Ο πύργος του Δράκουλα. Μετάφραση Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

nickel

Administrator
Staff member
Από την Ελευθεροτυπία της 31/12/2010. Προσθέτω το απόσπασμα από την έκδοση του βιβλίου του Μπραμ Στόκερ στο gutenberg.org. Μπορείτε να θαυμάσετε πόσο πολύ έχει αλλάξει η μία γλώσσα και πόσο λίγο η άλλη...

«Και αι τρεις είχον στιλπνούς λευκούς οδόντας...»
Επιμέλεια: ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

Τι σχέση θα μπορούσε να έχει ένας κοσμοκαλόγερος σαν τον Παπαδιαμάντη με την πιο σατανική ιστορία που γράφτηκε ποτέ; Σήμερα πια, θεωρείται βέβαιο: Αυτός κρυβόταν πίσω από τον ανώνυμο μεταφραστή του «Πύργου του Δράκουλα» που, τέτοιες μέρες, τον Ιανουάριο του 1903, διαφημιζόταν από το «Νέον Αστυ» ως το «περιεργότερον μυθιστόρημα όπερ εδημοσιεύθη εις ελληνικήν εφημερίδα».

Σ' αυτό το συμπέρασμα κατέληξε η φιλόλογος Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, έχοντας στη φαρέτρα της ένα πλήθος από γλωσσικά και άλλα τεκμήρια για να το ισχυριστεί.

Από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της γοτθικής λογοτεχνίας, σφραγισμένο από τον τρόμο και τη φρίκη που εμπνέουν το αλλόκοτο και η μεταφυσική, το χιλιοδιασκευασμένο έκτοτε μυθιστόρημα του Μπραμ Στόουκερ είχε δει το φως λίγα χρόνια μόλις νωρίτερα, το 1897, αποτυπώνοντας την εφιαλτική εμπειρία ενός νεαρού υπαλλήλου σε δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου, από μια επαγγελματική, όπως νομίζει, αποστολή του στο καταφύγιο του Κόμη Δράκουλα, στα Καρπάθια Ορη. Όπως, ωστόσο, φάνηκε από την αντιπαραβολή της μετάφρασης με το κείμενο του ιρλανδού συγγραφέα, ο Παπαδιαμάντης δεν είχε μεταφράσει τον «Δράκουλα» από το πρωτότυπο, αλλά από τη συντομευμένη εκδοχή που είχε δημοσιευτεί το 1901 με τη συγκατάθεση του Στόουκερ.

Η παπαδιαμαντική μετάφραση θα εκδοθεί μέσα στην χρονιά από τις εκδόσεις «Κίχλη». Ως τότε, ας αρκεστούμε σ' ένα χαρακτηριστικό της απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο Ιωνάθαν Αρκερ, έχοντας ήδη ψυχανεμιστεί ότι δεν είναι φιλοξενούμενος αλλά φυλακισμένος στον Πύργο του Δράκουλα, αποφασίζει να αγνοήσει τη νουθεσία του τελευταίου και να μην επιστρέψει στο δωμάτιό του για ν' αναπαυθεί. Τι είδους εκπλήξεις τον περιμένουν τώρα;
 

nickel

Administrator
Staff member
Later: The morning of 16 May.--God preserve my sanity, for to this I am reduced. Safety and the assurance of safety are things of the past. Whilst I live on here there is but one thing to hope for, that I may not go mad, if, indeed, I be not mad already. If I be sane, then surely it is maddening to think that of all the foul things that lurk in this hateful place the Count is the least dreadful to me, that to him alone I can look for safety, even though this be only whilst I can serve his purpose. Great God! Merciful God, let me be calm, for out of that way lies madness indeed. [I begin to get new lights on certain things which have puzzled me. Up to now I never quite knew what Shakespeare meant when he made Hamlet say, "My tablets! Quick, my tablets! 'tis meet that I put it down," etc., For now, feeling as though my own brain were unhinged or as if the shock had come which must end in its undoing, I turn to my diary for repose. The habit of entering accurately must help to soothe me.] | Βραδύτερον• πρωία της 16 Μαΐου. - Ο Θεός να φυλάξη τον νουν μου, διότι εις τούτο κατήντησα. Η ασφάλεια και η βεβαιότης της ασφαλείας είναι πράγματα περασμένα. Ενόσω ζω εδώ, έν πράγμα μόνον πρέπει να εύχωμαι: να μη τρελλαθώ, εάν εντούτοις δεν είμαι τρελλός ήδη. Εάν εχεφρονώ, τότε βεβαίως είναι τρελλόν να σκέπτωμαι ότι εξ όλων των βδελυρών πραγμάτων, τα οποία ανέρπουσιν εις το μισητόν τούτο μέρος, ο Κόμης είναι το ολιγώτερον φοβερόν εις εμέ• ότι εις αυτόν μόνον δύναμαι ν' αποβλέπω προς ασφάλειαν, και τούτο μόνον ενόσω δύναμαι να υπηρετήσω τον σκοπόν του. Μέγιστε Θεέ! Θεέ πολυεύσπλαγχνε! Δος να είμαι ατάραχος, διότι πέραν τούτου κείται η παραφροσύνη.
