Γλωσσάρι συνταξιοδοτικών συστημάτων

Το βρήκα χρήσιμο, όχι μόνο για τις αποδόσεις των όρων αλλά και για τη σαφήνεια της εξήγησής τους. Ας επωφεληθούμε όσο υπάρχουν ακόμα τέτοια συστήματα. Εγώ απλώς πήρα τα γλωσσάρια του αγγλικού και του ελληνικού κειμένου και αντιστοίχισα τους όρους, χωρίς να αγγίξω απολύτως τίποτα (αν και θα χρειαζόντουσαν 2-3 μικροβελτιώσεις). Στο doc μου το έχω σε μορφή πίνακα, αλλά εδώ δεν έχω μάθει την πινακοποιία, οπότε παραθέτω ένα κατεβατό με διακριτά ζεύγη όρων. Αγνοώ αν έπρεπε να το βάλω στον Οβολώνα ή στο Tools of the Trade, γιατί δεν έχω καταλάβει ακριβώς πού σταματάει το ένα και αρχίζει το άλλο. Ας επιληφθούν οι αδμινιστρατομοδεράτορες.

Γλωσσάριο συνταξιοδοτικών συστημάτων
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πράσινη Βίβλος για επαρκή, βιώσιμα και ασφαλή ευρωπαϊκά συνταξιοδοτικά συστήματα (Green Paper towards adequate, sustainable and safe European pension systems) – COM(2010)365 τελικό
 
Accumulation phase – Period during which contributions are made and invested in a defined contribution scheme. (See also: Defined contribution (DC) schemes).
Φάση συσσώρευσης – Περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας καταβάλλονται και επενδύονται εισφορές σε σύστημα καθορισμένων εισφορών. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων εισφορών).

Accrual rate – Rate at which future pension benefits are built up. It is used in defined benefit schemes and based on the formula linked to the scheme. For example, a pension accrual rate could be 1.5% of final pensionable salary for each year of pensionable service (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Συντελεστής συσσώρευσης – Συντελεστής με τον οποίο θεμελιώνονται οι μελλοντικές συνταξιοδοτικές παροχές. Χρησιμοποιείται στα συστήματα καθορισμένων παροχών και βασίζεται στον τύπο που προβλέπεται στο σύστημα. Για παράδειγμα, ένας συνταξιοδοτικός συντελεστής συσσώρευσης θα μπορούσε να είναι 1,5% του τελικού συντάξιμου μισθού για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).

Annuity – A financial contract, sold by a life insurance company for example, that guarantees a fixed or variable payment of income benefit (monthly, quarterly, half-yearly, or yearly) for the life of a person(s) (the annuitant) or for a specified period of time. It differs from a life insurance contract which provides an income to the beneficiary after the death of the insured. An annuity may be bought on instalments or by paying a single lump sum. Benefits may start immediately or at a pre-defined time in the future or at a specific age. An annuity is one way of securing a regular retirement income for individuals who have saved in a defined contribution scheme. (See also: Defined contribution (DC) schemes).
Πρόσοδος (ράντα) – Χρηματοοικονομική σύμβαση, που πωλείται π.χ. από μια ασφαλιστική εταιρεία ασφαλειών ζωής και η οποία εγγυάται τη σταθερή ή μεταβλητή καταβολή ενός εισοδήματος (σε μηνιαία, τριμηνιαία, εξαμηνιαία ή ετήσια βάση) είτε καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής ενός ατόμου (του εισοδηματία) είτε για καθορισμένη χρονική περίοδο. Διαφέρει από τη σύμβαση ασφάλειας ζωής, που παρέχει ένα εισόδημα στον δικαιούχο μετά τον θάνατο του ασφαλισμένου. Η πρόσοδος μπορεί να αγοραστεί με δόσεις ή με την πληρωμή ενός ποσού κατ’ αποκοπή. Η καταβολή των παροχών μπορεί να αρχίσει αμέσως ή σε προκαθορισμένο χρόνο στο μέλλον ή σε μια συγκεκριμένη ηλικία. Η πρόσοδος είναι ένας τρόπος με τον οποίο τα άτομα που έχουν αποταμιεύσει σε σύστημα καθορισμένων εισφορών μπορούν να εξασφαλίσουν ένα τακτικό συνταξιοδοτικό εισόδημα. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων εισφορών).

