Αγγλο-ελληνικό & ελληνο-αγγλικό γλωσσάρι ελεγκτικής

Ελληνικά ελεγκτικά πρότυπα.
Συνημμένο το φύλλο 1589 της εφημερίδας της κυβέρνησης. Στη σελίδα 4 έχει ένα μικρό αλλά πολύ χρήσιμο αγγλο-ελληνικό & ελληνο-αγγλικό γλωσσάρι ελεγκτικής.
 

Attachments

  • EEP.pdf
    500.5 KB · Views: 929

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Είσαι τόσσσσσσσσσσο καλή! Για να τα βρω αυτά τότε που τα πρωτοχρειάστηκα, έψαχνα κάνα δυο μέρες σε παράλληλα σώματα :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Το ελληνοαγγλικό μέρος του. Ένας άλλος καλός κύριος θα αναρτήσει το αγγλοελληνικό.

Αβεβαιότητα = Uncertainty
Άμεσες επαληθευτικές διαδικασίες (δοκιμασίες) = Substantive procedures
Ανάδοχος ελεγκτής = Incoming auditor
Ανακρίβεια = Misstatement
Αναμενόμενο λάθος = Expected error
Ανεκτό λάθος = Tolerable error
Ανώμαλο λάθος = Anomalous error
Απάτη (απατηλές πράξεις) = Fraud
Άρνηση γνώμης = Disclaimer of opinion
Αρνητική γνώμη = Adverse opinion
Βάση δεδομένων = Database
Γενικές δικλείδες ασφαλείας μηχανογραφημένων συστημάτων = General controls in computer information systems
Γνώμη = Opinion
Δειγματοληπτικός κίνδυνος = Sampling risk
Δημόσιος τομέας = Public sector
Διαδικασίες αναλυτικής διερεύνησης = Analytical procedures
Διάδοχος ελεγκτής = Successor auditor
Διακυβέρνηση = Governance
Διαστρωμάτωση = Stratification
Διασφάλιση = Assurance
Διαφοροποιημένο πιστοποιητικό* ελέγχου = Modified auditor's report
Διεπεξεργαστικές δοκιμασίες = Walk-through test
Δικαιώματα και υποχρεώσεις = Rights and obligations
Δικλείδες ασφαλείας διαδικασιών = Control procedures
Δικλείδες ασφαλείας περιβάλλοντος = Control environment
Δικλείδες ασφαλείας προγράμματος = Programming controls
Δικλείδες διασφάλισης ποιότητας = Quality controls
Δικλείδες ελέγχου εφαρμογής = Application controls
Διοίκηση (της οικονομικής μονάδος) = Management
Δοκιμασία των δικλείδων ασφαλείας = Tests of control
Δυνατότητα ομαλής συνέχισης (της δραστηριότητας / των εργασιών) = Going concern assumption
Εγγενής κίνδυνος = Inherent risk
Ελεγκτής = Auditor
Ελεγκτική δειγματοληψία = Audit sampling
Ελεγκτική μαρτυρία = Audit evidence
Ελεγκτικός κίνδυνος = Audit risk
Ελεγκτικός οίκος = Audit firm
Έλεγχοι πρόσβασης = Access controls
Έλεγχος = Audit
Ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις = Interim financial statements
Εξωτερικός ελεγκτής = External auditor
Επάρκεια = Sufficiency
Επιβεβαίωση = Confirmation
Επιθεώρηση = Inspection
Επιμέτρηση = Measurement
Επισκόπηση = Review
Επιστολή ανάθεσης (έργου) = Engagement letter
Εσωτερικός ελεγκτής = Internal auditor
Εσωτερικός έλεγχος = Internal auditing
Εταιρική διακυβέρνηση = Corporate governance
Ετήσια έκθεση = Annual report
Εύλογη αξία = Fair value
Εύλογη διασφάλιση = Reasonable assurance
Εύρος της επισκόπησης = Scope of a review
Εύρος του ελέγχου = Scope of an audit
Ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών = Electronic data interchange
Ημερολόγιο συναλλαγών = Transaction log
Θέματα που Δεν Επηρεάζουν τη Γνώμη του Ελεγκτή = Matters That Do Not Affect the Auditor's Opinion
Θέματα που Επηρεάζουν τη Γνώμη του Ελεγκτή = Matters That Do Affect the Auditor's Opinion
Θέση (προβαλλόμενη από τη διοίκηση) = Assertion