The Count's mysterious warning frightened me at the time. It frightens me more not when I think of it, for in the future he has a fearful hold upon me. I shall fear to doubt what he may say! | Η μυστηριώδης νουθεσία του Κόμητος μ' ετρόμαξεν εν καιρώ• τώρα με τρομάζει περισσότερον, όταν την αναλογίζωμαι, διότι εις το μέλλον αυτός έχει φοβεράν λαβήν επ' εμού. Θα φοβούμαι και ν' αμφιβάλλω εις ό,τι και να είπη!
When I had written in my diary and had fortunately replaced the book and pen in my pocket I felt sleepy. The Count's warning came into my mind, but I took pleasure in disobeying it. The sense of sleep was upon me, and with it the obstinacy which sleep brings as outrider. The soft moonlight soothed, and the wide expanse without gave a sense of freedom which refreshed me. I determined not to return tonight to the gloom-haunted rooms, but to sleep here, where, of old, ladies had sat and sung and lived sweet lives whilst their gentle breasts were sad for their menfolk away in the midst of remorseless wars. I drew a great couch out of its place near the corner, so that as I lay, I could look at the lovely view to east and south, and unthinking of and uncaring for the dust, composed myself for sleep. | Όταν είχα γράψει εις το ημερολόγιόν μου, και είχα βάλει ευτυχώς το βιβλίον και την γραφίδα εις το θυλάκιόν μου, ησθάνθην νυσταγμόν. Η νουθεσία του Κόμητος ήλθεν εις τον νουν μου, αλλ' εύρον ηδονήν εις το να παρακούσω. Η αίσθησις του ύπνου ήτο επ' εμού, και μετ' αυτής η ισχυρογνωμοσύνη, την οποίαν ο ύπνος ως προπομπόν φέρει. Το μελιχρόν της σελήνης φως εμάλασσε την καρδίαν, και η αχανής έξω έκτασις παρείχεν αίσθημα ελευθερίας, το οποίον με ανέψυχε. Απεφάσισα να μη επιστρέψω απόψε εις τους θαλάμους τους κατηφείς, αλλά να κοιμηθώ εδώ, όπου το πάλαι δέσποιναι εκάθηντο και έψαλλον και έζων αβράν ζωήν, ενώ τα ευγενή στέρνα των ήσαν τεθλιμμένα, διότι οι άρρενες οικείοι των έλειπον εις τους απηνείς πολέμους. Έσυρα μέγα ανάκλιντρον από την θέσιν του παρά την γωνίαν, ώστε πλαγιασμένος να βλέπω την ωραίαν θέαν προς ανατολάς και μεσημβρίαν, και χωρίς να με μέλη διά την σκόνην, διετέθην προς ύπνον.
I suppose I must have fallen asleep. I hope so, but I fear, for all that followed was startlingly real, so real that now sitting here in the broad, full sunlight of the morning, I cannot in the least believe that it was all sleep. | Υποθέτω ότι απεκοιμήθην• ελπίζω τούτο, πλην φοβούμαι, διότι παν ό,τι επηκολούθησεν ήτο εκπάγλως πραγματικόν - τόσον πραγματικόν, ώστε τώρα, καθήμενος εδώ εις τον ήλιον της πρωίας δεν δύναμαι το παράπαν να πιστεύσω ότι όλα ήσαν καθ' ύπνους.
I was not alone. The room was the same, unchanged in any way since I came into it. I could see along the floor, in the brilliant moonlight, my own footsteps marked where I had disturbed the long accumulation of dust. In the moonlight opposite me were three young women, ladies by their dress and manner. I thought at the time that I must be dreaming when I saw them, they threw no shadow on the floor. | Δεν ήμην μόνος. Ο θάλαμος ήτο ο ίδιος αμετάβλητος καθ' όλα αφότου εισήλθα• έβλεπα κατά μήκος του δαπέδου, εις το λαμπρόν σεληνόφως, τα ίχνη των ιδίων βημάτων μου αποτυπωμένα, όπου είχα διαταράξει την μακροχρόνιον επισώρευσιν της σκόνης. Εις το φως της σελήνης αντικρύ μου ήσαν τρεις νεαραί γυναίκες, κυρίαι εκ της ενδυμασίας και του τρόπου των. Εσκέφθην την ώραν εκείνην ότι πρέπει να ωνειρευόμην, όταν τας είδα, διότι, καίτοι το σεληνόφως ήτο όπισθέν των, δεν έρριπτον σκιάν επί του δαπέδου.
They came close to me, and looked at me for some time, and then whispered together. Two were dark, and had high aquiline noses, like the Count, and great dark, piercing eyes, that seemed to be almost red when contrasted with the pale yellow moon. The other was fair, as fair as can be, with great masses of golden hair and eyes like pale sapphires. I seemed somehow to know her face, and to know it in connection with some dreamy fear, but I could not recollect at the moment how or where. All three had brilliant white teeth that shone like pearls against the ruby of their voluptuous lips. There was something about them that made me uneasy, some longing and at the same time some deadly fear. I felt in my heart a wicked, burning desire that they would kiss me with those red lips. [It is not good to note this down, lest some day it should meet Mina's eyes and cause her pain, but it is the truth.] They whispered together, and then they all three laughed, such a silvery, musical laugh, but as hard as though the sound never could have come through the softness of human lips. It was like the intolerable, tingling sweetness of waterglasses when played on by a cunning hand. The fair girl shook her head coquettishly, and the other two urged her on. One said, "Go on! You are first, and we shall follow. Yours is the right to begin." The other added, "He is young and strong. There are kisses for us all." | Ήλθαν πλησίον μου και μ' εκοίταξαν επί τινας στιγμάς και είτα ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των. Δύο ήσαν μελαχροιναί και είχον υψηλάς γρυπάς ρίνας, όπως ο Κόμης, και μεγάλους, βαθείς, διαπεραστικούς οφθαλμούς, οι οποίοι εφαίνοντο να είναι σχεδόν ερυθροί εν συγκρίσει προς την ωχράν λευκήν σελήνην. Η άλλη ήτο ξανθή, ξανθοτάτη, με μεγάλους μεταξοειδείς βοστρύχους χρυσής κόμης και όμματα ως σαπφείρους ωχρούς. Και αι τρεις είχον στιλπνούς λευκούς οδόντας, οίτινες έφεγγον ως μαργαρίται επάνω εις το ρουβίνιον των ηδυπαθών χειλέων των. Είχον κάτι τι επάνω των, το οποίον με έκαμεν ανήσυχον• ένα πόθον και συγχρόνως ένα θανάσιμον φόβον. Ησθάνθην εν τη καρδία μου πονηράν, καίουσαν επιθυμίαν όπως με φιλήσουν μ' εκείνα τα κόκκινα χείλη. Εψιθύρισαν ομού, είτα και αι τρεις εγέλασαν — τόσον αργυρόηχον, μουσικόν γέλωτα, αλλά και τόσον σκληρόν, ως εάν ο ήχος ουδέποτε ηδύνατο να προέλθη εκ της μαλακότητος ανθρωπίνων χειλέων. Ήτο όμοιος με την αφόρητον, την κωδωνίζουσαν κλαγγήν ποτηρίων όταν δι' επιδεξίας χειρός συγκρούωνται. Η ξανθή έσεισε φιλαρέσκως την κεφαλήν της και αι άλλαι δύο την παρώτρυνον. Η μία είπεν: — Υπαγε! Είσαι πρώτη κ' εμείς θ' ακολουθήσωμεν• δικαίωμά σου είναι ν' αρχίσης. Η άλλη προσέθηκεν: — Είναι νέος και δυνατός• υπάρχουν φιλήματα δι' όλας μας.
