Elsa
¥
Θέλω να περιγράψω το κείμενο της εικόνας:
http://www.imagehosting.gr/upload4/images.php/i37167_mirrored.jpg (Problem)
και έχω μπερδευτεί με τις έννοιες, είναι έτσι;
κατοπτρικός : ο αναφερόμενος σε κάτοπτρο ή αυτός που αποτελείται από κάτοπτρα (~ φακός, ~ σωλήνας), αγγλικά: catoptric
αντικατοπτρικός : ο αντεστραμμένος όπως μέσα σε κάτοπτρο
Είχαμε κάνει μια παρόμοια συζήτηση αλλού, αλλά το ερώτημα τότε ήταν μεταφραστικό όχι σημασιολογικό.
Υπάρχει η λέξη αντικατοπτρικός ή το σωστό είναι εναντιόμορφος;
(Στο Magenta για την φράση mirror image δίνει εναντιόμορφο είδωλο).
Ο Τριανταφυλλίδης δίνει:
κατοπτρικός -ή -ό [katoptrikós] E1 : (φυσ.) 1. που αναφέρεται στο κάτοπτρο: Κατοπτρικά όργανα. Κατοπτρική μέτρηση. Κατοπτρικό τηλεσκόπιο. || (ως ουσ.) η κατοπτρική, κλάδος της οπτικής που μελετά τα φαινόμενα της ανακλάσεως του φωτός επάνω σε λείες και στιλπνές επιφάνειες.
2. που είναι όμοιος με κπ. άλλο, αλλά έχει την αντίθετη διάταξη, όπως θα εικονιζόταν μέσα σε έναν καθρέφτη: Κατοπτρική εικόνα. Το δεξί χέρι είναι η κατοπτρική εικόνα του αριστερού. [λόγ. < ελνστ. κατοπτρικός]
και
εναντιόμορφος -η -ο [enandiómorfos] E5 : για αντικείμενα, σχήματα, παραστάσεις κτλ. που το ένα αποτελεί την κατοπτρική εικόνα του άλλου. [λόγ. < γερμ. enantiomorph < αρχ. ἐναντίο(ς) + μορφ(ή) -ος]
ενώ, δεν έχει την λέξη αντικατοπτρικός.
http://www.imagehosting.gr/upload4/images.php/i37167_mirrored.jpg (Problem)
και έχω μπερδευτεί με τις έννοιες, είναι έτσι;
κατοπτρικός : ο αναφερόμενος σε κάτοπτρο ή αυτός που αποτελείται από κάτοπτρα (~ φακός, ~ σωλήνας), αγγλικά: catoptric
αντικατοπτρικός : ο αντεστραμμένος όπως μέσα σε κάτοπτρο
Είχαμε κάνει μια παρόμοια συζήτηση αλλού, αλλά το ερώτημα τότε ήταν μεταφραστικό όχι σημασιολογικό.
Υπάρχει η λέξη αντικατοπτρικός ή το σωστό είναι εναντιόμορφος;
(Στο Magenta για την φράση mirror image δίνει εναντιόμορφο είδωλο).
Ο Τριανταφυλλίδης δίνει:
κατοπτρικός -ή -ό [katoptrikós] E1 : (φυσ.) 1. που αναφέρεται στο κάτοπτρο: Κατοπτρικά όργανα. Κατοπτρική μέτρηση. Κατοπτρικό τηλεσκόπιο. || (ως ουσ.) η κατοπτρική, κλάδος της οπτικής που μελετά τα φαινόμενα της ανακλάσεως του φωτός επάνω σε λείες και στιλπνές επιφάνειες.
2. που είναι όμοιος με κπ. άλλο, αλλά έχει την αντίθετη διάταξη, όπως θα εικονιζόταν μέσα σε έναν καθρέφτη: Κατοπτρική εικόνα. Το δεξί χέρι είναι η κατοπτρική εικόνα του αριστερού. [λόγ. < ελνστ. κατοπτρικός]
και
εναντιόμορφος -η -ο [enandiómorfos] E5 : για αντικείμενα, σχήματα, παραστάσεις κτλ. που το ένα αποτελεί την κατοπτρική εικόνα του άλλου. [λόγ. < γερμ. enantiomorph < αρχ. ἐναντίο(ς) + μορφ(ή) -ος]
ενώ, δεν έχει την λέξη αντικατοπτρικός.
Last edited by a moderator: