μουντζαλώνω

altan

Member
Hi!
Does "Μουντζαλώνω" come to mean other than these (λεκιάζω, λερώνω) in this case?

"Μά νά, παραβαίνω τώρα τόν όρκο μου. Η χρυσαλλίδα του Ζορμπά δεν είχε ακόμα ωριμάσει, βιάστηκα ν' ανοίξω τό σάβανο της· ντράπηκα, έσκισα ό,τι είχα μουντζαλώσει στό χαρτί και βγήκα και ξάπλωσα στην άκρα της θάλασσας." (From Report to Greco)
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Μουτζαλώνω is a colloquial synonym for μουτζουρώνω, to smudge, scrawl or doodle on a piece of paper. Türkçesi çiziktirmek olabilir. See a μουτζούρα or μουτζαλιά below:

 
Top