I lay quiet, looking out from under my eyelashes in an agony of delightful anticipation. The fair girl advanced and bent over me till I could feel the movement of her breath upon me. Sweet it was in one sense, honey-sweet, and sent the same tingling through the nerves as her voice, but with a bitter underlying the sweet, a bitter offensiveness, as one smells in blood. | Εγώ κατεκείμην ήσυχος, ρίπτων βλέμματα υπό τας βλεφαρίδας μου, εν αγωνία ηδονής και προσδοκίας. Η ξανθή επροχώρησε και έκυψεν επάνω μου, εωσότου ησθάνθην την κίνησιν της πνοής της επ' εμού. Γλυκύ ήτο κατά μίαν έννοιαν, ως μέλι γλυκύ, και μετεβίβαζε τον αυτόν κωδωνισμόν εις τα νεύρα όπως η φωνή της, αλλά μετά πικράς υποστάθμης το γλυκύ, μετά πικράς προσβολής, ως όταν οσφραίνεταί τις αίμα.
I was afraid to raise my eyelids, but looked out and saw perfectly under the lashes. The girl went on her knees, and bent over me, simply gloating. There was a deliberate voluptuousness which was both thrilling and repulsive, and as she arched her neck she actually licked her lips like an animal, till I could see in the moonlight the moisture shining on the scarlet lips and on the red tongue as it lapped the white sharp teeth. Lower and lower went her head as the lips went below the range of my mouth and chin and seemed to fasten on my throat. Then she paused, and I could hear the churning sound of her tongue as it licked her teeth and lips, and I could feel the hot breath on my neck. Then the skin of my throat began to tingle as one's flesh does when the hand that is to tickle it approaches nearer, nearer. I could feel the soft, shivering touch of the lips on the super sensitive skin of my throat, and the hard dents of two sharp teeth, just touching and pausing there. I closed my eyes in languorous ecstasy and waited, waited with beating heart. | Εφοβούμην να υψώσω τα βλέφαρά μου, πλην εκοίταζα κ' έβλεπα εντελώς υπό τας βλεφαρίδας. Η ξανθή κόρη εγονάτισε και έκυψεν επ' εμού, εμπαθώς κοιτάζουσά με. Ενυπήρχε μία εσκεμμένη ηδυπάθεια, ήτις ήτο άμα ριγηλή και απεχθής, και καθώς έκαμπτε τον λαιμόν της πράγματι έλειχεν ως θηρίον τα χείλη της, εις τρόπον ώστε ημπόρεσα να ίδω εις το σεληνόφως την υγρότητα στίλβουσαν επί των πορφυρών χειλέων και της ερυθράς γλώσσης, καθώς προέκυπτε διά των λευκών αιχμηρών οδόντων. Χαμηλότερα ολονέν κατήρχετο η κεφαλή της, καθώς τα χείλη ήρχοντο κάτω του επιπέδου του στόματος και του πώγωνός μου, κ' εφαίνοντο έτοιμα να ριφθώσι κατά του λαιμού μου. Τότε εστάθη, κ' ηδυνάμην ν' ακούω τον λείον ήχον της γλώσσης της, καθώς έλειχε τους οδόντας της και τα χείλη, και ησθανόμην επί του λαιμού μου την θερμήν πνοήν. Τότε η επιδερμίς του πώγωνός μου ήρχισε ν' ανατριχιάζη, όπως ανατριχιάζει η σαρξ όταν η χειρ ήτις θα την ψαύση επί μάλλον και μάλλον προσεγγίζη. Ηδυνήθην να αισθανθώ την μαλακήν, ριγηλήν επαφήν των χειλέων επί του ευαισθήτου δέρματος του λαιμού μου και τα σκληρά ούλα δύο αιχμηρών οδόντων, τα οποία έψαυσαν κολλώντα εκεί. Έκλεισα τα όμματα εις ναρκώδη έκστασιν κ' έμεινα — έμεινα με πάλλουσαν καρδίαν.
