ανάπαλση

MAKIS

New member

Zazula

Administrator
Staff member
Τη λέξη την έχει ο Γεωργακάς:
ανάπαλση [anápalsi] η, gen αναπάλσεως, pl αναπάλσεις (L) ① rising, vibration (near-syn αναπαλμός): οι αναπάλσεις του στήθους | σου διαφεύγουν οι αναπάλσεις, οι μυριόστομες φωνές της σιγής που αναδίδονται από το κάθε σώμα; (Palaiologos) ② fig intensifying; ο Γυρισμός (του Παλαμά) .. είναι μια νέα ~ της πατριωτικής χορδής του (Chourmouzios): στο βάθος της αρχαίας σκέψης .. γίνεται αισθητή μια κάποια θρησκευτική ~, ένα ενθουσιαστικό, "διονυσιακό" στοιχείο (Papanoutsos) | ψυχικές αναπάλσεις | η μουσική δημιουργεί μια νέα λεπτότατη γλώσσα, ικανή να εκφράζει τις πιο αιθέριες αναπάλσεις της ανθρώπινης ψυχής (Papanoutsos) [fr kath ανάπαλσις ← AG (Aristotle) ἀνάπαλσις]
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν την ξέρω τη λέξη. Μια φορά εμφανίστηκε στον Αριστοτέλη, με τη σημασία της «αναπήδησης». Όσο για τις νεότερες χρήσεις, δεν είμαι βέβαιος ότι θα συνεννοούνταν εύκολα ο συγγραφέας και ο αναγνώστης ως προς την ακριβή σημασία της.
 

SBE

¥
Προσπαθώ να θυμηθώ σε ποιό μάθημα την είχα ακούσει τη λέξη, και τι τεχνικό πράγμα σήμαινε.
 

MAKIS

New member
Έχω την εντύπωση στη φυσική, όταν ένα ελατήριο πιέζεται και μετά ελευθερώνεται, τότε επανέρχεται στην φυσική του κατάσταση(;)
 
Top