metafrasi banner

gazebo

Noun, plural ga·ze·bos, ga·ze·boes.
1.a structure, as an open or latticework pavilion or summerhouse, built on a site that provides an attractive view. See images at http://www.google.co.uk/search?q=ga...3YGvBw&sqi=2&ved=0CEYQ_AUoAQ&biw=1280&bih=852

2.a small roofed structure/ marquee that is screened on all sides, used for outdoor entertaining and dining/a temporary tent, small or large, used to cook a barbecue in the UK summer of 2012(!) or to host an outdoor wedding. :(:down:

Its etymology is probably derived from the word 'gaze' [Germanic root gasato gape] & the Latin future ending of first & second conjugation verbs, sc. -abo, as in lavabo, and -ebo as above.:cool:
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
If it's a permanent structure, we call it "περίπτερο". If it's a temporary tent, I think we just call it "τέντα".

 

LostVerse

Member
Τι διαφορά έχει απ' το χαγιάτι; Το χαγιάτι είναι μόνο κολλητά σε τοιχο;
 

daeman

Administrator
Staff member
...
As Alexandra says:
περίπτερο το [períptero] Ο40 : 1. μικρό οίκημα στο πεζοδρόμιο οδού ή πλατείας που λειτουργεί ως κατάστημα πώλησης ποικίλων αντικειμένων κοινής καθημερινής χρήσης (τσιγάρων, εφημερίδων κτλ.): Άδεια περιπτέρου. 2. μεμονωμένο κτίσμα σε κήπο, κτήμα κτλ. για αναψυχή, ανάπαυση κτλ.: Kυνηγητικό ~. 3. ιδιαίτερο κτίσμα σε εμπορική έκθεση: Tα περίπτερα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. [λόγ. < ελνστ. περίπτερον `κτίσμα με κολόνες γύρω γύρω΄ σημδ. γαλλ. kiosque (δες στο κιόσκι) συν. του pavillon]

ή κιόσκι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιόσκι το [kóski] Ο44α : ελαφρά υπαίθρια στεγασμένη κατασκευή, συνήθ. ξύλινη και ανοιχτή από όλες τις πλευρές. || περίπτερο 1. [γαλλ. kiosque (στη νέα σημ.) -ι < ιταλ. chiosco < τουρκ. köşk `εξοχικό σπίτι, περίπτερο σε κήπο΄ (από τα περσ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
κιόσκιον το· κιόσκι. Μικρό μεμονωμένο κτίσμα σε ανοιχτό χώρο (αυλή, περιβόλι, ύπαιθρο), περίπτερο [<τουρκ. kösk. Ο τ. και σήμ.]

Το Gword έχει: gazebo = μπελβεντέρε, εξώστης ή κιόσκι (με ανοικτή θέα)

χαγιάτι το [xajáti] Ο44 : στη λαϊκή αρχιτεκτονική, στεγασμένο μπαλκόνι ανοιχτό ή κλειστό με τζαμαρία, που βρίσκεται στην πρόσοψη του σπιτιού και που αποτελεί προέκταση των εσωτερικών χώρων του. [τουρκ. hayat `σκεπασμένη αυλή (από τα αραβ.) -ι]
 

nickel

Administrator
Staff member
Περάστε κι από το λεξικό της κτηματαγοράς (δουλειές δεν έχουν οι κτηματομεσίτες και γράφουν λεξικά...):

gazebo: Γκαζίμπο ή Καζίμπο = Κιόσκι κήπου σαν πέργκολα, συνήθως 6γωνο ή 8γωνο (αλλά και οβάλ ή στρογγυλό) με στέγη και ανοιχτό σε όλες τις πλευρές, μεταλλικό ή ξύλινο ή και κτιστό.


Τώρα εδώ:
https://lexilogia.gr/forum/showthread.php?18641-Λεξικό-της-κτηματαγοράς&p=280796#post280796
 
Last edited:

SBE

¥
Επιβεβαιώνοντας την Αλεξάνδρα, εγώ κι οι Έλληνες φίλοι μου στην Αγγλία δεν είμαστε από σόι και δεν είχαμε τέτοια στα χωράφια μας, το λέμε τέντα όταν μιλάμε μεταξύ μας άμα είναι προσωρινή κατασκευή και περίπτερο όταν είναι μόνιμη. Απολύτως απαραίτητο αν θες να καθίσεις στον κήπο σου φέτος το καλοκαίρι.
 
Top