But at that instant, another sensation swept through me as quick as lightning. I was conscious of the presence of the Count, and of his being as if lapped in a storm of fury. As my eyes opened involuntarily I saw his strong hand grasp the slender neck of the fair woman and with giant's power draw it back, the blue eyes transformed with fury, the white teeth champing with rage, and the fair cheeks blazing red with passion. But the Count! Never did I imagine such wrath and fury, even to the demons of the pit. His eyes were positively blazing. The red light in them was lurid, as if the flames of hell fire blazed behind them. His face was deathly pale, and the lines of it were hard like drawn wires. The thick eyebrows that met over the nose now seemed like a heaving bar of white-hot metal. | Αλλά την στιγμήν εκείνην μία άλλη αίσθησις επήλθεν επ' εμέ ως αστραπή ταχεία. Ενόησα την παρουσίαν του Κόμητος και ότι ούτος συνείχετο ως εν τρικυμία οργής. Καθώς οι οφθαλμοί μου ηνοίχθησαν ακουσίως, είδα την στιβαράν χείρα του να δράττη τον λεπτόν λαιμόν της ξανθής και με ρώμην γίγαντος να τον σύρη οπίσω, τα γαλανά όμματα να μεταμορφούνται εξ οργής, τους λευκούς οδόντας να τρίζουν εκ λύσσης και τας ξανθάς παρειάς να φλέγωσιν ερυθραί εκ πάθους. Πλην ο Κόμης!... Ποτέ δεν εφανταζόμην τοιαύτην οργήν και μανίαν, ούτε εις τους δαίμονας της κολάσεως. Οι οφθαλμοί του εφλογοβόλουν πράγματι. Το ερυθρόν φως τούτων αντηύγαζεν, ως εάν αι φλόγες του πυρός της γεέννης έκαιον όπισθέν των. Η όψις του ήτο θανασίμως ωχρά και αι γραμμαί ταύτης ήσαν σκληραί ως κλωσμένα σύρματα• αι παχείαι οφρύες, αίτινες συνηντώντο άνω της ρινός, τώρα εφαίνοντο ως οριζοντία ράβδος πεπυρακτωμένου μετάλλου.
With a fierce sweep of his arm, he hurled the woman from him, and then motioned to the others, as though he were beating them back. It was the same imperious gesture that I had seen used to the wolves. In a voice which, though low and almost in a whisper seemed to cut through the air and then ring in the room he said, | Με άγριον κίνημα της χειρός του απεμάκρυνε την γυναίκα απ' αυτού και είτα εστράφη προς τας άλλας, ως να τας απώθει οπίσω. Ητο η επιτακτική χειρονομία, της οποίας είχον ιδή να γίνεται χρήσις προς τους λύκους. Με φωνήν, ήτις καίτοι χθαμαλή και σχεδόν ψίθυρος, εφαίνετο να κόπτη τον αέρα και είτα να περιηχή όλον τον θάλαμον, είπε:
"How dare you touch him, any of you? How dare you cast eyes on him when I had forbidden it? Back, I tell you all! This man belongs to me! Beware how you meddle with him, or you'll have to deal with me." | — Πώς τολμάτε να τον θίξετε καμμία από σας; Πώς τολμάτε να ρίπτετε βλέμμα επάνω του, αφού εγώ το είχα απαγορεύσει; Οπίσω, σας λέγω όλας! Ο άνθρωπος ούτος ανήκει εις εμέ! Φυλαχθήτε ν' αναμιχθήτε μαζί του• αλλέως θα έχετε μαζί μου να κάμετε.
