μαγείρι

What exactly does μαγείρι mean here? A meal? In slang.gr there is this entry:-
μαγείρι
Συνηθ. στον πληθ., μαγείρια. Μεταξύ τους οι μάγειροι και όσα παιδιά δουλεύουν σε εστιατόρια, φαστφουντάδικα, πιτσαρίες, σουβλατζίδικα κλπ και τους βγαίνει η παναγία για να τρώνε ζεστό φαγητάκι οι μικρομεσαιομεγαλοαστοί.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Μαγείρια ενωμένα ποτέ νικημένα.

What has the Blessed Virgin to do with 'cooking'? :confused::eek:mg:
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Μου βγαίνει η Παναγία/ο Χριστός/η πίστη: κουράζομαι ή ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ για να κάνω κάτι. Παράδειγμα, μου βγήκε η Παναγία για να την κάνω αυτή τη μετάφραση, ήταν πολύ δύσκολη.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Παναγία: [...] 6. σε ΦΡ συχνές στον καθημερινό λόγο, αλλά που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα: αλλάζω / βγάζω την Παναγία σε κπ., τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ· ΣYN ΦΡ αλλάζω τα φώτα / την πίστη. μου βγαίνει η πίστη, ταλαιπωρούμαι, ξεθεώνομαι.

With cooks, I might go for τους βγαίνει το λάδι, but then again maybe not, because they don't make only λαδερά.

βγάζω το λάδι κάποιου, ταλαιπωρώ, κουράζω, βασανίζω κπ. μου βγαίνει το λάδι, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι.

Τους βγαίνει ο πάτος / ο κώλος:

πάτος: [...] 3. πρωκτός, πισινός στις ΦΡ μου βγαίνει ο πάτος, κουράζομαι πάρα πολύ, κυρίως σωματικά, καταταλαιπωρούμαι. βγάζω τον πάτο κάποιου, τον κουράζω, τον καταταλαιπωρώ.

μου βγαίνει ο κώλος, κουράζομαι πολύ.

μαγείρια: οι μάγειροι, βοηθοί, ψήστες κ.ά. τροφοπαρασκευαστικές δυνάμεις

Ένα φανταρομαγείρι παλεύει με τον Γκοτζίλα:

 

Neikos

Member
What exactly does μαγείρι mean here? A meal?

Θησέα, αν δεν κάνω λάθος το μαγείρι είναι το ζώο που το έχουνε σφάξει για το κρέας του, για να μαγειρευτεί. Εναλλακτικές λέξεις είναι το σφαχτό, το σφαχτάρι, σφάγιο κλπ.

Στη γρα Παγώνα το συνάντησες, ε;

Θα προσπαθήσω να βρω καμιά αναφορά σε κείμενο, γιατί δεν είμαι 100% σίγουρος.
 
Thanks, Pal & 'Man. How does ψήνω fit with μαγείρι; Does it mean to 'cook flat out'?

The idioms μου βγαίνει η Παναγία κτλ. & βγάζω το λάδι κάποιου are extremely useful.
 
Sorry, Neikos, & thanksI I missed your post. You're right. I encountered the phrase in the song Η γρα Παγώνα.
 

SBE

¥
It might be easier to remember if you think:
Μου βγαίνει η πίστη= I change religion following torture, hence: I have been subjected to something arduous. Also:
Του'βγαλε την πίστη/ την Παναγία= s/he gave him a hard time.
Also please ignore φαγητάκι. The diminutive of φαγητό is φαγάκι, although the grammatically correct word φαγητάκι has appeared in the Greek language in recent years, no thanks to TV cooks and their excessive use of diminutives to describe their food, I would not use it.
 
μαγείρια: οι μάγειροι, βοηθοί, ψήστες κ.ά. τροφοπαρασκευαστικές δυνάμεις

Ένα φανταρομαγείρι παλεύει με τον Γκοτζίλα:

Ξύνεις πληγές, Δαεμάνε. Μία από τις μεγαλύτερες ενοχλήσεις για μένα στον στρατό (είχα εύκολη θητεία, φαίνεται) ήταν ότι τουλάχιστον τα μισά μαγειρεία στρατοπέδων απ' όσα επισκέφτηκα είχαν απ' έξω πινακίδα «ΜΑΓΕΙΡΙΑ». Και το διάβαζα περιπαικτικά «μαγείρια» γιατί έτσι υπέθετα ότι θα έπρεπε να προφέρεται μια τέτοια λέξη, αλλά χωρίς να γνωρίζω ότι όντως υπήρχε! Εκτός κι αν την είχα πετύχει κάπου και βρισκόταν στο υποσυνείδητό μου; Δεν ξέρω. Να όμως που τελικά οι πινακίδες ήταν σωστές, κατά μία έννοια...

Πάντως έχει ενδιαφέρον το ετυμολογικό σημείωμα του λήμματος μάγειρας στο ΛΝΕΓ:

μεσν. < αρχ. μάγειρος < *μάγερ-jος, αβεβ. ετύμου. Πρόκειται πιθ. για τεχνικό όρο της αρχαίας Μακεδονικής, ο οποίος συνδέεται με τη λ. μάχαιρα. Η λ. είχε αρχικώς τη σημ. εκείνου που σφάζει τα ζώα και τα προετοιμάζει για θυσία, χρησιμοποιήθηκε δε εκ παραλλήλου προς τη λ. δαιτρός «εκείνος που κόβει το κρέας και το μοιράζει στα τραπέζια» (< δαίομαι «μοιράζω, χωρίζω»)

Ως προς τη λέξη μαγείρι με τη σημασία «σφαχτάρι», λοιπόν, φαίνεται πως κάναμε κύκλο.
 
Thanks, SBE & Duke. I now see why the idioms μου βγαίνει η πίστη & του 'βγαλε την πίστη/την Παναγία have come about. The probable etymology of μάγειρας κτλ. Is fascinating.
 
Top