Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης 2019

nickel

Administrator
Staff member
Χτες, 30 Σεπτεμβρίου, ήταν η γιορτή των μεταφραστών, η Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης. Τη γιόρτασα όπως είναι ο καλύτερος τρόπος να γιορτάζεις τις γιορτές: κάνοντας διακοπές.

Σήμερα βρήκα αυτό το ωραίο σημείωμα του Κυριάκου Αθανασιάδη στο Liberal, στο οποίο οκτώ μεταφραστές λένε και λίγα λόγια για τη δουλειά τους. Το αντιγράφω αναίσχυντα, αρχίζοντας από το τέλος, από την περιγραφή της γιορτής:

Η Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 30 Σεπτεμβρίου στη γιορτή του Αγίου Ιερωνύμου, του μεταφραστή της Βίβλου που θεωρείται ο προστάτης των μεταφραστών. Οι εορτασμοί έχουν προωθηθεί από την FIT (Διεθνής Ομοσπονδία Μεταφραστών) από την ίδρυση της το 1953. Το 1991 η FIT ξεκίνησε την ιδέα μιας επίσημα αναγνωρισμένης Διεθνούς Ημέρας Μετάφρασης για να δείξει την αλληλεγγύη της παγκόσμιας μεταφραστικής κοινότητας σε μια προσπάθεια να προωθήσει το μεταφραστικό επάγγελμα σε διάφορες χώρες, να προβάλει τα αιτήματα του κλάδου και να αναδείξει τις ιδιαιτερότητες και δυσκολίες του επαγγέλματος σε παγκόσμια κλίμακα. Το 2017, αναγνωρίστηκε και επισήμως με ψήφισμα της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ, καθότι η FIT ως ΜΚΟ είναι εταίρος της UNESCO. Η Παγκόσμια Ομοσπονδία Μεταφραστών έχει ως μέλη της 100 οργανώσεις από 55 χώρες, που αντιπροσωπεύουν πάνω από 80.000 επαγγελματίες μεταφραστές και διερμηνείς. Μέλη της FIT από την Ελλάδα είναι η Πανελλήνια Ένωση Μεταφραστών (ΠΕΜ), η Πανελλήνια Ένωση Επαγγελματιών Μεταφραστών Πτυχιούχων Ιονίου Πανεπιστημίου (ΠΕΕΕΜΠΙΠ) και ο Σύλλογος Διερμηνέων Συνεδρίων Ελλάδος (ΣΥΔΙΣΕ).

Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης: Μιλούν οχτώ μεταφραστές

Ρηγούλα Γεωργιάδου: «Ένας γάμος από προξενιό που μετατράπηκε ακαριαία σε σχέση παθιασμένου έρωτα». Αυτό είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό όταν με ρωτούν τι είναι για μένα η μετάφραση. Κι από κείνη τη στιγμή έχουν περάσει ήδη τριάντα ένα χρόνια (Θεούλη μου!) Βέβαια, η μετάφραση, όπως κάθε άλλο επάγγελμα, είναι πρωτίστως βιοπορισμός και μάλιστα σκληρός: δεν ξέρω κανέναν μεταφραστή που να έγινε πλούσιος —ή έστω εύπορος— αποκλειστικά και μόνο από τη μετάφραση, όσο σκληρά κι αν δουλεύει, όσο γενναία κι αν αμείβεται. Όμως είναι αδύνατο να είσαι καλός μεταφραστής αν δεν είσαι αθεράπευτα ερωτευμένος με αυτή τη διαδικασία. Μόνο βαθύς έρωτας μπορεί να σε κάνει όχι απλώς να αντέχεις αλλά και να απολαμβάνεις την αναμέτρηση με το «ξένο» κείμενο, και μέσα από την αλχημεία της σχέσης σου μαζί του να το μεταμορφώσεις —δίχως να το προδώσεις ούτε στιγμή— σε αυτό που ο αναγνώστης θα έχει την αίσθηση ότι γράφτηκε στη γλώσσα του. Αλλά και μια βαθιά επιθυμία να μετράς και διαρκώς να μεταθέτεις τα όριά σου παλεύοντας με την κούραση, με την ανάγκη για καθαρό μυαλό ό,τι κι αν συμβαίνει στη ζωή σου, με τους περισπασμούς, με την αναβλητικότητα, με τις προθεσμίες, με τα κακά κείμενα (ε, ναι, υπάρχουν κι αυτά…). Είναι ένας σκληρός έρωτας, αλλά τριάντα ένα χρόνια μετά εξακολουθεί να με συναρπάζει. (Αυτή την εποχή αναμετριέμαι με το «Upheaval: Turning Points for Nations in Crisis» του Jared Diamond επειδή έτσι θέλησαν οι Εκδόσεις Διόπτρα).