Automatic (or auto-) enrolment – Generally refers to employees being members of their employer's pension scheme as a default choice, with the possibility of opting out on request.
Αυτόματη ένταξη – Γενικά, ο όρος αυτός αναφέρεται στους μισθωτούς που εντάσσονται αυτόματα στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εργοδότη τους, με δυνατότητα να αποχωρήσουν, αν το ζητήσουν.

Automatic adjustment mechanisms – Generally refers means of adjusting benefits, rights and/or contribution levels to changing circumstances, e.g. economic conditions, financial market returns or longevity assumptions.
Αυτόματοι μηχανισμοί προσαρμογής – Γενικά, είναι τα μέσα προσαρμογής του επιπέδου των παροχών, των δικαιωμάτων και/ή των εισφορών στις μεταβαλλόμενες περιστάσεις, π.χ. στις οικονομικές συνθήκες, στις αποδόσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών ή στις παραδοχές μακροζωίας.

Book reserve pension scheme – Amethod of accounting used by some sponsoring employers to finance pension promises. Sums are entered in the balance sheet of the scheme sponsor as reserves or provisions for scheme benefits. Some assets may be held in separate accounts for the purpose of financing benefits, but they are not legally or contractually pension plan assets. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Συνταξιοδοτικό σύστημα λογιστικών αποθεμάτων – Λογιστικήμέθοδοςπου χρησιμοποιείται από μερικούς εργοδότες για τη χρηματοδότηση συνταξιοδοτικών υποσχέσεων. Στον ισολογισμό του χρηματοδότη του συστήματος εισάγονται ποσά ως αποθεματικά ή προβλέψεις για παροχές από το σύστημα. Μερικά περιουσιακά στοιχεία μπορεί να τηρούνται σε χωριστούς λογαριασμούς με σκοπό τη χρηματοδότηση των παροχών, αλλά νομικά ή συμβατικά δεν είναι περιουσιακά στοιχεία του συνταξιοδοτικού συστήματος. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).

Career average scheme – A defined benefit scheme where the future pension benefit earned for a specific year depends on the level of the member's earnings for the given year. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Σύστημα μέσου όρου σταδιοδρομίας – Σύστημα καθορισμένων παροχών στο οποίο η μελλοντική συνταξιοδοτική παροχή για ένα συγκεκριμένο έτος εξαρτάται από το επίπεδο των αποδοχών του μέλους (ασφαλισμένου) για το εν λόγω έτος. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).

Cash balance schemes – A scheme where the employer guarantees a pension pot to scheme members, payable at the normal pension age, with which they can purchase an annuity. (See also: Normal pension age; Annuity).
Σύστημα ταμειακού υπολοίπου – Σύστημα στο οποίο ο εργοδότης εγγυάται ένα συνταξιοδοτικό ποσό στα μέλη του συστήματος, πληρωτέο κατά την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, με το οποίο μπορούν να αγοράσουν μια πρόσοδο. (Βλ. επίσης: Κανονική ηλικία συνταξιοδότησης· πρόσοδος).

Conditional indexation – Refers to defined benefit schemes where the provision of indexed benefits (generally revalued to inflation or wages) is conditional on the financial performance of the scheme's investments. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Υπό όρους τιμαριθμική προσαρμογή – Ο όρος αυτός αναφέρεται στα συστήματα καθορισμένων παροχών στα οποία η καταβολή τιμαριθμικά προσαρμοσμένων παροχών (που γενικά αναπροσαρμόζονται με βάση τον πληθωρισμό ή τους μισθούς) εξαρτάται από τη χρηματοοικονομική απόδοση των επενδύσεων του συστήματος. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).

