συνεπαίρνω

Παρακαλώ ακούστε το συλλογισμό μου και stop me if I'm wrong.

Το ρήμα "συνεπαίρνω" έχει μεν καθιερωθεί στη δημοτική, είναι δε λάθος εννοιολογικά, αφού το ρήμα είναι επαίρω και όχι επαίρνω ή παίρνω. Δηλαδή, αν ερμηνεύσουμε κυριολεκτικά το "συνεπαίρνω", στην καλύτερη περίπτωση σημαίνει συμπαρασύρω και στη χειρότερη δεν σημαίνει τίποτα.

Αν τα λέω καλά μέχρι εδώ, θα μπορούσαμε στη δημοτική να πούμε "συνεπαίρει";
 

nickel

Administrator
Staff member
Το ρήμα ήταν, όπως λες, συνεπαίρω και σήμαινε «σηκώνω (επαίρω > έπαρση σημαίας) μαζί με κάποιον ή κάτι άλλο». Υπήρχε και η μεταφορική σημασία του «διεγείρω», π.χ. στον Ξενοφώντα το ωραιότατο: ὅ τε γὰρ οἶνος συνεπαίρει καὶ ο ἀεὶ σύνοικος ἐμοὶ ἔρως κεντρίζει.

Αργότερα ο αόριστος συνεπήρε έκανε τον κόσμο να ξεχάσει το επαίρω και φτιάχτηκε ενεστώτας σαν να ήταν του παίρνω, συνεπαίρνω. Κοντά του, νοηματικά, έχει και το συναρπάζω, άλλωστε. Το να φτιάξεις στη δημοτική τύπους όπως «συνεπαίρει» ή «συνεπηρμένος» σημαίνει ότι πας γυρεύοντας να μπεις στη στήλη της Καλλίστης.
 
Αφού ανέφερες και το συναρπάζω, ας θέσω κι άλλη μία από τις ατελείωτες και άσκοπες απορίες μου. Γιατί στη δημοτική το άρπασα και το (να) αρπάσω έγιναν άρπαξα και (να) αρπάξω, αλλά δεν έγινε το αντίστοιχο με το συνάρπασα και (να) συναρπάσω;
 
Με την ίδια λογική, γιατί έχουμε πλήττω αλλά εκπλήσσω και καταπλήσσω; Είναι καθαρά θέμα αυξημένης συντηρητικότητας στα σύνθετα* ή κάτι άλλο; Οπωσδήποτε πάντως βρίσκω ενδιαφέρουσα την εναλλαγή ττ και σσ σε πολλές λέξεις.

* Το αγαπημένο μου παράδειγμα είναι ο υαλοβάμβακας: διατηρεί τις παλαιότερες μορφές τόσο του γυαλιού όσο και του βαμβακιού.

Δεν γνωρίζω την πολιτική περί νεκραναστάσεων, πόσο μάλλον μετά από σχεδόν οκτώ χρόνια, αλλά μου φάνηκε σχετικό το θέμα και δεν βρήκα κάτι παρόμοιο αλλού.
 

daeman

Administrator
Staff member
Με την ίδια λογική, γιατί έχουμε πλήττω αλλά εκπλήσσω και καταπλήσσω; ...

Πλήττω είναι ο τύπος της αττικής διαλέκτου, όπου το πλήσσω είχε χρήση μόνο σε σύνθετα:

πλήσσω: present used by Hom. and Att. writers only in compd. ἐκπλ- (cf. πλήγνυμι); Att. πλήττω.