Δήμητρα Δότση: Μετάφραση σημαίνει καταρχάς ενδελεχής ανάγνωση, ταπεινότητα και σεβασμός απέναντι στον συγγραφέα, αφοσίωση, ενσυναίσθηση και αναδημιουργία. Σημαίνει να αναλογίζεσαι την ταυτότητα του άλλου, τόσο του συγγραφέα όσο και των ηρώων του, να τους ψυχαναλύεις, να τους ερμηνεύεις με όχημα τη δική σου σκευή, που φροντίζεις να εμπλουτίζεις αναλόγως σε κάθε καινούρια μεταφραστική σου αναμέτρηση. Σημαίνει να συνυπάρχεις μεταξύ δύο ή και περισσότερων κόσμων και ταυτόχρονα να ακροβατείς μεταξύ δύο γλωσσών «λέγοντας σχεδόν το ίδιο», για να θυμηθούμε τα λόγια του Έκο. Σημαίνει να αγωνιάς αν μετέφερες στο έπακρο το πνεύμα, τον ρυθμό του συγγραφέα, να ξενυχτάς, να εργάζεσαι επτά ημέρες την εβδομάδα, να πετάγεσαι μες στον ύπνο σου γιατί, ναι, επιτέλους βρήκες την πολυπόθητη λέξη που έψαχνες στα ελληνικά, να ζεις την κάθε μέρα με το μυαλό καρφωμένο στη μετάφρασή σου. Σημαίνει, επίσης, και να αγωνιάς για να επιβιώσεις, όπως κάθε ελεύθερος επαγγελματίας τα τελευταία χρόνια, ασκώντας ένα κακοπληρωμένο επάγγελμα. Το προσπερνάς, όμως, κάθε φορά που συνειδητοποιείς πόσους διαφορετικούς κόσμους κατάφερες να παντρέψεις μέσα από το δικό σου μεταφραστικό ταξίδι. (Τελευταίο βιβλίο που μετέφρασα είναι το «Φθινόπωρο» του Λούκα Ρίτσι, για τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Κυκλοφορεί στις 3 Οκτωβρίου).

Μαργαρίτα Ζαχαριάδου: Μετάφραση είναι η δουλειά που κουβαλάς μαζί σου 24 ώρες το 24ωρο. Αυτή που σε κάνει να αναφωνείς στα καλά καθούμενα, με ασυγκράτητο ενθουσιασμό «Ναι! Ναι! Αυτό!» γιατί μόλις σκέφτηκες τη λύση ενός προβλήματος που συνάντησες πριν από 167 σελίδες. (Ή πριν από πέντε βιβλία — οπότε ο ενθουσιασμός είναι σαφώς μικρότερος). Μετάφραση σημαίνει δουλειά με τις πιτζάμες και διπλές κάλτσες το χειμώνα, διάτρητο T-shirt και ξυπόλυτη το καλοκαίρι. Μετάφραση είναι ηθοποιία — «μίμησις (γραπτής) πράξεως μεγάλης και τελείας». Μετάφραση είναι κατανόηση, εμμονικό ξεκοκάλισμα του κειμένου μέχρι να βγάλεις άκρη. Μετάφραση σημαίνει πονεμένος αυχένας και τενοντίτιδα στο χέρι. Μετάφραση σημαίνει σελίδες μετρήσιμες σε χρόνο και σελίδες που δεν μετριούνται. Μετάφραση σημαίνει το βασίλειο του trivial. Μετάφραση σημαίνει ιδανική ανάγνωση. Μετάφραση σημαίνει αέναο παιχνίδι ανάμεσα στις γλώσσες. Μετάφραση σημαίνει να περπατάς πλάι στο κείμενο, ισότιμα, συντονισμένα, αλλά πάντα με την έγνοια ο αναγνώστης να σας ακολουθεί. (Αυτό τον καιρό μεταφράζω το «Κιμ» του Ράντιγιαρντ Κίπλινγκ, Κιμ για τις Εκδόσεις Άγρα).

Χριστόδουλος Λιθαρής: Για μένα, η μετάφραση είναι επικοινωνία. Γεφυρώνει κόσμους, μεταφέρει ιδέες, και προσφέρει συναντήσεις με το άλλο, το άγνωστο, καθιστώντας το γνωστό. Η συμβολή της στη διακίνηση και τη γονιμοποίηση του πνεύματος είναι ουσιώδης, ζωτικής σημασίας. Από πλευράς διαδικασίας και δουλειάς, είναι συλλογική δραστηριότητα, γιατί ο μεταφραστής δεν λειτουργεί εν κενώ: σαν έντομο παγιδευμένο σε κεχριμπάρι, εργάζεται στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής, με τη γλώσσα και τις ιδέες της και την πνευματική εξέλιξή της. Οπότε, φιλτράρει τη μετάφραση μέσα από τη λογοτεχνία, το πνεύμα και τις μεταφράσεις που έχει εσωτερικεύσει, συνειδητά ή όχι. Οι μεταφραστές γινόμαστε ο καθρέφτης μιας δημιουργικής πράξης και προσπαθούμε να πετύχουμε κάτι που φαντάζει οξύμωρο: να μιμηθούμε δημιουργικά, να αναπαράγουμε εφευρετικά. Και είναι πάντα μάρτυρας της δουλειάς μας οι στοίβες τα λεξικά στο γραφείο μας, με τα φθαρμένα εξώφυλλα και τις λεκιασμένες από τη χρήση σελίδες. (Η πιο πρόσφατη μετάφρασή μου: «Ανθολογία Επιστημονικής Φαντασίας, Πέμπτος Τόμος, 1975-2000», Εκδόσεις Εξάντας.)

Μιχάλης Μακρόπουλος: Σαν συγγραφέας έχω τη φωνή μου, και ξεκίνησα γράφοντας από μικρός τις δικές μου ιστορίες, προτού το γράψιμο γίνει επάγγελμα: του μεταφραστή. Η μετάφραση είναι ηθοποιία, εγγαστριμυθία, βάλσιμο μιας μάσκας. Το πρόσωπό μου βέβαια αχνοφαίνεται κάθε φορά πίσω απ’ το διαφορετικό προσωπείο, και η φωνή μου αναγνωρίζεται, αλλά μια μετάφρασή μου θα ήταν ολωσδιόλου αποτυχημένη, νιώθω, αν άρπαζα το κείμενο και το έφερνα στα μέτρα μου. Εγώ κι ο συγγραφέας, ερήμην του, κάνουμε ένα συμβιβασμό — θυσιάζεται αναπόφευκτα κάτι απ’ αυτόν, και σ’ αντάλλαγμα εγώ φορώ μια μάσκα που έχει την όψη του κι αλλάζω όσο μπορώ τη φωνή μου. Την περίοδο που έγραφα τη νουβέλα «Τσότσηγια», που πατά στο παραδοσιακό ελληνικό παραμύθι και χρησιμοποιεί στοιχεία της ηπειρώτικης διαλέκτου, ταυτόχρονα μετέφραζα τη «Χρυσή κούπα» του Χένρι Τζέιμς, σαν να ήμουν γλωσσικά δύο άνθρωποι – κι αλίμονο αν δεν ήμουν. Το τελευταίο βιβλίο που μετέφρασα είναι η «Θύελλα» του Ελρόι για τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, γραμμένη όλη σ’ αμερικανική αργκό, και για μήνες ολόκληρους, πολλές ώρες κάθε μέρα, ξεχνούσα τη δική μου φωνή και προσπαθούσα να βρω στα ελληνικά μια φωνή αντίστοιχη με του Ελρόι (όσο μπορεί να υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα σε δυο διαφορετικές γλώσσες). Η μετάφραση είναι πάντα μια συνομιλία, κι ένα μεγάλο σχολείο γι’ αυτόν που αγαπά τη λογοτεχνία.

