς, λιγότερο κοφτερός


Αν δεν μπορεί να είναι "στομωμένη", τι είναι; ("φαγωμένη"; )
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Είναι και εργαλείο κοπής η πένσα, εκτός από λαβής. Οι περισσότερες τουλάχιστον.

Κοπής στο σημείο μέσα στον κύκλο:


Και σε άλλα δύο σημεία, συμμετρικά, λίγο παρακάτω, εκεί που τερματίζουν οι δύο πλευρές της όταν ανοιχτεί, για καλώδια και σύρματα όμως. Δεν φαίνονται σε αυτήν εδώ, που δεν νομίζω να έχει τέτοιες εγκοπές, ενώ πολλές άλλες έχουν.


Αν εννοεί αυτό, στέκει μια χαρά το στομωμένη. Το έχω ακούσει αρκετές φορές από μάστορες (και πει).
Αλλιώς, φαγωμένη.
 

pontios

Well-known member
"snub-nosed" or "snub nose" pliers (also referred to as crimping pliers)? - which is a "crimping" tool? (εργαλείο ρίκνωσις, εργαλείο συσφιξης).


... and I just found this definition re: "snub-nosed"

snub-nosed[ snuhb-nohzd ]SHOW IPA
adjective
having a snub nose:
a snub-nosed child.
having a blunt end:
snub-nosed pliers.
 

pontios

Well-known member
... ξέρω, δεν μιλάγαμε για μετάφραση, αλλά μπορεί να αναφερόμαστε στο ίδιο εργαλείο;
 
Εκτός απ' αυτά που γράφει ο δαεμάνος, μπορεί να εννοούν και ότι έχουν φθαρεί τα δοντάκια που έχει η πένσα για να πιάνει καλύτερα. Αν είναι έτσι, ταιριάζει και το «φαγωμένη».
 
O συγγραφέας περιγράφει έναν πάγκο εργασίας με διάφορα παλιά εργαλεία, και μέσα σε όλα γράφει ότι εκεί υπήρχαν και "στομωμένες πένσες". Απ' ό,τι κατάλαβα και "στομωμένη" και "φαγωμένη" μπορεί να είναι μια πένσα, άρα δεν θα το πειράξω. Ευχαριστώ!
 
Top