ατήραγο

Otto

New member
Καλησπέρα στην ομήγυρη...

Θέλω, σε κάτι που γράφω, να χρησιμοποιήσω ένα επίθετο που να σημαίνει ας πούμε τυφλό, αόμματο, που δεν βλέπει. Δεν θέλω όμως να χρησιμοποιήσω τις παραπάνω λέξεις. Μου ήρθε κατά νου η λέξη Ατήραγο, όμως τελικά με λύπη μου ανακάλυψα ότι μάλλον σημαίνει Απαρατήρητο. Μετά μου κατέβηκε η λέξη Άβλεπο, δυστυχώς όμως βρήκα πως κι αυτή σημαίνει και πάλι Απαρατήρητο, Άφαντο. Εδώ σε θέλω κάβουρα...

Είπα λοιπόν να αξιοποιήσω τις γνώσεις και την γλωσσική σας εμπειρία, μήπως καταφέρω να ξεκολλήσω...
Μήπως τελικά το Ατήραγο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με την ενεργητική έννοια, δηλαδή όχι μόνο "εκείνο που δεν το βλέπουν οι άλλοι", αλλά κι "εκείνο που δεν βλέπει"; Το έχετε δει ποτέ να χρησιμοποιείται έτσι;

Μήπως, αν η απάντηση στο παραπάνω είναι αρνητική, θα είχατε να κάνετε κάποιες εναλλακτικές προτάσεις;

Προσμένω στη βοήθειά σας...
 

nickel

Administrator
Staff member
Δυστυχώς, για τους ίδιους λόγους, δεν σου κάνει ούτε ο αθώρητος.

Φοβάμαι ότι έχεις μείνει με τον θεόστραβο, αλλά υποψιάζομαι ότι ψάχνεις για κάτι πιο κυριλέ. Θέλεις κάτι σαν το «ο μη ορών» — αρκεί να μην το κάνεις... όμηρος.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Υπάρχει ο ανόφθαλμος (αν και είναι κυρίως ιατρικός όρος, στην ανοφθαλμία). Επίσης, Λειψομάτης είναι ένας μονόφθαλμος λύκος στον Ασπροδόντη του Τζακ Λόντον.
 
Oύτε εγώ βρήκα τίποτα, παρόλο που κοίταξα σε διάφορα κιτάπια. Τυφλομάτης;;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ούτε κάποιο σύνθετο με κάτι στερητικό μπροστά και -ώπις (όπως η βοώπις Αθηνά).
 

Otto

New member
Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας φίλοι μου. Την προηγούμενη φορά γκρίνιαζα για τον πλούτο της Αγγλικής (μάλλον άδικα πάντως), τώρα θα πιάσω να παραπονούμαι γι' αυτόν της Ελληνικής μου φαίνεται... Τέλος πάντων, ας μην είμαι υπερβολικός και πάλι, θα αναγκαστώ να χρησιμοποιήσω κάποια απ' τις προτάσεις σας, ή να καταφύγω στην συγγραφική γλωσσοπλαστική αυθαιρεσία (δεν υπάρχει η τάδε λέξη; Τώρα την έγραψα κι υπάρχει... :D ).

Να είστε όλοι καλά...

Edit: Κι όμως, όποιος ψάχνει βρίσκει. Μόλις τώρα βρήκα στο λεξικό συνωνύμων του Πέτρου Βλαστού, το Άβλεπο ως συνώνυμο του Τυφλός κι Αόμματος. Άρα τελικά τσάμπα σας ταλαιπώρησα, απλά το συγκεκριμένο λεξικό είναι κάπως δύσχρηστο ή μάλλον δεν έχω μάθει εγώ να το χρησιμοποιώ σωστά... :)
 
Όταν δεν διευκρινίζεται το είδος του κειμένου, δηλαδή το επίπεδο γλώσσας, προχωράμε στα τυφλά... Εμένα το ατήραγος με πήγε σε λογοτεχνικό ή λογοτεχνίζον κείμενο, αν και δεν ειπώθηκε ρητά κάτι τέτοιο. Σε αυτή την περίπτωση κειμένου δεν θα υπήρχε πρόβλημα να νεολογίσουμε και κανείς να μην ξύνει το κεφάλι του. Όχι μόνο μου φαίνεται υπερβολικό να θεωρήσουμε καπαρωμένες λέξεις όπως άθωρος, άβλεπος, ανέβλεπος, σκοταδισμένος, αλλά θα μπορούσαμε να φανταστούμε και μπόλικους άλλους σχηματισμούς (σκοτόθωρος, θωρόφραχτος, ματόφραχτος, άφωτος, λειψόθωρος...), πάντα βεβαίως ανάλογα με την όλη γλώσσα και ύφος του κειμένου. Αν όμως θέλουμε ρέουσα μετάφραση του visually impaired, μιλάμε για άλλου παπά ευαγγέλιο.
 

