Ο μεταφραστής Νάσος Δετζώρτζης (1911-2003)

Earion

Moderator
Staff member
Από μικρό αφιέρωμα στη Νέα Εστία (τεύχ. 1863, Σεπτ. 2014) για τον Νάσο Δετζώρτζη, που όταν έφυγε τον αποχαιρέτισαν με τον τίτλο «ο άρχοντας των γραμμάτων». Θυμάται ο Μίλτος Φραγκόπουλος («Ελευθερία και γλώσσα: σημειώσεις για το έργο του Νάσου Δετζώρτζη», σ. 99-100).

Ευτυχώς έχουν μιλήσει για όλα αυτά αρκετοί συνάδελφοι και φίλοι. Διαβάζοντας κείμενα του Δετζώρτζη έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις κάτι απλό, σαν συλλογισμό ή περιγραφή, μα είναι στιγμές που μέσα στη ροή του κειμένου του κάτι αποσταθεροποιεί, όχι όμως αναγκαστικά σαν ηθελημένο τέχνασμα, την ανάγνωση, και καθιστά εκείνο που λέγεται, κατά ένα περίεργο τρόπο, ακόμη πιο οικείο. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στις μεταφράσεις, που αποτελούν το προνομιακό πεδίο για την ανάδειξη του γλωσσικού ιδιώματος του Δετζώρτζη. Συχνά η απόδοση του τίτλου ενός έργου που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι μια απλούστατη υπόθεση, δίνει την αφορμή για πολύ ενδιαφέρουσες αναζητήσεις. That time είναι ο τίτλος έργου του Μπέκετ, ο οποίος, ως γνωστόν, ήταν δίγλωσσος και έγραφε τα έργα του πότε αγγλικά και πότε γαλλικά, μεταγλωττίζοντας ο ίδιος τις περισσότερες φορές το κείμενο από τη μια γλώσσα στην άλλη. Στα γαλλικά ο τίτλος That time γίνεται Cette fois, φράση που και στις δύο γλώσσες σημαίνει απλά Εκείνη τη φορά. Ο Δετζώρτζης δεν αποδίδει τον τίτλο έτσι, αλλά επιλέγει το «Τότες που» ως μετάφραση του Cette fois/That time. Και εξηγεί:

Ο ξένος τίτλος είναι στο αγγλικό πρωτότυπο That time και στο γαλλικό Cette fois, και πράγματι σημαίνει κατά λέξιν και στις δύο γλώσσες Εκείνη τη φορά. Αυτήν όμως την απόδοση εγώ τη βρίσκω μιαν απλή σωστή κατά λέξιν μετάφραση, μετάφραση «με το λεξικό», άμοιρη από κάθε ουσιαστικήν «αλήθεια», που ποτέ δεν θα μου ’ρχότανε στο στόμα ως εισαγωγικός χρονικός προσδιορισμός αν, βυθισμένος στις αναμνήσεις μου, ήθελα να εντοπίσω μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής μου. Ξέρετε... σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις εγώ «παίζω» τις διατυπώσεις που μου έρχονται στο νου για τη μεταγραφή μιας ξένης φράσης, και όχι μόνο νοερά, αλλά και μιλητά, και πολλές φορές απάνω κάτω. [...] Αν λοιπόν σ’ ένα κλίμα σαν του Αναθυμούμενου (του προσώπου του δράματος) του Τότες που, αλλά και χωρίς αυτό, απλώς μονολογώντας, αναθυμόμουνα κι εγώ στιγμές της ζωής μου, δεν θα έλεγα ποτέ, π.χ.: «Εκείνη τη φορά που είχα πάει στη Χαλκίδα με τη φίλη μου», ή «Εκείνη τη φορά που είχα πάει στην Κέρκυρα για την κηδεία του πατέρα μου», ή «Εκείνη τη φορά που πρωτάκουσα τον Συκουτρή», ή «Εκείνη τη φορά που έπεσε στα χέρια μου η Στροφή (του Σεφέρη)». Αλλά θα έλεγα, από μέσα μου ή μιλητά: «Τότες που είχα πάει στη Χαλκίδα...», ή «Τότες που είχα πάει στην Κέρκυρα για την κηδεία του πατέρα μου», ή «Τότες που πρωτάκουσα τον Συκουτρή», ή «Τότες που έπεσε στα χέρια μου η Στροφή στα ’31».[SUP]4 [/SUP]Κατέληξα λοιπόν να προτιμήσω τον τίτλο Τότες που, θεωρώντας τη διατύπωση αυτή πολύ πιο ζωντανή, και πολύ φυσικότερη, έτσι όπως ξεπηδάει κάθε τόσο ως «ατάκα» της λογόρροιας που απομανδαλώνει η μνημονική διαδικασία.[SUP]5[/SUP]

