μούντζωσ' τα

altan

Member
I wonder about, this phrase is really related with μούντζα? And I hope that Nickel'll say something for the underlined sentences' translation.
Thanks,


Ο Ζορμπάς σιχάθηκε να τον παρακατσεύουν, χαμήλωσε τη φωνή.
— Ας τ’ αφήσουμε αυτά να παν στο διάολο, είπε. Όταν τα συλλογίζουμαι, μου
ρχεται να σπάσω ό,τι βρω μπροστά μου, μιαν καρέκλα ή μια λάμπα ή το κεφάλι μου στον τοίχο. Κι ύστερα, τι καταλαβαίνω; Τον κακό μου τον καιρό! Πλερώνω τα σπασμένα ή πάω στο φαρμακείο και μου τυλίγουν με γάζες το κεφάλι. Κι αν υπάρχει Θεός, ε, τότε πια, μούντζωσ τα! Θα με σεριανάει από τον ουρανό και θα σκάει στα γέλια.


"And if God does exist -whoops!- then fuck the whole business. He'll fix me for good, laughing his head off." (P. Biens')
 

nickel

Administrator
Staff member
Of course it is related to μού(ν)τζα. I hope you also know its synonym, φάσκελο. This will give me the opportunity to introduce two synonyms of μούτζωσ' τα: φασκέλωσ' τα or, my favourite, φασκελοκουκούλωσ' τα.

From George Katos's dictionary:

φασκελοκουκουλώνω, ρ. [<φασκελώνω + κουκουλώνω], εύχρ. μόνο στη φρ. φασκελοκουκούλωσ' τα, τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά και δεν υπάρχει τρόπος να διορθωθούν. Συνήθως ως απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάρε τα πράγματα. Συνών. φασκέλωσ' τα.

Back later...
 
my favourite, φασκελοκουκούλωσ' τα.

..

Εμένα μ' αρέσει και το "μούτζω τα":

«Λόγια χωρίς νόημα, εκ των τετριμμένων εν ταις ερωτικαίς φυλλάδες, άνευ υποθέσεως, άνευ πλοκής, άνευ οικονομίας, και από χαρακτήρας τίποτε καί από σκηνάς μη ζητείτε, από εικόνας μούτζω τα, ήτο η διακωμώδησις του ποιητού [...]»
(«Ο ελληνικός λαός», 2/8/1878)
 
Top