Defined benefit (DB) schemes – Pension schemes where the benefits accrued are linked to earnings and the employment career (the future pension benefit is pre-defined and promised to the member). It is normally the scheme sponsor who bears the investment risk and often also the longevity risk: if assumptions about rates of return or life expectancy are not met, the sponsor must increase its contributions to pay the promised pension. These tend to be occupational schemes. (See also: Defined contribution (DC) schemes).
Συστήματα καθορισμένων παροχών – Συνταξιοδοτικά συστήματα στα οποία η θεμελίωση δικαιωμάτων συνδέεται με τις αποδοχές και την επαγγελματική σταδιοδρομία (η μελλοντική συνταξιοδοτική παροχή προκαθορίζεται και το σύστημα την υπόσχεται στο μέλος). Ο χρηματοδότης του συστήματος αναλαμβάνει κατά κανόνα τον επενδυτικό κίνδυνο και, συχνά, και τον κίνδυνο μακροζωίας: αν οι παραδοχές για τα ποσοστά επενδυτικής απόδοσης ή για το προσδόκιμο ζωής δεν επαληθευθούν, ο χρηματοδότης πρέπει να αυξήσει τις εισφορές του για να πληρώσει τη σύνταξη που έχει υποσχεθεί. Συνήθως πρόκειται για επαγγελματικά συστήματα. Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων εισφορών).

Defined contribution (DC) schemes – Pension schemes where the level of contributions, and not the final benefit, is pre-defined: no final pension promise is made. DC schemes can be public, occupational or personal: contributions can be made by the individual, the employer and/or the state, depending on scheme rules. The pension level will depend on the performance of the chosen investment strategy and the level of contributions. The individual member therefore bears the investment risk and often makes decisions about how to mitigate this risk. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Συστήματα καθορισμένων εισφορών – Συνταξιοδοτικά συστήματα στα οποία προκαθορίζεται το επίπεδο εισφορών και όχι η τελική παροχή: δεν δίνεται καμία υπόσχεση για την τελική συνταξιοδοτική παροχή. Τα συστήματα καθορισμένων εισφορών μπορεί να είναι δημόσια, επαγγελματικά ή ατομικά: οι εισφορές μπορεί να καταβάλλονται από το άτομο, τον εργοδότη και/ή το κράτος, ανάλογα με τους κανόνες του συστήματος. Το επίπεδο της σύνταξης εξαρτάται από την απόδοση της επιλεγείσας επενδυτικής στρατηγικής και από το επίπεδο εισφορών. Συνεπώς, το κάθε επιμέρους μέλος του συστήματος φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο και συχνά αποφασίζει για τον τρόπο μετριασμού αυτού του κινδύνου. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).

Effective retirement age – Age at which an individual actually retires. Not necessarily the same as the labour market exit age or normal retirement age. (See also: Labour market exit age, and Normal pension age).
Πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης – Ηλικία στην οποία συνταξιοδοτείται ένα άτομο. Δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας ούτε με την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης. (Βλ. επίσης: Ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας και κανονική ηλικία συνταξιοδότησης).

Equity Release Scheme – Term used to describe both the process and the products that allow homeowners to secure substantial lump sums or regular income payments by realising part of the value of their homes, while being able to continue to live in it.
Σύστημα αποδέσμευσης περιθωρίου αξίας – Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τόσο τη διαδικασία όσο και τα προϊόντα που επιτρέπουν στους ιδιοκτήτες σπιτιών να εξασφαλίσουν σημαντικά εφάπαξ ποσά ή τακτικές εισοδηματικές πληρωμές με την αποδέσμευση μέρους της αξίας των σπιτιών τους, έχοντας συγχρόνως τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να ζουν σ’ αυτά.

Final salary scheme – A defined benefit scheme where the pension benefit is typically based on the last or the last few years' of earnings before retirement. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Σύστημα τελικού μισθού – Σύστημα καθορισμένων παροχών στο οποίο η συνταξιοδοτική παροχή βασίζεται κατά κανόνα στον τελευταίο μισθό ή στις αποδοχές των τελευταίων ετών πριν από τη συνταξιοδότηση. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).