[ΕΤΥΜΟΛ.Το ρ. πλήσσω / πλήττω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας plā-k-/plā-g- (< *pleә[SUB]2[/SUB]-) «χτυπώ», η οποία απαντά και με άηχη ουρανική παρέκταση -κ- και με ηχηρή -γ- (για την εναλλαγή αυτή πρβλ.πήγνυμι). Ο ενεστ. πλήσσω (< *plā-k-jo) έχει σχηματιστεί από θ. με παρέκταση -κ- και μπορεί να συνδεθεί με αντίστοιχο σλαβ. ρ. με σημ. «μεμψιμοιρώ, γογγύζω», δηλ. «χτυπώ το στήθος μου από λύπη» (πρβλ. αρχ. σλαβ. plačo se) καθώς και με λιθουαν. plokis «χτύπημα». Στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας με ηχηρό ουρανικόγ- ανάγονται οι τ.:πληγή / πλᾱγᾱ, μέλλ. πληγ-ήσομαι, παρακμ. πέ-πληγ-μαι, ενώ τη συνεσταλμένη βαθμίδα plă- / ple[SUB]2[/SUB]-g εμφανίζουν ο παθ. μέλλ. και ο αόρ. β' πλᾰγ-ήσομαι, -πλᾰγ-ην και το ρήμα πλάζω* (< *πλᾰ-γ-γ-jο). Η ρίζα τού ρ. πλήσσω (pleә[SUB]2[/SUB]-) θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τη ρίζα pelā / peә[SUB]2[/SUB]- / plā- «ευρύς, απλώνω» (πρβλ. πλάξ, πλάγιος κ.λπ.), αν θεωρηθεί ότι η σημ. «απλώνω» μπορεί να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «χτυπώ κάτι ώστε να απλωθεί, να γίνει πλατύ». Στην ίδια οικογένεια με το πλήσσω / πλήττω ανήκουν και τα νεώτερα: γερμ. plagen «βασανίζω», fluchen «καταριέμαι», γαλλ. se plaindre «οικτίρω, θρηνώ», αγγλ. plague «βασανίζω» (βλ. και λ. πλάζω). Στη Νέα Ελληνική το ρ. πλήττω χρησιμοποιήθηκε, επίσης, με σημ. «αισθάνομαι ανία, βαριέμαι» (πρβλ. πληκτικός, πλήξη) ακολουθώντας ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη με αυτήν τού συνώνυμου ρ. βαρώ (πρβλ. βαριέμαι, βαρετός).

ΠΑΡ. πληγή, πλήγμα, πληκτικός, πλήκτρο(ν), πλήξη(-ις)
αρχ.
πληγμός, πληκτήρ, πλήκτωρ.

ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκπλήσσω(-ττω), επιπλήττω, καταπλήσσω(-ττω)
αρχ.
αντεκπλήσσω, αντικαταπλήσσω, αντιπλήσσω, αποπλήττω, διαπλήσσω, εμπλήττω, παραπλήττω, προεκπλήσσω, προεπιπλήσσω, προκαταπλήσσω, προπλήσσω, προσεπιπλήττω, προσκαταπλήσσω, προσπλήττω, συνεκπλήττω, υπερεκπλήσσω, υποπλήττω
νεοελλ.
αντεπιπλήττω].

http://greek_greek.enacademic.com/133396/πλήττω

Και μην ανησυχείς καθόλου για τη νεκρανάσταση. Μας αρέσει να ξαραχνιάζουμε τα νήματα όποτε βρεθεί ευκαιρία, για να μην τα τρώει η πλήξη (κι εμάς μαζί).
 
Αργότερα ο αόριστος συνεπήρε έκανε τον κόσμο να ξεχάσει το επαίρω και φτιάχτηκε ενεστώτας σαν να ήταν του παίρνω, συνεπαίρνω.

11 χρόνια με τις ίδιες απορίες είμαι. Αν φτιάχτηκε ενεστώτας σαν να ήταν του παίρνω, θα λέγαμε συμπαίρνω. Σινεπαίρνω είναι όταν παίρνω κάποιον/κάτι μαζί μου [ή μέσα] στον κινηματογράφο.
 

nickel

Administrator
Staff member
Να, με την ευκαιρία, το λήμμα από το Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας:

συνεπαίρνω «συναρπάζω. γοητεύω»
μεταπλ. τύπος τού αρχ. συνεπαίρω «υψώνω συγχρόνως - παρακινώ, παρορμώ, ξεσηκώνω» < συν- + επαίρω «υψώνω, εγείρω» < επ(ι)- αίρω (βλ.λ.). Ο ν.ελλ. τύπος συνεπαίρνω ακολουθεί τον σχηματισμό τού απλού επαίρω > (ε)παίρνω (βλ.λ.) με βάση τον αόρ. (ε)πήρα - συν-επήρα.
 
Top