αυθόριστος

Έπεσα πάνω στον "αυθόριστο" ψάχνοντας μια συμπαθητική απόδοση για το "self-defining".

Από το Ελληνο-αγγλικό Λεξικό του Γεωργακά, στο τέλος του λήμματος "αυθόρμητος":

αὐθόριστος 'self-defining' David philos., Proleg. 14.23]

Η λέξη μου άρεσε, αλλά δεν τη βρίσκω πουθενά αλλού πέρα από αυτό το λεξικό και από το υπόμνημα στον Πορφύριο και στον Αριστοτέλη, του 6ου-7ου αιώνα μ.Χ., από όπου πήρε τη λέξη και ο Γεωργακάς.

(Όχι ότι ήξερα ποιος ήταν ο υπομνηματιστής Ηλίας, αλλά τον βρήκα εδώ.)

Αναρωτιέμαι γιατί αυτή η λέξη, όπως και ο "ετερόριστος", δεν κατάφερε να μακροημερεύσει και να φτάσει ως εμάς. (Έχουμε, π.χ., τον "αυθύπαρκτο".) Πολύ θα μου άρεσε να μπορούσα να δώσω με το "αυθόριστος" το self-defining, αλλά και να υπάρχει στη γλώσσα μας, πέρα από τις όποιες μεταφραστικές ανάγκες.

Δεν υπάρχει ούτε στο Liddell-Scott, ούτε στον Δημητράκο, και μάλλον ούτε στον Βοσταντζόγλου.

Ξέρεις κανείς κάτι άλλο για την ιστορία αυτής της λέξης; Θα τη χρησιμοποιούσατε;
 
Έκανα λάθος πιο πάνω, άλλος είναι ο Δαβίδ που αναφέρει ο Γεωργακάς, κι άλλο το υπόμνημα που βρήκα εγώ.
Άρα μάλλον είναι δύο τα κείμενα στα οποία υπάρχει η λέξη - το ένα υπόμνημα του Δαβίδ και το άλλο υπόμνημα του Ηλία.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ωραία λέξη είναι αλλά δεν υπήρχαν καλά μέσα διάδοσης τότε, οπότε αποτελεί άπαξ λεγόμενον. Αντιγράφω το κείμενο, να μην το ψάχνουμε στον σύνδεσμο:

ἔστιν οὖν εἰπεῖν ὅτι ὥσπερ εἰσί τινα αὐτομέτρητα καὶ ἑτερομέτρητα (καὶ γὰρ ὁ δέκα ἀριθμὸς καὶ αὐτομέτρητός ἐστι καὶ ἑτερομέτρητος, καὶ αὐτομέτρητος μὲν καθὸ ἑαυτὸν μετρεῖ κατὰ τὰς ἐν αὐτῷ μονάδας. ἑτερομέτρητος δὲ καθὸ ἄλλον ἀριθμὸν μετρεῖ· μετρεῖ γὰρ τὸν εἴκοσι κατὰ τὸν δύο ἀριθμόν· δὶς γὰρ δέκα εἴκοσι), τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον ἔστι καὶ αὐθόριστος ὅρος καὶ ἑτερόριστος· ἑτερόριστος μὲν ὅτι πάντας τοὺς ἄλλους ὁρισμοὺς ὁρίζεται, αὐθόριστος δὲ ὅτι καὶ ἑαυτὸν σὺν ἐκείνοις ὁρίζεται.


Σήμερα θα λέγαμε, υποθέτω, αυτοκαθοριζόμενος και αυτοπροσδιοριζόμενος.
 
Top