Ο Δετζώρτζης προχωρά παραπέρα, απαντώντας το ερώτημα που ο αναγνώστης, αισθάνομαι, είναι έτοιμος να θέσει. Άλλωστε του είχε τεθεί και του ίδιου: «Γιατί τώρα το σίγμα, στο Τότες;» Και απαντά:

Γιατί έτσι θα το έλεγα εγώ. Αλλά και γιατί το Τότε που το αισθάνομαι εντελώς συμβατικό, και ταιριαστό πολύ περισσότερο σε μια νηφάλια διήγηση ενός κυρίου καθώς πρέπει προς μια συντροφιά καθώς πρέπει, ενός επιφανούς γιατρού π.χ. που θα έλεγε σ’ ένα συνέδριο: «Τότε που ανεκαλύφθη η πενικιλλίνη εγώ ήμουν επιμελητής του Τάδε», και όχι σ’ έναν ενδόμυχο αναμηρυκασμό αναμνήσεων, που επιστέφεται μάλιστα στο τέλος από τον ίδιο τον συγγραφέα με τη σκηνική οδηγία: «Χαμόγελο, κατά προτίμησιν χωρίς δόντια».[SUP]6[/SUP]


Αυτή η προσπάθεια του Δετζώρτζη να εισχωρήσει βαθιά στο κείμενο του ξένου συγγραφέα και να το καταστήσει στοιχείο της δικής του εμπειρίας, εγκαθιστώντας το μέσα στο πεδίο της γλώσσας υποδοχής, δηλαδή των ελληνικών των εγγραμμάτων της εποχής μας, γίνεται αισθητή σε κάθε του μεταφραστική κίνηση —και είναι ιδιαίτερα διδακτική.

Καμιά φορά ο δάσκαλος γίνεται αυστηρός στις επιπλήξεις του. Παράδειγμα, ένας άλλος τίτλος του Μπέκετ: Oh les baux jours. Ο τίτλος αυτός είναι, κατά τον Δετζώρτζη, εκθαμβωτικός και σπαρακτικός —αλλά και κατασπαραγμένος στις ελληνικές μεταφράσεις του.

Κατασπαραγμένος διότι μεταφράζεται, σκηνοθετείται, παίζεται, εκδίδεται, με τα εξαμβλωματικά Ευτυχισμένες μέρες, ή Ω οι ευτυχισμένες μέρες, ή Ω οι ωραίες μέρες —τελευταία μάλιστα με το συμπίλημα: Ευτυχισμένες μέρες· ω οι ωραίες μέρες (!), ενώ, φυσικά, όλ’ αυτά δεν λένε τίποτα. Η Γουίννη που ολοένα θάβεται στον τύμβο της (και όχι στο πλουμιστό κρινολίνο της) όλο και πιο βαθιά, και το ξέρει, παίζει —καμώνεται δηλαδή πως παίζει— με την οδοντόβουρτσα, την ομπρέλα της, το σάκο της κλπ. κλπ., και στην πραγματικότητα οιμώζει. (Αφήνω ότι —εδώ μια παρέκβαση— ελληνικά δεν λέμε Ω η ωραία γυναίκα, λέμε Ω τι ωραία γυναίκα, δεν λέμε Ω οι ωραίες μέρες, λέμε Ω τι ωραίες μέρες, δεν λέμε Ω η ωραία θέα, λέμε Ω τι ωραία θέα κ.ο.κ.) Οιμώζει —ανομολόγητα. Και λέει με τον τρόπο της ό,τι ο δικός μας συνταρακτικός δεκαπεντασύλλαβος: Για ιδές καιρό που διάλεξεν ο Χάρος να με πάρει! Δηλαδή —και δεν είναι υπερβολικό το ρήμα— σιωπηρά ολολύζει. Και ψελλίζει, καμουφλάροντας τον ολολυγμό της: Oh les baux jours / Αχ τι ωραία που είναι! Ή έστω: Τι ωραία που είναι! Ο γαλλικός τίτλος αυτό θα πει.[SUP]7[/SUP]