Funded scheme – A pension scheme whose benefit promises are backed by a fund of assets set aside and invested for the purpose of meeting the scheme's liability for benefit payments as they arise. Funded schemes can be either collective or individual. (See also: Pay-As-You-Go schemes).
Κεφαλαιοποιητικό σύστημα – Συνταξιοδοτικό σύστημα στο οποίο οι υποσχέσεις παροχών υποστηρίζονται από ένα σύνολο περιουσιακών στοιχείων τα οποία διαχωρίζονται και επενδύονται με σκοπό την κάλυψη των υποχρεώσεων του συστήματος για πληρωμές παροχών, καθώς προκύπτουν. Τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα μπορεί να είναι είτε συλλογικά είτε ατομικά. (Βλ. επίσης: Διανεμητικά συστήματα).

Governance (of pension funds) - The operation and oversight of a pension fund. The governing body is responsible for administration, but may employ other specialists, such as actuaries, custodians, consultants, asset managers and advisers to carry out specific operational tasks or to advise the scheme administration or governing body.
Διακυβέρνηση (των συνταξιοδοτικών ταμείων) – Η λειτουργία και η εποπτεία ενός συνταξιοδοτικού ταμείου. Ο φορέας διακυβέρνησης είναι αρμόδιος για τη διαχείριση του ταμείου, αλλά μπορεί να απασχολεί και άλλους ειδικούς, όπως αναλογιστές, θεματοφύλακες, συμβούλους, διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και άλλους συμβούλους, για την εκτέλεση συγκεκριμένων επιχειρησιακών καθηκόντων ή για την παροχή συμβουλών στον διαχειριστή ή στον φορέα διακυβέρνησης του συστήματος.

Hybrid pension scheme – In a hybrid scheme, elements of both defined contribution and defined benefits are present or, more generally, the risk is shared by the scheme's operator and beneficiaries.
Υβριδικό συνταξιοδοτικό σύστημα – Σε ένα υβριδικό σύστημα υπάρχουν στοιχεία τόσο από συστήματα καθορισμένων εισφορών όσο και από συστήματα καθορισμένων παροχών ή, γενικότερα, ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από κοινού από τον διαχειριστή και τους δικαιούχους του συστήματος.

Individual pension scheme - Access to these schemes does not depend on an employment relationship. The schemes are set up and administered directly by a pension fund or a financial institution acting as pension provider without the involvement of employers. Individuals independently purchase and select material aspects of the arrangements. The employer may nonetheless make contributions to individual pension schemes. Some schemes may have restricted membership.
Ατομικό συνταξιοδοτικό σύστημα – Η πρόσβαση στα συστήματα αυτά δεν εξαρτάται από μια σχέση απασχόλησης. Τα συστήματα δημιουργούνται και διοικούνται άμεσα από ένα συνταξιοδοτικό ταμείο ή από έναν χρηματοδοτικό οργανισμό που ενεργεί ως πάροχος συντάξεων, χωρίς τη συμμετοχή των εργοδοτών. Τα άτομα αγοράζουν και επιλέγουν ανεξάρτητα τις υλικές πτυχές των ρυθμίσεων. Ωστόσο, ο εργοδότης μπορεί να καταβάλλει εισφορές στα ατομικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Μερικά συστήματα μπορεί να έχουν περιορισμένο αριθμό μελών.

Information disclosure regulations – The rules prescribing the periodicity, procedure, type and extent of information to be provided to members of pension plans and/or the supervisory authority.
Κανονισμοί δημοσιοποίησης πληροφοριών – Οι κανόνες που ορίζουν την περιοδικότητα, τη διαδικασία, το είδος και την έκταση των πληροφοριών που παρέχονται στα μέλη των συνταξιοδοτικών συστημάτων και/ή στην εποπτική αρχή.

Institutional investor - Generally refers to a group of investors such as pension funds, insurance companies, investment funds and, in some cases, banks.
Θεσμικός επενδυτής – Γενικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια ομάδα επενδυτών όπως συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες χαρτοφυλακίου επενδύσεων και, σε μερικές περιπτώσεις, τράπεζες.

