metafrasi banner

bezoar = μπεζοάρ, παντζέχρι, αιγαγροπίλημα

nickel

Administrator
Staff member
Η απώτερη γνωστή προέλευση της λέξης είναι περσική λέξη για το αντίδοτο, το αντιφάρμακο (pād-zahr, όπου zahr το φάρμακο). Είναι μια πέτρα —σύγκριμα τροφών, τριχών και ακαθαρσιών— στο στομάχι μηρυκαστικών, η οποία χρησιμοποιήθηκε σαν αντίδοτο για διάφορες αρρώστιες.

Οι Άγγλοι (ODE) το προφέρουν μπίζοαρ ή μπέζοαρ, και βλέπω ότι με αυτό τον τονισμό έχει αποδοθεί στον Χάρι Πότερ (στη Φιλοσοφική λίθο, σελ. 159):

Για να μαθαίνεις λοιπόν, Πότερ, ο ασφόδελος και η σκόνη του ξύλου με σαράκι κάνουν ένα υπνωτικό φίλτρο τόσο δυνατό, που είναι γνωστό με τ’ όνομα "Το φίλτρο του ζωντανού θανάτου". Το μπέζοαρ είναι μια πέτρα που υπάρχει στο στομάχι της κατσίκας και είναι ισχυρό αντίδοτο για τα περισσότερα δηλητήρια. Όσο για το μανδραγόρα και το φιδόχορτο, πρόκειται για το ίδιο φυτό, γνωστό και με το όνομα “ακονίτης”.

Άλλοι προτιμούν να το τονίζουν στη λήγουσα, μπεζοάρ, ενώ στον Δρανδάκη (που έχει πολλές λεπτομέρειες) έχουμε την παλαιότερη μεταγραφή βεζοάρ. Η ελληνική απόδοση (λήμμα στον Πάπυρο) είναι αιγαγροπίλημα.

Σε ιστοσελίδα για την ιστορία της ιατρικής:
Στη φαρμακολογία των Αράβων χρησιμοποιούνται επίσης ορυκτά και ζωικά προϊόντα. Ανάμεσα στα ζωικά, ιδιαίτερη θέση κατέχει ένα περίεργο φάρμακο, το μπεζοάρ (ελληνικά αιγαγροπίλημα), που βρίσκεται στο στομάχι των μηρυκαστικών ή στο έντερο φυτοφάγων ζώων. Πρόκειται για ένα σφαιροειδές σώμα που γίνεται από τις τρίχες που τυχαίνει να καταπιεί το ζώο, συγκολλημένες μεταξύ τους υπό την επίδραση των υγρών του πεπτικού σωλήνα. Στο μπεζοάρ αποδίδονταν θαυματουργικές ιδιότητες.
http://historymed.blogspot.gr/2008/08/blog-post_8276.html
 
Άλλα ζώα εμφανίζουν παρόμοια πιλήματα που αποτελούνται κυρίως από τρίχες και ονομάζονται trichobezoar (ή απλούστερα hairballs, «τριχοπιλήματα» στα Ελληνικά) - π.χ. στις γάτες που καταπίνουν τρίχες όταν καθαρίζονται. Παρουσιάζονται και σε ανθρώπους που πάσχουν από κάποιες ψυχιατρικές διαταραχές.
 

nickel

Administrator
Staff member
Παρουσιάζονται και σε ανθρώπους που πάσχουν από κάποιες ψυχιατρικές διαταραχές.
Με τόσες τρίχες που καταπίνουμε αμάσητες τα τελευταία χρόνια, οι περισσότεροι είμαστε σαν να πάσχουμε από ψυχικές διαταραχές. Είναι περίεργο που δεν βρίσκουμε πλήθος τριχοπιλήματα να απλώνονται σκόρπια στους δρόμους μας.
 

MAKIS

New member
Ώρα σας καλή.
Υπάρχει ακόμη το Bezoar ibex (Capra aegagrus) το αγριοκάτσικο! Ίβηξ.
Επιπλέον, η κατανάλωση πολλών λωτών, persimons diospyro, δημιουργεί βεζοάρια...και από το ζόρι ξεχνάνε τι φάγανε...
 
Παραπονιέμαι πάντως που δεν με διαβάζετε, διότι το μπεζοάρ έχει τη λαϊκή ονομασία παντζέχρι (βλ. Λέξεις που χάνονται), που είναι ακριβέστερη από το αιγαγροπίλημα, διότι αυτό το πράγμα το παράγουν όλα τα φυτοφάγα. Ο Καισάριος Δαπόντες μάλιστα λέει ότι το καλύτερο παντζέχρι το βγάζουν ο σκατζόχοιρος και το φίδι (αλλά, ασφαλώς, οι κατσίκες δίνουν περισσότερο, ευκολότερα). Το παντζέχρι έχει χρώμα πράσινο και σε παλιά κείμενα βρίσκεις και τη λ. παντζεχρένιος = πράσινος.

