Το ποίημα του Ρίτσου Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο 1974 (με λατρευτική αφιέρωση στον Μακάριο)

Αυτό είναι η επεξεργασμένη έκδοση του παραπάνω ποιήματος στην αγγλική και τη επιδίδω στους συμφορουμίτες μου με κάθε επιφύλαξη:-

I

Ο sweet & bitter island, I try to voice your pain,
O island sore-oppressed, your humble servant I remain.

You are the heartbeat of the sea, a flower-laden bower;
Can double, treble savages your lovely bloom deflower?

How haplessly the sorrowing fish drift aimless in your sea,
The while the gambling infidels decide your destiny.

Courage! little daughter ours, to you a child is born,
hymn to the joy and sorrow of life, and bell on Easter morn!

II

O faintly trembling golden chord drawn taut upon the air:
A songbird trilling smiles and joy midst people everywhere.

And how they've now entwined you in a blood-bespattered skein--
Our anger sharpened in its sheath amid our grief and pain!

And, chanting the Trisagion, that figure, pure of harm,
received a spray of bullets instead of bay and palm.

And from afar he raises high the great paternal hand
to bless the blackened bread of those forced from their native land.

III

Keep vigorous the tears of grief, keep vigorous the blood
in case your heart should be beclouded by denial's flood.

This light cannot be hidden and, in its searching ray,
it tracks within the blackest night the killers' murderous way.

This light is inexhaustible, unreaped by foes' machete;
Sprinkle all the lovely dead with petal and rice confetti.

Then on the table of the Great Powers keep the fist unmoved:
For here the just man and the double-dealer will be proved.

IV

How many dead, how many naked, sorrowful, hounded out
at night together in a group in terror walk about!

O! the ground is far too small for our dead, inapt are tears for their death:
they vowed their all to the holy struggle until their final breath.

They briefly stand, and stooping thus--each but a moment lingers--
and see! pull out the bullets from their injuries with their fingers.

And, strong, they take their death by storm, once more standing tall;
and hurl themselves into the fray the very first of all!

V

O ancient island, new island, isle of the martyred dead,
on the teeth of the wild animals your eternal light has bled.

Take the oath, my brothers, in the centre of creation
that wrong at last be brought to trial, and right hold celebration.

And Glory, walking there on the ridge, amid the charred black stone,
with Freedom and Joy for company no more should walk alone.

Courage! little daughter ours, to you a child is born,
hymn to the joy and sorrow of life, and bell on Easter morn!


Note:- for some reason, the penultimate stanza comes out as above and I cannot alter it. [nickel: fixed] I also take the opportunity here to acknowledge all the help given me by this site & to my friend Bill Berg on translatum as well as help from other friends in the Wordreference forum.:)
 

nickel

Administrator
Staff member
For readers' convenience, here's the original Greek version:

Ύμνος και θρήνος για τη Κύπρο (1974)

Ι

Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο,
κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω.

Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι,
πώς σου μαδήσαν τ’ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι.

Τι θλιβερά που σεργιανάν τριγύρω σου τα ψάρια, —
κι οι αντίχριστοι να παίζουνε την τύχη σου στα ζάρια.

Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.

II

Χρυσή, λιανότρεμη χορδή, στον αέρα τεντωμένη,
χαμόγελα κελάηδαγες μέσα στην οικουμένη.

Και τώρα πώς σε τύλιξαν ματόβρεχτο κουβάρι —
η οργή μας μες στο δάκρυ μας μαχαίρι στο θηκάρι.

Κι εκείνη ή άμωμη μορφή, που εψαλμωδούσε τ’ άγια,
χιλιάδες βόλια δέχτηκεν αντίς δάφνες και βάγια.

Κι από μακριά το πατρικό, το μέγα χέρι υψώνει
και το κατάμαυρο ψωμί της προσφυγιάς σταυρώνει.

III

Το δάκρυ κράτησέ το ορθό, κράτησε ορθό και το αίμα
μη σου θολώσει την καρδιά της αρνησιάς το ρέμα.

Τούτο το φώς δεν κρύβεται, φεγγοβολάει και δείχνει
μέσα στην πιο βαθιά νυχτιά των δολοφόνων τα ίχνη.

Τούτο το φώς δεν σώνεται, σπαθί δεν το θερίζει•
ραντίστε τους ωραίους νεκρούς με ανθόφυλλα και ρύζι.

Κι απέ στεριώστε τη γροθιά στου κόσμου το τραπέζι•
δω πέρα ο δίκαιος θα κριθεί κι αυτός που κρυφοπαίζει.

IV

Πόσοι νεκροί, πόσοι γυμνοί, θλιμμένοι, αποδιωγμένοι,
αντάμα αντάμα πορπατάν τις νύχτες αγριεμένοι.

Αχ, οι νεκροί μας δε χωράν στο χώμα και στο κλάμα•
ψυχή και σώμα βάλανε στον άγιο αγώνα τάμα.

Και κοντοστέκουν μια στιγμή, κι έτσι σκυμμένοι — δες τους —
βγάζουν με τα δαχτύλια τους τα βόλια απ’ τις πληγές τους.

Κι ορθοί ξανά και δυνατοί πατάν το θάνατο τους
και στον αγώνα ρίχνονται πιο πρώτοι κι απ’ τους πρώτους.

V

Αρχαίο νησί και νέο νησί, νησί των μαρτυρίων,
το αιώνιο φώς σου μάτωσε στα δόντια των θηρίων.

Δώστε τον όρκο, αδέλφια μου, καταμεσής στην πλάση
τ’ άδικο πια να δικαστεί, το δίκιο να γιορτάσει.

Κι η Δόξα, στην ολόμαυρη που περπατούσε ράχη,
τη Λευτεριά και τη Χαρά για συντροφιά της να ‘χει.

Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.

Καρλόβασι Σάμου, 20.VIII. 74
 
Θεγξ, Νίκελ, για το ελληνικό πρωτότυπο και για τη διόρθωση της προτελευταίας στροφής του ποιήματος.
 
Top