Labour market exit age - Age at which an individual actually leaves the labour market. For data availability reasons labour market exit age is often used as a proxy for the effective retirement age. Differences between the two may exist, as some people leave the labour market before they actually retire while others continue working after retirement. (See also: Effective retirement age).
Ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας – Ηλικία στην οποία ένα άτομο αποχωρεί πραγματικά από την αγορά εργασίας. Για λόγους διαθεσιμότητας στοιχείων η ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας χρησιμοποιείται συχνά αντί της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης. Οι δύο όροι μπορεί να διαφέρουν, δεδομένου ότι μερικοί άνθρωποι αποχωρούν από την αγορά εργασίας προτού συνταξιοδοτηθούν πραγματικά, ενώ άλλοι εξακολουθούν να εργάζονται και μετά τη συνταξιοδότηση. (Βλ. επίσης: Πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης).

Lifestyling or life-cycling strategies – Investment strategies used in defined contribution pension schemes to reduce investment risk and volatility by gradually and automatically reducing the investment risk taken by the scheme member as they approach retirement. (See also: Defined contribution (DC) schemes).
Στρατηγικές κύκλου ζωής – Επενδυτικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται στα συνταξιοδοτικά συστήματα καθορισμένων εισφορών για να μειωθεί ο επενδυτικός κίνδυνος και η αστάθεια με βαθμιαία και αυτόματη μείωση του επενδυτικού κινδύνου που αναλαμβάνουν τα μέλη του συστήματος, καθώς πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων εισφορών).

Minimum return guarantees – Minimum level of pension benefit paid out regardless of investment performance in a defined contribution scheme.
Ελάχιστη εγγυημένη απόδοση – Το ελάχιστο επίπεδο καταβαλλόμενης σύνταξης, ανεξάρτητα από την απόδοση των επενδύσεων, σε σύστημα καθορισμένων εισφορών.

 
Normal pension age – Age at which a member of the pension scheme is eligible to receive full pension benefits.
Κανονική ηλικία συνταξιοδότησης – Ηλικία στην οποία ένα μέλος του συνταξιοδοτικού συστήματος δικαιούται να λάβει πλήρεις συνταξιοδοτικές παροχές.

Occupational schemes – A pension plan where access is linked to an employment or professional relationship between the plan member and the entity that sets up the plan (the plan sponsor). Occupational pension schemes may be established by employers or groups of employers (e.g. industry associations) or labour or professional associations, jointly or separately, or by self-employed persons. The scheme may be administered directly by the sponsor or by an independent entity (a pension fund or a financial institution acting as pension provider). In the latter case, the sponsor may still have responsibility for overseeing the operation of the scheme.
Επαγγελματικά συστήματα – Συνταξιοδοτικό σύστημα η πρόσβαση στο οποίο συνδέεται με θέση απασχόλησης ή με επαγγελματική σχέση μεταξύ του μέλους του συστήματος και του φορέα που δημιουργεί το σύστημα (του χρηματοδότη του συστήματος). Τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα μπορούν να δημιουργηθούν από εργοδότες ή από ομάδες εργοδοτών (π.χ. κλαδικές ενώσεις) ή από εργατικά ή επαγγελματικά σωματεία, από κοινού ή χωριστά, ή από αυτοαπασχολουμένους. Τη διαχείριση του συστήματος μπορεί να έχει άμεσα ο χρηματοδότης ή κάποιος ανεξάρτητος φορέας (ένα συνταξιοδοτικό ταμείο ή ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που ενεργεί ως πάροχος συντάξεων). Στην τελευταία περίπτωση, ο χρηματοδότης μπορεί να εξακολουθήσει να έχει ευθύνη για την εποπτεία της λειτουργίας του συστήματος.

Old-age dependency ratio – Population aged over 65 as a percentage of the working age population (usually defined as persons aged between 15 and 64).
Δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων – Ο πληθυσμός ηλικίας άνω των 65 ετών ως ποσοστό του ενεργού πληθυσμού (που ορίζεται συνήθως ως τα άτομα ηλικίας μεταξύ 15 και 64 ετών).

Operational risk - The risk of loss arising from inadequate or failed internal processes, personnel or systems, or from external events.
Λειτουργικός κίνδυνος – Ο κίνδυνος ζημιών που προκύπτει από ανεπάρκεια ή αστοχία εσωτερικών διαδικασιών, προσωπικού ή συστημάτων ή από εξωτερικά γεγονότα.