Κατ' ευθείαν επιβεβαίωση = External confirmation
Καταλληλότητα = Appropriateness
Κατανόηση της ελεγχόμενης δραστηριότητας = Knowledge of the business
Κίνδυνος (μη) αποκάλυψης = Detection risk
Κίνδυνος δυσλειτουργίας δικλείδων ασφαλείας = Control risk
Κρατικές επιχειρήσεις = Government business enterprises
Κρυπτογράφηση = Encryption
Κύριος (προεξάρχων) ελεγκτής = Principal auditor
Λάθος = Error
Λογιστική εκτίμηση = Accounting estimate
Λογιστικό σύστημα = Accounting system
Μεταγενέστερα γεγονότα = Subsequent events
Μεταγενέστερα του ισολογισμού (οψιγενή) γεγονότα = Post balance sheet events
Μη δειγματοληπτικός κίνδυνος = Non-sampling risk
Μη συμμόρφωση = Non-compliance
Μηχανογραφημένα (ηλεκτρονικά) συστήματα πληροφόρησης = Computer information systems
Μηχανογραφημένες ελεγκτικές τεχνικές = Computer-assisted audit techniques
Μονάδα του δείγματος = Sampling unit
Οικονομικές καταστάσεις = Financial statements
Ολοκληρωμένο σώμα λογιστικών κανόνων = Comprehensive basis of accounting
Ουσιώδης αδυναμία = Material weaknesses
Ουσιώδης ανακρίβεια = Material misstatement of fact
Ουσιώδης ασυνέπεια (ανακολουθία) = Material inconsistency
Παράγραφος (-οι) έμφασης (επισήμανσης) = Emphasis of matter paragraph(s)
Παράθεση (πληροφοριών) = Presentation and disclosure (of information)
Παράσταση = Attendance
Παρατήρηση = Observation
Περιβάλλον πληροφοριακών συστημάτων (μηχανογράφησης) = Information technology environment
Περιβαλλοντολογικά θέματα = Environmental matters
Περιβαλλοντολογικός κίνδυνος = Environmental risk
Περιορισμός του εύρους (του έργου) = Limitation on scope
Περιορισμός του εύρους (του έργου) = Scope limitation
Έκθεση* ελέγχου = Audit (auditor's) report
Πληθυσμός = Population
Πληρότητα = Completeness
Πραγματογνώμων = Expert
Πραγμάτωση = Occurrence
Προβαλλόμενες στις οικονομικές καταστάσεις θέσεις = Financial statement assertions
Πρόβλεψη = Forecast
Προβολή = Projection
Πρόγραμμα ελέγχου = Audit program
Προηγούμενος ελεγκτής = Predecessor auditor
Προσυμφωνημένες ελεγκτικές διαδικασίες = Agreed-upon procedures
Προσωπικός υπολογιστής = Personal computer
Προϋπολογιστικές οικονομικές καταστάσεις = Prospective financial statements
Σημαντικότητα (ουσιαστικότητα) = Materiality
Σημαντικότητα = Significance
Στατιστική δειγματοληψία = Statistical sampling
Συγγενείς υπηρεσίες = Related services
Συγγενή πρόσωπα = Related parties
Συγκριτικά στοιχεία = Comparatives
Σύμφωνη γνώμη = Unqualified opinion
Σύμφωνη γνώμη με εξαιρέσεις = Qualified opinion
Συναλλαγές με συγγενή πρόσωπα = Related party transactions
Συνεχίζων ελεγκτής = Continuing auditor
Συνθετικό (στοιχείο) = Component
Συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις = Summarised financial statements
Συντακτικό έργο (έργο σύνταξης) = Compilation engagement
Σύστημα δικλείδων ασφαλείας (σύστημα εσωτερικού ελέγχου) = Internal control system
Σχεδιασμός = Planning
Τείχος ασφαλείας = Firewall
Τεκμηρίωση = Documentation
Τμήμα = Segment
Τοπικό δίκτυο επικοινωνίας = Local Area Network (LAN)
Τρίτος ελεγκτής = Other auditor
Ύπαρξη = Existence
Υπολογισμός = Computation
Υπόλοιπα ανοίγματος (εκ μεταφοράς) (έναρξης) = Opening balances
Φύλλα εργασίας = Working papers