Otto

New member
Themis έχεις δίκιο, δεν διευκρίνισα. Πράγματι πρόκειται για λογοτεχνικό κείμενο κι η άποψή μου είναι πως στ' αλήθεια σ' ένα τέτοιο context μπορεί κανείς να νεολογίσει, αρκεί να είναι "συγγραφική αδεία" κι όχι "συγγραφική αηδία"... :D Πολύ ωραίες οι λέξεις που παραθέτεις, ομολογώ ότι δεν τις έχω ξανασυναντήσει...

Λοιπόν, θα χρησιμοποιήσω το "ανέβλεπο", ευχαριστώ πολύ!
 

Earion

Moderator
Staff member
Απ' όλες τις προτάσεις του Θέμη μου άρεσαν οι λέξεις: άβλεπος, ανέβλεπος, και ακόμα περισσότερο το λειψόθωρος.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Εκτός από τα του Θέμη θεμιτότατα, επειδή μου καρφώθηκε η ιδέα να σκαλίσω, ορίστε μερικά που ξέθαψα, φύρδην μίγδην, αρχαία κυρίως, προφανώς όχι για τη χρήση που θέλει ο Otto αλλά για να βρίσκονται στο νήμα:

τυφλώψ, ἄοψ, παραβλώψ, ἄδερκτος, ἀλαός και αλαωπός [ἀλαώψ], εξόμματος [εξόφθαλμος (και γουρλομάτης), αλλά και αόμματος], άγληνος [ο στερούμενος γληνών, ματιών] και λιπόγληνος, λιπαυγής και λιποφεγγής.


Αυθόρμητα μου ήρθε ο άφεγγος (όπως τον έλεγε η γιαγιά μου), αυτός που δεν φέγγει (φέγγω = βλέπω στην κρητική), που δεν έχει το φέγγος του (το φως του), που κάποτε ως αφεγγής σήμαινε και τον τυφλό, πολύσημος όμως κι αυτός.
 

nickel

Administrator
Staff member
Edit: Κι όμως, όποιος ψάχνει βρίσκει. Μόλις τώρα βρήκα στο λεξικό συνωνύμων του Πέτρου Βλαστού, το Άβλεπο ως συνώνυμο του Τυφλός κι Αόμματος. Άρα τελικά τσάμπα σας ταλαιπώρησα, απλά το συγκεκριμένο λεξικό είναι κάπως δύσχρηστο ή μάλλον δεν έχω μάθει εγώ να το χρησιμοποιώ σωστά... :)

Εγώ δεν το κατάφερα αυτό στα Συγγενικά του Βλαστού, και σε όποιο λεξικό κοίταξα (Βλαστό, Δημητράκο, Κριαρά) το άβλεπος σήμαινε άφαντος. Όμως δεν αναφέρονταν οι πηγές, και οι χρήσεις δεν πρέπει να είναι πολλές. Από την άλλη, βρήκα χρήσεις όπου το άβλεπος πρέπει να σημαίνει τυφλός.

...εγέλασεν ο Ιησούς και είπεν: νυν καρποφορείτωσαν τα άκαρπα, νυν βλεπέτωσαν τα άβλεπα...
...με τα μάτια της ανοιχτά και άβλεπα...


Οπότε, αν το χρησιμοποιήσεις με τρόπο που κάνει σαφή τη σημασία που επιδιώκεις, όπως στα παραπάνω, νιώθεις ότι έχεις και κάποια παρέα.
 

Earion

Moderator
Staff member
Μετά τον Θέμη και τον Δαεμάνο δεν έχει περιθώριο κανείς να προσθέσει ούτε το ελάχιστο... Αλλά θα παραβώ τα όρια της σωφροσύνης και θα πω ότι θυμήθηκα τον μυθικό κατωβλέπα. Κι αν υπάρχει αυτός που βλέπει προς τα κάτω, θα υπάρχει κι αυτός που βλέπει μπροστά του μόνο σκοτάδι, ο σκοτοβλέπας!!!
:twit: :inno:
 

daeman

Administrator
Staff member
...
  • Catoblepas = Ο Κατώβλεπας = Described as a black buffalo with a hog's head, this creature's head is so heavy that it constantly hangs low to the ground. It is also believed that, like the basilisk, looking into its eyes will kill you instantly.
.....
 
Top