Own funds (regulatory) – Refers to the additional assets of a pension funds above its technical provisions serving as a buffer. Regulation usually requires that these assets are free of all foreseeable liabilities and serve as a safety capital to absorb discrepancies between anticipated and actual expenditure and profits. Also referred to as regulatory capital. (See also: Technical provisions).
Ίδια κεφάλαια (ρυθμιστικά) – Ο όρος αυτός αναφέρεται στα πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία ενός συνταξιοδοτικού ταμείου, πέραν των τεχνικών του προβλέψεων, τα οποία χρησιμεύουν ως «αποσβεστήρας». Συνήθως οι κανονισμοί προβλέπουν ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία πρέπει να είναι ελεύθερα από κάθε προβλέψιμη υποχρέωση και να λειτουργούν ως κεφάλαιο ασφαλείας για την απορρόφηση αποκλίσεων μεταξύ των προβλεπόμενων και των πραγματικών δαπανών και κερδών. Αναφέρεται επίσης και ως ρυθμιστικό κεφάλαιο. (Βλ. επίσης: Τεχνικές προβλέψεις).

Pay-As-You-Go (PAYG) schemes – Pension schemes where current contributions finance current pension expenditure (See also: funded schemes).
Διανεμητικά συστήματα – Συνταξιοδοτικά συστήματα στα οποία οι τρέχουσες εισφορές χρηματοδοτούν τις τρέχουσες συνταξιοδοτικές δαπάνες (Βλ. επίσης: Κεφαλαιοποιητικά συστήματα).

Payout phase or decumulation phase – Period during which assets accrued in the accumulation phase are paid out to the pension scheme member in a funded scheme. An example of a payout phase is a period in which regular retirement income is received through the purchase of an annuity. (See also: Annuity).
Φάση πληρωμής ή αποσυσσώρευσης – Η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία που συσσωρεύθηκαν κατά την περίοδο συσσώρευσης καταβάλλονται στο μέλος του συνταξιοδοτικού συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Παράδειγμα περιόδου πληρωμής είναι η περίοδος κατά την οποία εισπράττεται τακτικό συνταξιοδοτικό εισόδημα μέσω της αγοράς προσόδου. (Βλ. επίσης: Πρόσοδος).

Pension benefit guarantee system – An arrangement to pay compensation to members or beneficiaries of pension schemes in the event of insolvency of to the pension fund and/or sponsoring employer. Examples of a pension benefit guarantee systems include the Pensions-Sicherungs-Verein Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit (PSVaG) in Germany and the Pension Protection Fund in the UK.
Σύστημα εγγυημένης συνταξιοδοτικής παροχής – Ρύθμιση που προβλέπει την καταβολή αποζημίωσης στα μέλη ή στους δικαιούχους συνταξιοδοτικών συστημάτων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του συνταξιοδοτικού ταμείου και/ή του χρηματοδοτούντος εργοδότη. Παραδείγματα συστημάτων εγγυημένης συνταξιοδοτικής παροχής είναι το Pensions-Sicherungs-Verein Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit (PSVaG) στη Γερμανία και το Pension Protection Fund στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Pension pillar – Different types of pension schemes are usually grouped into two, three, four or more pillars of the pension system. There is however no universally agreed classification. Many pension systems distinguish between statutory, occupational and individual pension schemes, or between mandatory and voluntary pension schemes. Participation in occupational and individual pension schemes, usually private pension arrangements, can be mandatory or voluntary.
Συνταξιοδοτικός πυλώνας – Οι διάφοροι τύποι συνταξιοδοτικών συστημάτων ομαδοποιούνται συνήθως σε δύο, τρεις, τέσσερις ή περισσότερους πυλώνες του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ταξινόμηση γενικής αποδοχής. Πολλά συνταξιοδοτικά συστήματα διακρίνουν μεταξύ των εκ του νόμου, των επαγγελματικών και των ατομικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, ή μεταξύ των υποχρεωτικών και των εθελοντικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Η συμμετοχή στα επαγγελματικά και στα ατομικά συνταξιοδοτικά συστήματα, συνήθως μέσω ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων, μπορεί να είναι υποχρεωτική ή εθελοντική.

