πάει, αλληστρατίσαμε...

Zazula

Administrator
Staff member
ΛΝΕΓ (2006), ΛΚΝ, ΛΣΓ (2004) και Κριαράς (1998) δεν λημματογραφούν το αλληστρατίζω. Μόνον ο Γεωργακάς αναφέρει:
αλληστρατίζω[alistrat'zo](1)intr take another road (syn αλλαξοδρομώ, παραστρατώ)(2)trans, fig cause one to go crazy (syn τρελαίνω)τον αλληστράτισε στο ξύλο.[fr phr άλλη στράτα](a)causing one to go crazy.
αλληστράτισμα[alistrátizma] το, deviation fr the course (syn παραστράτημα)(a)causing one to go crazy.

Το Πρωίας παραθέτει:
αλληστρατίζω και αλλοστρατίζω (ρ. αμετβ.) αλλάζω στράταν, αλλαξοδρομώ. Ουσ. αλληστράτισμα, αλλοστράτισμα (το).

Ο Δημητράκος δίνει:
* αλληστρατίζω Δ τρέπομαι άλλην από της συνήθους οδού, αλλαξοδρομώ. Ουσ. αλληστράτισμα το.
αλλοστρατίζω Δ αλλάζω στράταν, πορείαν.

Ο Βοσταντζόγλου έχει επίσης μόνο την κυριολεκτική έννοια στο λήμμα 215 ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ:
[αλλάσσω δρόμον] αλλη–, αλλο-στρατίζω

Φυσικά, τα παλαιότερα λεξικά δεν καταγράφουν καθόλου τη συνηθισμένη, πλέον (εκτός πια κι αν κάνω τόσο λάθος :eek:), μεταφορική σημασία (κυρίως στον προφορικό λόγο): "κάνω κάποιον να παραφρονήσει" (μτβ.), και κατ' επέκταση "έχω παραφρονήσει" (αμετβ.) — π.χ. βλ. εδώ.

Υπάρχουν πάρα πολλά λήμματα και υπολήμματα της Πρωίας και του Δημητράκου, τα οποία δεν περιέχονται στα σύγχρονα λεξικά — και δικαίως. Πιστεύετε όμως ότι το αλληστρατίζω και τα παράγωγά του θα έπρεπε όντως να περιλαμβάνεται σε αυτά; Ιδίως με το αλληστράτισμα να αποτελεί την κατεξοχήν μονολεκτική περιγραφή της ελληνικής κοινωνίας σήμερα; :D
 

nickel

Administrator
Staff member
Εμένα, ομολογώ, είναι φτωχά τα ελληνικά μου και δεν τη θυμάμαι τη δεύτερη σημασία από παλιά διαβάσματα. Αλλά και την πρώτη, μάλλον την έχει καταπιεί το ξεστρατίζω. Ωστόσο, δεν έχω κανένα πρόβλημα με την εύστοχη και επίκαιρη νεκρανάσταση λέξεων, ακόμα κι αν με στέλνει στα λεξικά, αρκεί να μην πρόκειται για μορμολύκειο. (Τώρα, να βάλω εισαγωγικά ή να μη βάλω...;)
 
Top