Ο Χάρι Πότερ δεν έχει τη γραφή bezoar αλλά bezoard, όπως και στα γαλλικά. Σε ένα παλιό γαλλικό λεξικό το λ. bezoard (ίσως θέλει μια αξάν) εξηγείται: Λίθος εντοσθίδιος χρησιμεύων ως αντιφάρμακον, κοινώς παντζέχρι.

Άκου αιγαγροπίλημα!
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Ο Χάρι Πότερ δεν έχει τη γραφή bezoar αλλά bezoard, όπως και στα γαλλικά.
Τα δικά μου αντίτυπα πάντως bezoar γράφουν, χωρίς -d.
 
Τα δικά μου αντίτυπα πάντως bezoar γράφουν, χωρίς -d.

Καλά να πάθω να γράφω από μνήμης, προφανώς μπέρδεψα τη γαλλική βερσιόν. Πράγματι, bezoar γράφουν!
 

MAKIS

New member
Στο μέγα αγγλοελληνικό λεξικό βρίσκω: Bezoar=εντερόλιθος, κοπρόλιθος. (Λαϊκ.) πανάκια.

Στο λεξικό της οξφόρδης το bezoar είναι τόσο οι κοπρόλιθοι όσο και ο αίγαγρος που ζει στην Ελλάδα μέχρι το Πακιστάν, στον οποίο αναφέρονται κυρίως οι κοπρόλιθοι.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
OED:

bezoar (ˈbiːzɔə(r), ˈbɛzəʊɑː(r))

Forms: 6 besert, bezer, 6–7 bezahar, 6–8 bezaar, bezar, 7 besohard, besar, beazar, beazer, bazar, bezor, beazoar, bezaor, boezar, 8 besaar, bezard, 7–9 -oard, -oart, 7– bezoar.

[Like mod.L. bezahar, bezaar, bezoar (bezardicum, lapis bezoarticus), Sp. bezaar, bezar, bezoar, F. bezahar, bezar, bezoar, bezoard, ad. Arab. bāzahr or bādizahr, ad. Per. pād-zahr counter-poison, antidote, bezoar stone; f. zahr poison. In 17th c. Eng., as in F. and Sp., bezahar, bezaar was reduced to two syllables, bezar, beazar, beazer (ˈbeːzər), of which the mod. pronunc. would be regularly (ˈbiːzə(r)). The spelling bezoar (for bezaär) appears to be of mod.L. origin; it has influenced the pronunciation given in dictionaries since the end of last century.]

†1. gen. A counter-poison or antidote. Obs. (In later writers taken as a fig. use of sense 2 a: hence, also, bezoar-stone.)

2. Various substances formerly held as antidotes: spec. a. A calculus or concretion found in the stomach or intestines of some animals, chiefly ruminants, formed of concentric layers of animal matter deposited round some foreign substance, which serves as a nucleus. Often called bezoar-stone. (The ordinary current sense.)

The original sort was the lapis bezoar orientale, obtained from the wild goat of Persia and various antelopes, etc.; the lapis bezoar occidentale, obtained from the lamas of Peru, was less valued; the chamois yielded German bezoar.

†b. Alleged stones or concretions of various kinds. (Usually due to ignorance of the origin of the prec.) Obs.

†c. Applied to various medicinal preparations.

†3. transf. The wild goat of Persia, the best-known source of the calculus (2 a). In later times called bezoar-goat; so bezoar antelope. Obs. (Early writers confound beazer and beaver.)

4. attrib. and Comb., as bezoard-extract, etc.


bezoardic, -artic, a. and n. (bɛzəʊˈɑːdɪk, -ˈɑːtɪk)

[ad. mod.L. bezoardicus, -articus; a. F. bezoard, bezoart, bezoar; see -ic.]

A. adj. Of the nature of, or pertaining to, bezoar; having its properties; serving as antidote.

B. n. A bezoardic drug; an antidote; a remedy.

† bezoˈardical, -tical, a. = prec. Obs.
 

Earion

Moderator
Staff member
Φλωρεντία, Via de' Fossi 6

 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Τα υπόλοιπα, από πάνω προς τα κάτω: Τριμμένο ελαφοκέρατο, (Παντζέχρι), Αίμα του δράκου και Κώνειο. Μια χαρούλα! :) :)
 

Earion

Moderator
Staff member
Παντζέχρι με ολόχρυσο συρματερό πλέγμα, από το Αυτοκρατορικό Θησαυροφυλάκιο των Αψβούργων (Βιέννη, τέλη του 15ου αιώνα).

Bezoar in filigree frame

 
Top