* Ο όρος "πιστοποιητικό" είναι ο όρος που χρησιμοποιείται από την υφιστάμενη Ελληνική νομοθεσία. Ο όρος "πιστοποιητικό" αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποκαθίσταται με τον όρο "έκθεση".
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Και το αγγλοελληνικό:

Access controls = Έλεγχοι πρόσβασης
Accounting estimate = Λογιστική εκτίμηση
Accounting system = Λογιστικό σύστημα
Adverse opinion = Αρνητική γνώμη
Agreed-upon procedures = Προσυμφωνημένες ελεγκτικές διαδικασίες
Analytical procedures = Διαδικασίες αναλυτικής διερεύνησης
Annual report = Ετήσια έκθεση
Anomalous error = Ανώμαλο λάθος
Application controls = Δικλείδες ελέγχου εφαρμογής
Appropriateness = Καταλληλότητα
Assertion = Θέση (προβαλλόμενη από τη διοίκηση)
Assurance = Διασφάλιση
Attendance = Παράσταση
Audit = Έλεγχος
Audit (auditor's) report = Έκθεση* ελέγχου
Audit evidence = Ελεγκτική μαρτυρία
Audit firm = Ελεγκτικός οίκος
Audit program = Πρόγραμμα ελέγχου
Audit risk = Ελεγκτικός κίνδυνος
Audit sampling = Ελεγκτική δειγματοληψία
Auditor = Ελεγκτής
Comparatives = Συγκριτικά στοιχεία
Compilation engagement = Συντακτικό έργο (έργο σύνταξης)
Completeness = Πληρότητα
Component = Συνθετικό (στοιχείο)
Comprehensive basis of accounting = Ολοκληρωμένο σώμα λογιστικών κανόνων
Computation = Υπολογισμός
Computer information systems = Μηχανογραφημένα (ηλεκτρονικά) συστήματα πληροφόρησης
Computer-assisted audit techniques = Μηχανογραφημένες ελεγκτικές τεχνικές
Confirmation = Επιβεβαίωση
Continuing auditor = Συνεχίζων ελεγκτής
Control environment = Δικλείδες ασφαλείας περιβάλλοντος
Control procedures = Δικλείδες ασφαλείας διαδικασιών
Control risk = Κίνδυνος δυσλειτουργίας δικλείδων ασφαλείας
Corporate governance = Εταιρική διακυβέρνηση
Database = Βάση δεδομένων
Detection risk = Κίνδυνος (μη) αποκάλυψης
Disclaimer of opinion = Άρνηση γνώμης
Documentation = Τεκμηρίωση
Electronic data interchange = Ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών
Emphasis of matter paragraph(s) = Παράγραφος (-οι) έμφασης (επισήμανσης)
Encryption = Κρυπτογράφηση
Engagement letter = Επιστολή ανάθεσης (έργου)
Environmental matters = Περιβαλλοντολογικά θέματα
Environmental risk = Περιβαλλοντολογικός κίνδυνος
Error = Λάθος
Existence = Ύπαρξη
Expected error = Αναμενόμενο λάθος
Expert = Πραγματογνώμων
External auditor = Εξωτερικός ελεγκτής
External confirmation = Κατ' ευθείαν επιβεβαίωση
Fair value = Εύλογη αξία
Financial statement assertions = Προβαλλόμενες στις οικονομικές καταστάσεις θέσεις
Financial statements = Οικονομικές καταστάσεις
Firewall = Τείχος ασφαλείας
Forecast = Πρόβλεψη
Fraud = Απάτη (απατηλές πράξεις)
General controls in computer information systems = Γενικές δικλείδες ασφαλείας μηχανογραφημένων συστημάτων
Going concern assumption = Δυνατότητα ομαλής συνέχισης (της δραστηριότητας / των εργασιών)
Governance = Διακυβέρνηση
Government business enterprises = Κρατικές επιχειρήσεις
Incoming auditor = Ανάδοχος ελεγκτής
Information technology environment = Περιβάλλον πληροφοριακών συστημάτων (μηχανογράφησης)
Inherent risk = Εγγενής κίνδυνος
Inspection = Επιθεώρηση
Interim financial statements = Ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις
Internal auditing = Εσωτερικός έλεγχος
Internal auditor = Εσωτερικός ελεγκτής
Internal control system = Σύστημα δικλείδων ασφαλείας (σύστημα εσωτερικού ελέγχου)
Knowledge of the business = Κατανόηση της ελεγχόμενης δραστηριότητας
Limitation on scope = Περιορισμός του εύρους (του έργου)
Local Area Network (LAN) = Τοπικό δίκτυο επικοινωνίας
Management = Διοίκηση (της οικονομικής μονάδος)
Material inconsistency = Ουσιώδης ασυνέπεια (ανακολουθία)
Material misstatement of fact = Ουσιώδης ανακρίβεια
Material weaknesses = Ουσιώδης αδυναμία
Materiality = Σημαντικότητα (ουσιαστικότητα)
Matters That Do Affect the Auditor's Opinion = Θέματα που Επηρεάζουν τη Γνώμη του Ελεγκτή
Matters That Do Not Affect the Auditor's Opinion = Θέματα που Δεν Επηρεάζουν τη Γνώμη του Ελεγκτή
Measurement = Επιμέτρηση
Misstatement = Ανακρίβεια
Modified auditor's report = Διαφοροποιημένο πιστοποιητικό* ελέγχου
Non-compliance = Μη συμμόρφωση
Non-sampling risk = Μη δειγματοληπτικός κίνδυνος
Observation = Παρατήρηση
Occurrence = Πραγμάτωση
Opening balances = Υπόλοιπα ανοίγματος (εκ μεταφοράς) (έναρξης)
Opinion = Γνώμη
Other auditor = Τρίτος ελεγκτής
Personal computer = Προσωπικός υπολογιστής
Planning = Σχεδιασμός
Population = Πληθυσμός
Post balance sheet events = Μεταγενέστερα του ισολογισμού (οψιγενή) γεγονότα
Predecessor auditor = Προηγούμενος ελεγκτής
Presentation and disclosure (of information) = Παράθεση (πληροφοριών)
Principal auditor = Κύριος (προεξάρχων) ελεγκτής
Programming controls = Δικλείδες ασφαλείας προγράμματος
Projection = Προβολή
Prospective financial statements = Προϋπολογιστικές οικονομικές καταστάσεις
Public sector = Δημόσιος τομέας
Qualified opinion = Σύμφωνη γνώμη με εξαιρέσεις
Quality controls = Δικλείδες διασφάλισης ποιότητας
Reasonable assurance = Εύλογη διασφάλιση
Related parties = Συγγενή πρόσωπα
Related party transactions = Συναλλαγές με συγγενή πρόσωπα
Related services = Συγγενείς υπηρεσίες
Review = Επισκόπηση
Rights and obligations = Δικαιώματα και υποχρεώσεις
Sampling risk = Δειγματοληπτικός κίνδυνος
Sampling unit = Μονάδα του δείγματος
Scope limitation = Περιορισμός του εύρους (του έργου)
Scope of a review = Εύρος της επισκόπησης
Scope of an audit = Εύρος του ελέγχου
Segment = Τμήμα
Significance = Σημαντικότητα
Statistical sampling = Στατιστική δειγματοληψία
Stratification = Διαστρωμάτωση
Subsequent events = Μεταγενέστερα γεγονότα
Substantive procedures = Άμεσες επαληθευτικές διαδικασίες (δοκιμασίες)
Successor auditor = Διάδοχος ελεγκτής
Sufficiency = Επάρκεια
Summarised financial statements = Συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις
Tests of control = Δοκιμασία των δικλείδων ασφαλείας
Tolerable error = Ανεκτό λάθος
Transaction log = Ημερολόγιο συναλλαγών
Uncertainty = Αβεβαιότητα
Unqualified opinion = Σύμφωνη γνώμη
Walk-through test = Διεπεξεργαστικές δοκιμασίες
Working papers = Φύλλα εργασίας

(*) Ο όρος "πιστοποιητικό" είναι ο όρος που χρησιμοποιείται από την υφιστάμενη Ελληνική νομοθεσία. Ο όρος "πιστοποιητικό" απετέλεσε αντικείμενο μελέτης από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποκαθίσταται με τον όρο "έκθεση".
 
Top