Χίλντα Παπαδημητρίου: Η μετάφραση με διάλεξε, δεν τη διάλεξα εγώ — συνειδητά, εννοώ. Έχοντας καταναλώσει τόνους από βιβλία κάθε λογής, αποφάσισα (η αθώα παιδίσκη) να μεταφράσω τον «Ήχο της Πόλης», του Charlie Gillett, επειδή είναι η βίβλος του rock’n’roll. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο πιο εμβριθής αναγνώστης ενός βιβλίου είναι ο μεταφραστής του. Και όταν η τύχη το έφερε να κλείσω το δισκάδικο, δέχτηκα πρόταση για μετάφραση άλλου μουσικού βιβλίου. Το ένα βιβλίο έφερε το άλλο, κι έτσι έγινα επαγγελματίας μεταφράστρια, μια δουλειά που δεν θα την άλλαζα με καμία άλλη. Έχω την τύχη πια να μεταφράζω βιβλία που θα επέλεγα ως αναγνώστρια, και να κατοικώ για περιορισμένο χρόνο μέσα στον κόσμο διαφόρων συγγραφέων. Να επισκέπτομαι και να μαθαίνω λεπτομέρειες για διαφορετικές εποχές της ιστορίας, να ταξιδεύω σε μακρινές χώρες και πολιτισμούς. Η μετάφραση σε κάνει καλύτερο αναγνώστη, σε μυεί στα κόλπα των συγγραφέων, σου ανοίγει καινούργιους κόσμους. Είναι σκληρή δουλειά, απαιτεί αυτοπειθαρχία για να βγάζεις στοιχειωδώς τα προς το ζην. Αλλά την αγαπώ, και την κάνω με το ίδιο πάθος που την ξεκίνησα. Αλλά κι εσείς οι αναγνώστες να μας αγαπάτε εμάς τους μεταφραστές. Να μας σκέφτεστε και να εκτιμάτε τον κόπο μας. Κι αν μας ξεφύγει ένα λαθάκι, μια στο τόσο, να μη ζητάτε την κεφαλή μας επί πίνακι. Για σας (και για μας!) δουλεύουμε, για να σας φέρουμε σ’ επαφή με τους μαγικούς κόσμους της φαντασίας συγγραφέων απ’ όλο τον κόσμο. (Το βιβλίο που μεταφράζω αυτόν τον καιρό είναι το «Unquiet» της Linn Ullmann, της κόρης του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και της Λιβ Ούλμαν, για τις Εκδόσεις Μεταίχμιο).

