metafrasi banner

survey = έρευνα | ερωτηματολόγιο

nickel

Administrator
Staff member
When the English-speaking world uses survey in the sense of examining people’s opinions, they may use the word with two slightly different meanings within the same context. The more general term refers to the study which records and analyses the opinions of a group of people, while the more specific term refers to the questionnaire used by the survey to record people’s answers or reactions to a number of questions or statements. People complete or fill out these surveys (questionnaires).

When we translate into Greek, we may have to switch from the one sense to the other and translate accordingly: έρευνα for “survey” when it means the whole study and ερωτηματολόγιο when it refers to the questionnaire.

Do colleagues agree?
 

SBE

¥
Δεν είμαι και τόσο σίγουρη.
Και στα ελληνικά λέμε έκανα μια έρευνα και εννοούμε συμπλήρωσα ένα ερωτηματολόγιο έρευνας.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αν είναι απαραίτητο από το συγκείμενο ή την ακρίβεια της μετάφρασης, βεβαίως και θα διευκρινιστεί ο όρος, αλλά η σχέση είναι τόσο στενή που δεν κάνει εντύπωση αν χρησιμοποιείται το υπερσύνολο «έρευνα» και για επιμέρους στοιχεία της. Άλλωστε, δεν είναι μόνο το ερωτηματολόγιο, είναι π.χ. και η ανάλυση των στοιχείων της έρευνας (= "από την έρευνα μάθαμε ότι"...)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ας αφήσω με την ευκαιρία αυτό εδώ:
  • market survey = έρευνα αγοράς
  • market research = έρευνα αγοράς
  • marketing research = έρευνα μάρκετινγκ
 

nickel

Administrator
Staff member
Και στα ελληνικά λέμε έκανα μια έρευνα και εννοούμε συμπλήρωσα ένα ερωτηματολόγιο έρευνας.

Εγώ δεν ξέρω να λέει κάποιος «έκανα μια έρευνα» και να εννοεί «απάντησα σε / συμπλήρωσα ένα ερωτηματολόγιο». Αν μου ερχόταν να το διορθώσω, θα το άφηνα μόνο με τη σημασία «έκαναν μια έρευνα» conducted a study, conducted research. Θα το διευκρίνιζα αν ήταν έρευνα αγοράς, δεν θα το άφηνα σκέτο έρευνα. Και δεν θα το άφηνα ποτέ να σημαίνει «συμπλήρωσα ερωτηματολόγιο».

"από την έρευνα μάθαμε ότι"
Ε, ναι, μια χαρά. Δεν το μάθαμε από το ερωτηματολόγιο. Εδώ το ερώτημα είναι: αφήνουμε το έρευνα να σημαίνει ερωτηματολόγιο (ένα πολύ σαφές αντικείμενο, μια πολύ σαφής διαδικασία) ή το σφάζουμε χωρίς δεύτερη κουβέντα;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Εγώ δεν ξέρω να λέει κάποιος «έκανα μια έρευνα» και να εννοεί «απάντησα σε / συμπλήρωσα ένα ερωτηματολόγιο».
Εγώ συμμετέχω συχνά σε τηλεφωνικές έρευνες, πάντως.


Εδώ το ερώτημα είναι: αφήνουμε το έρευνα να σημαίνει ερωτηματολόγιο (ένα πολύ σαφές αντικείμενο, μια πολύ σαφής διαδικασία) ή το σφάζουμε χωρίς δεύτερη κουβέντα;
Context, my dear Watson, context.
 

nickel

Administrator
Staff member
Wiktionary:
4. An examination of the opinions of a group of people.
The local council conducted a survey of its residents to help it decide whether to go ahead with the roadside waste collection service.
5. A questionnaire or similar instrument used for examining the opinions of a group of people.
I just filled out that survey on roadside waste pick-up.


Αυτό είναι το διαφορετικό context: το fill out/complete a survey. Στα αγγλικά λεξικά που έχω κοιτάξει (ODE, Macmillan, Longman, Collins) μένουν στα "conduct a survey" και κανένα λεξικό δεν έχει προσθέσει τη σημασία "questionnaire" και το "complete/fill out a survey".
 
Top