Replacement rate – Generally refers to an indicator showing the level of pension income after retirement as a percentage of individual earnings at the moment of take-up of pensions or of average earnings. Replacement rates measure the extent to which pension systems enable typical workers to preserve their previous living standard when moving from employment to retirement.
Ποσοστό αναπλήρωσης – Γενικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε έναν δείκτη που απεικονίζει το επίπεδο του συνταξιοδοτικού εισοδήματος μετά τη συνταξιοδότηση ως ποσοστό των ατομικών αποδοχών τη στιγμή της συνταξιοδότησης ή των μέσων αποδοχών. Τα ποσοστά αναπλήρωσης μετρούν τον βαθμό στον οποίο τα συνταξιοδοτικά συστήματα επιτρέπουν στον τυπικό εργαζόμενο να διατηρήσει το προηγούμενο βιοτικό του επίπεδο κατά τη μετάβασή του από την απασχόληση στη συνταξιοδότηση.

Solvency – The ability of a pension scheme's assets to meet the scheme's liabilities. The scheme's liabilities cover all future pension payments and must therefore be discounted well into the future, thus making substantial assumptions about longevity. The value of a scheme's assets is dependent on the type of accounting standard used. If a scheme is not deemed to have a sufficiently high solvency level, it needs to consider whether to increase contribution levels or reduce entitlements, where scheme rules permit.
Φερεγγυότητα – Η ικανότητα των περιουσιακών στοιχείων ενός συνταξιοδοτικού συστήματος να καλύψουν τις υποχρεώσεις του συστήματος. Οι υποχρεώσεις του συστήματος καλύπτουν όλες τις μελλοντικές συνταξιοδοτικές πληρωμές και, συνεπώς, πρέπει να αναχθούν στο μέλλον, πράγμα που προϋποθέτει σημαντικές παραδοχές για τη μακροζωία. Η αξία των περιουσιακών στοιχείων ενός συστήματος εξαρτάται από το είδος του λογιστικού προτύπου που χρησιμοποιείται. Αν ένα σύστημα θεωρείται ότι δεν έχει αρκετά υψηλό επίπεδο φερεγγυότητας, πρέπει να εξεταστεί είτε η αύξηση του επιπέδου των εισφορών είτε η μείωση των παροχών που χορηγεί, αν οι κανόνες του συστήματος το επιτρέπουν.

Sponsor covenant - Refers to a sponsoring employer’s ability to support pension fund volatility by providing additional funding if required. The 'covenant' in this context is a very similar concept to 'creditworthiness' for borrowers. At a simple level, if a pension fund has a deficit then it is in many respects similar to a bond holder in financial market terms. It depends on the ability of the company to pay additional contributions in the future if investment returns are not sufficient to make up the shortfall.
Συμβόλαιο πρόσθετης χρηματοδότησης – Ο όρος αυτός αναφέρεται στην ικανότητα του χρηματοδοτούντος εργοδότη να υποστηρίξει την αστάθεια του συνταξιοδοτικού ταμείου παρέχοντας πρόσθετη χρηματοδότηση, αν χρειαστεί. Το «συμβόλαιο» σ’ αυτό το πλαίσιο είναι μια έννοια που μοιάζει πολύ με την «πιστοληπτική ικανότητα» των δανειοληπτών. Σε απλό επίπεδο, αν ένα συνταξιοδοτικό ταμείο έχει έλλειμμα, τότε είναι από πολλές απόψεις παρόμοιο με έναν ομολογιούχο με όρους της χρηματοοικονομικής αγοράς. Το ταμείο εξαρτάται από την ικανότητα της εταιρείας να καταβάλει πρόσθετες εισφορές στο μέλλον, αν τα έσοδα από επενδύσεις δεν είναι επαρκή για να καλύψουν το έλλειμμα.

