metafrasi banner

generalist and specialist

Έχω μια ομάδα βιολόγων που συζητάει για παθογόνα και τις ασθένειες που προκαλούν στα φυτά. Ορισμένα από αυτά τα παθογόνα εξειδικεύονται σε λίγα είδη (αλλά προκαλούν υψηλό ποσοστό θνησιμότητας) και τα αποκαλούν «specialists»· άλλα πάλι προσβάλλουν μεγαλύτερη ποικιλία φυτών αλλά είναι λιγότερο θανάσιμα, και τα αποκαλούν «generalists». Χρησιμοποιούν τις δύο αυτές λέξεις τόσο ως επίθετα (μπροστά από το pathogens) όσο και μόνες τους ως ουσιαστικά. Επιπλέον, τις χρησιμοποιούν για να αναφερθούν και στις επιφυτίες (blights) που προκαλούνται από τα αντίστοιχα παθογόνα, δηλαδή τις ασθένειες των φυτών και το κατά πόσο προσβάλλουν πολλά είδη ή λίγα.

Έχουμε κάποιον κατάλληλο όρο που να τα καλύπτει όλα αυτά, ή τουλάχιστον τα επίθετα; Απ' όσο μπορώ να δω, οι όροι χρησιμοποιούνται στη βιολογία για να αναφερθούν στην επιλεκτικότητα* της διατροφής των ζώων· specialists είναι εκείνα που περιορίζουν τη διατροφή τους σε λίγα είδη, ενώ generalists είναι τα ζώα που τρώνε πολλά διαφορετικά πράγματα. Στα ελληνικά βρίσκω διάφορους όρους για αυτό το πράγμα αλλά χωρίς να μοιάζει κάποιος να ξεχωρίζει: «πολυφάγα»/«ευρυφάγα» για το generalist, «ολιγοφάγα»/«στενοφάγα» και «μονοφάγα» για το specialist. Επιπλέον, οι αγγλικοί όροι χρησιμοποιούνται και για να χαρακτηρίσουν τα φυτά ως προς το εύρος των εκτάσεων όπου ευδοκιμούν, και στα ελληνικά αποδίδονται πάλι διαφορετικά, ως «ευρύτοπα» και «στενότοπα». Δεν είμαι σίγουρος ότι κάτι από αυτά χρησιμοποιείται για παθογόνα, ή θα ταίριαζε σε τέτοια χρήση.

Δοκίμασα και το «εξειδικευμένος», αλλά βρίσκω να χρησιμοποιείται κυρίως για ιούς υπολογιστών· οι φυσικοί ιοί δεν περιγράφονται έτσι –παρότι γίνεται λόγος για εξειδίκευση ιού-ξενιστή– υποθέτω επειδή είναι ούτως ή άλλως εξειδικευμένοι από τη φύση τους. Και να το έβαζα, όμως, δεν πολυταιριάζει μόνο του...


* «Επιλεκτικά» και «μη επιλεκτικά»; Μωρέ λες...;
 
Top