Άννα Παπασταύρου: Η μετάφραση είναι επικοινωνία. Πολύπλευρη επικοινωνία: με τον συγγραφέα, με τον αναγνώστη, με τον εαυτό σου. Η μετάφραση δεν είναι «δουλειά», είναι επιλογή ζωής. Είναι έρωτας. Είναι τέχνη. Ή, πιο σωστά, μπορεί να γίνει τέχνη. Μιλώ, βέβαια, για τη λογοτεχνική μετάφραση. Γιατί η λογοτεχνία δεν είναι μια τέχνη σαν τις άλλες. Η Αφροδίτη της Μήλου δεν έχει ανάγκη από μεταφραστή για να είναι οικουμενική. Όποιος τη βλέπει, μπορεί να τη θαυμάσει, να την ερωτευτεί, να την ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο και να τη θυμάται σ’ όλη του τη ζωή, έχοντας επιλέξει να την προσεγγίσει ως απλός θαυμαστής, ως σχολιαστής ή κριτής της, αν έχει τις γνώσεις. Η λογοτεχνία όμως, για να γίνει οικουμενική, πρέπει να μεταφραστεί. Ο συγγραφέας, περιορισμένος στο (άλλοτε μικρό, άλλοτε ευρύ ή ευρύτατο) ομόγλωσσο κοινό του, χρειάζεται τον καλό μεταφραστή για να φτάσει το έργο του στα πέρατα του κόσμου. Ο μεταφραστής είναι ο κρίκος που συνδέει τον συγγραφέα με τον αναγνώστη και οφείλει να νιώθει το βάρος του έργου που καλείται να αποδώσει, γιατί έχει εναποτεθεί πια αποκλειστικά στους δικούς του ώμους. Κι αυτό το βάρος ποικίλλει ανάλογα με τον συγγραφέα, αλλά και με τον μεταφραστή. (Το τελευταίο βιβλίο που κυκλοφόρησε, μεταφρασμένο από μένα, είναι «Το αγρίμι», του Paolo Cognetti, από τις Εκδόσεις Πατάκη).

Βασίλης Τσαλής: Κατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε, ότι η γραφή, και η ομιλία εν γένει, είναι η μοναδική «πράξη έκφρασης» που μεταφράζεται — όλες οι άλλες «αναγιγνώσκονται» και ερμηνεύονται. Η γραφή φέρει μέσα της το σπέρμα της μετάφρασης: «το μεταφράσιμο ενός λογοτεχνικού έργου είναι χαρακτηριστικό της ουσίας του» κατά τον Walter Benjamin. Τα έργα τέχνης επιβιώνουν στην κυριολεξία «μετά θάνατον», μετά την ολοκλήρωσή τους. Ο βίος τους επιμηκύνεται μέσω των διαδοχικών αναγνώσεων και ερμηνειών, στη γλώσσα του πρωτοτύπου ή στη γλώσσα υποδοχής. Η μετάφραση συνδέει το παρελθόν με το παρόν, αλλά και διαφορετικές γλωσσικές κοινότητες και πολιτισμούς μεταξύ τους. Σύμφωνα με την άποψη του Schleiermacher, με την οποία συμφωνώ απολύτως, υπάρχουν δύο τρόποι να μεταφράσεις ένα κείμενο: ο πρώτος είναι να προσαρμόσεις τον συγγραφέα του πρωτοτύπου στους κανόνες, στη ρουτίνα της γλώσσας υποδοχής, καθιστώντας τον έτσι οικείο, και ο άλλος είναι να μείνεις πιστός στον συγγραφέα του πρωτοτύπου και να οδηγήσεις το κοινό υποδοχής προς αυτόν. Ο δικός μου τρόπος εργασίας συμπίπτει με τη δεύτερη άποψη, και η μοναδική μου φιλοδοξία και έγνοια είναι η δική μου υπόσταση, ως γράφοντος, να εξαφανίζεται και να διαλύεται στο ύφος του πρωτοτύπου. Τώρα, αν τα καταφέρνω πάντα, αυτό εξαρτάται και από την ικανότητά μου να προσεγγίσω με επάρκεια το ύφος ενός συγγραφέα, αλλά και από παράγοντες που δεν εξαρτώνται απολύτως από τη δική μου βούληση. (Είναι έτοιμες και θα κυκλοφορήσουν το φθινόπωρο δύο δικές μου μεταφράσεις: Marianne Fritz, «Η βαρύτητα των σχέσεων», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, και Franz Kafka, «Γράμμα στον πατέρα», Εκδόσεις Μεταίχμιο).​
 
Top