Η ενασχόληση του Δετζώρτζη με τον Μπέκετ του έδωσε, κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ένα κλειδί για τη μετάφραση αλλά και ενίσχυση στις αναζητήσεις του που είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα, ίσως, από τη συνάντησή του με το έργο του μεγάλου Ιρλανδού συγγραφέα.

Η σκέψη ότι ενδεχομένως η διπλή γραφή του Μπέκετ αποτέλεσε βοήθημα για τον Δετζώρτζη προκύπτει από την αναφορά του στις «ισόκυρες εκδοχές», την αγγλική και τη γαλλική, των έργων που γράφονται αμφότερες από τον ίδιο συγγραφέα, άλλοτε πρώτα στα αγγλικά και εν συνεχεία στα γαλλικά και αντιστρόφως. Εκεί, στην ύπαρξη των δύο πρωτοτύπων που μπορεί να παρουσιάζουν διαφορές κατά τη μεταφορά της σύλληψης του δημιουργού από γλώσσα σε γλώσσα, γίνεται αντιληπτό αλλά και ορατό θα έλεγα, ότι η μετάφραση δεν είναι μόνο μια γλωσσική υπόθεση, αλλά ταυτόχρονα, πολιτιστική και σημειωτική. Κι αυτό νομίζω κανείς δεν το είχε κατανοήσει βαθύτερα από τον Δετζώρτζη. Κι αυτό γιατί κανείς από τους μεταφραστές της εποχής μας δεν πατούσε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση μέσα στη γλώσσα μας και στην κουλτούρα μας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα τέτοιος άνθρωπος, ένα τέτοιο πνεύμα δεν βολεύεται με μια μεταγλώττιση «του λεξικού» και ότι βουτάει σε μια αναζήτηση που σε πρώτη επαφή προκαλεί απορία. Είναι δυνατόν δύο τόσο συνηθισμένες λέξεις, όπως education (εκπαίδευση, παιδεία) και européenne (ευρωπαϊκή) —ο τίτλος του βιβλίου του Romain Gary— να χρειάζονται σκέψη ως προς την απόδοσή τους; Και όμως ο Δετζώρτζης το 1947, προτείνοντας το τόσο εύστοχο Ευρωπαϊκή θητεία,[SUP]8 [/SUP]εύστοχο για εκείνο που μας λέει το βιβλίο για τα όσα πέρασε και έμαθε η Ευρώπη και οι κάτοικοι της στην αντίσταση κατά της τυραννίας στα χρόνια του πολέμου, αναδεικνύει αυτό που υπάρχει ως νόημα στον τίτλο, που εύκολα χάνεται στο ευρωπαϊκή εκπαίδευση ή ευρωπαϊκή παιδεία.




[SUP]4 [/SUP]Όλες σημαντικές προσωπικές αναμνήσεις του Νάσου Δετζώρτζη [Σ.τ.Σ.].
[SUP]5 [/SUP]Νάσος Δετζώρτζης, Συνεντεύξεις και Έρευνες, ό.π., σ. 70-71.
[SUP]6 [/SUP]Στο ίδιο, σ. 71.
[SUP]7[/SUP] Νάσος Δετζώρτζης, Πέντε κείμενα του Samuel Beckett στα ελληνικά, Γαβριηλίδης, Αθήνα 1995, σ. 13-14.
[SUP]8[/SUP] Ο Δετζώρτζης τεκμηριώνει την επιλογή του στον πρόλογο της μετάφρασης, (βλ. «Σημείωμα», στο Romain Gary, Ευρωπαϊκή θητεία, μετ. Νάσου Δετζώρτζη, Οι φίλοι του βιβλίου, Αθήνα 1947, σ. 13).



Διαβάστε και ένα σημείωμα με αναμνήσεις του Γιάννη Χάρη από τη συνεργασία του με τον Νάσο Δετζώρτζη.
 
Top