The fair girl, with a laugh of ribald coquetry, turned to answer him. "You yourself never loved. You never love!" On this the other women joined, and such a mirthless, hard, soulless laughter rang through the room that it almost made me faint to hear. It seemed like the pleasure of fiends. Then the Count turned, after looking at my face attentively, and said in a soft whisper, "Yes, I too can love. You yourselves can tell it from the past. Is it not so? Well, now I promise you that when I am done with him you shall kiss him at your will. Now go! Go! I must awaken him, for there is work to be done." | Η ξανθή, με γέλωτα ακολάστου φιλαρεσκείας, τω απήντησε: — Συ ποτέ δεν αγάπησες• ποτέ δεν αγαπάς! Εις τούτο αι δύο άλλαι γυναίκες ηνώθησαν, και τοιούτος άχαρις, σκληρός, άστοργος γέλως ήχησεν ανά τον θάλαμον, ώστε σχεδόν μ' έκαμε να λιποθυμήσω ακούων• ωμοίαζε με αγαλλίασιν δαιμόνων. Τότε ο Κόμης εστράφη, αφού ενέβλεψεν εις το πρόσωπόν μου προσεκτικώς, και είπε με μαλακόν ψίθυρον: — Ναι κ' εγώ δύναμαι ν' αγαπώ• σεις αι ίδιαι μπορείτε να 'πήτε αυτό από το παρελθόν. Δεν είν' έτσι; Λοιπόν, σας υπόσχομαι, όταν τον ξεκάμω να τον φιλήσετε όσον θέλετε. Τώρα πηγαίνετε! πηγαίνετε! Πρέπει να τον εξυπνίσω, διότι υπάρχει εργασία να γίνη.
"Are we to have nothing tonight?" said one of them, with a low laugh, as she pointed to the bag which he had thrown upon the floor, and which moved as though there were some living thing within it. For answer he nodded his head. One of the women jumped forward and opened it. If my ears did not deceive me there was a gasp and a low wail, as of a half smothered child. The women closed round, whilst I was aghast with horror. But as I looked, they disappeared, and with them the dreadful bag. There was no door near them, and they could not have passed me without my noticing. They simply seemed to fade into the rays of the moonlight and pass out through the window, for I could see outside the dim, shadowy forms for a moment before they entirely faded away. | —Δεν θα έχωμεν τίποτε απόψε; είπε μία τούτων με βραχύν γέλωτα. Και έδειξε προς ένα σάκκον, τον οποίον εκείνος είχε ρίψει επί του δαπέδου και ο οποίος εκινείτο ως να υπήρχε ζωντανόν πλάσμα μέσα του. Εις απάντησιν εκείνος ένευσε με την κεφαλήν. Μία των γυναικών έτρεξεν εμπρός και ήνοιξε τον σάκκον. Εάν τα ώτα μου δεν με ηπάτησαν, υπήρχεν εκεί ασθματική πνοή και χαμηλόν κλαύμα, ως μισοπνιγμένου νηπίου. Αι γυναίκες ώρμησαν τριγύρω, ενώ εγώ ήμην εμβρόντητος από φρίκην. Αλλά, καθώς εκοίταζα, έγιναν άφαντοι και μετ' αυτών ο φοβερός σάκκος. Δεν υπήρχε θύρα πλησίον των και δεν ηδύναντο να διέλθωσι χωρίς να τας παρατηρήσω. Εφάνησαν απλώς ότι εξέλιπον εις τας ακτίνας της σελήνης και εξήλθον διά του παραθύρου, διότι ηδυνήθην να ίδω έξω τας αμυδράς σκιώδεις μορφάς επί τινα στιγμήν πριν ολοσχερώς εκλίπωσι.
Then the horror overcame me, and I sank down unconscious. | Τότε η φρίκη με κατεκυρίευσε και κατέπεσα αναίσθητος.
 
Top