Statutory pension scheme - Social security and similar statutory programmes administered by the general government (that is central, state, and local governments, plus other public sector bodies such as social security institutions). Public pension plans have traditionally been of the PAYG type.
Εκ του νόμου συνταξιοδοτικό σύστημα – Προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και παρόμοια εκ του νόμου προγράμματα που τα διαχειρίζεται η γενική κυβέρνηση (δηλαδή η κεντρική κυβέρνηση, οι κυβερνήσεις ομόσπονδων κρατιδίων και οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, συν άλλοι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως τα ιδρύματα κοινωνικής ασφάλισης). Παραδοσιακά, τα δημόσια συνταξιοδοτικά προγράμματα είναι διανεμητικού τύπου.

Supplementary pension schemes –Mandatory or voluntary pension schemes which generally provide additional retirement income to the statutory pension scheme.
Συμπληρωματικά (επικουρικά) συνταξιοδοτικά συστήματα – Υποχρεωτικά ή εθελοντικά συνταξιοδοτικά συστήματα που παρέχουν γενικά πρόσθετο συνταξιοδοτικό εισόδημα, επιπλέον του εισοδήματος που προέρχεται από το εκ του νόμου συνταξιοδοτικό σύστημα.

Technical provisions – The amount of liabilities corresponding to the financial commitments of a pension fund which arise out of its portfolio of existing pension contracts. See also Article 15 of Directive 2003/41/EC.
Τεχνικές προβλέψεις – Το ποσό των υποχρεώσεων που αντιστοιχούν στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις ενός συνταξιοδοτικού ταμείου οι οποίες προκύπτουν από το χαρτοφυλάκιο των υφιστάμενων συνταξιοδοτικών συμβάσεών του. (Βλ. επίσης το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/41/EΚ).

Transferability – The right to transfer accrued benefits or accumulated capital from one pension scheme to another, for example to the pension scheme of the new employer.
Δυνατότητα μεταφοράς – Το δικαίωμα μεταφοράς θεμελιωμένων δικαιωμάτων ή συσσωρευμένου κεφαλαίου από ένα συνταξιοδοτικό σύστημα σε άλλο, π.χ. στο συνταξιοδοτικό σύστημα του νέου εργοδότη.
 

nickel

Administrator
Staff member
Οι Λεξιλόγοι και οι μεταφραστές σε ευχαριστούν. Και εις άλλα. Και εις άλλους.

Κάνω μια εξόρυξη εξαγωγή των όρων για γκουγκλικές και άλλες σκοπιμότητες. Από αισθητική άποψη, προτιμώ το σύστημά σου από τους πίνακες. Αλλά κάνουμε και ιδιαίτερα μαθήματα για τη δημιουργία πινάκων.

Accrual rate > Συντελεστής συσσώρευσης
Accumulation phase > Φάση συσσώρευσης
Annuity > Πρόσοδος (ράντα)
Automatic (or auto-) enrolment > Αυτόματη ένταξη
Automatic adjustment mechanisms > Αυτόματοι μηχανισμοί προσαρμογής
Book reserve pension scheme > Συνταξιοδοτικό σύστημα λογιστικών αποθεμάτων
Career average scheme > Σύστημα μέσου όρου σταδιοδρομίας
Cash balance schemes > Σύστημα ταμειακού υπολοίπου
Conditional indexation > Υπό όρους τιμαριθμική προσαρμογή
Defined benefit (DB) schemes > Συστήματα καθορισμένων παροχών
Defined contribution (DC) schemes > Συστήματα καθορισμένων εισφορών
Effective retirement age > Πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης
Equity Release Scheme > Σύστημα αποδέσμευσης περιθωρίου αξίας
Final salary scheme > Σύστημα τελικού μισθού
Funded scheme > Κεφαλαιοποιητικό σύστημα
Governance (of pension funds) > Διακυβέρνηση (των συνταξιοδοτικών ταμείων)
Hybrid pension scheme > Υβριδικό συνταξιοδοτικό σύστημα
Individual pension scheme > Ατομικό συνταξιοδοτικό σύστημα
Information disclosure regulations > Κανονισμοί δημοσιοποίησης πληροφοριών
Institutional investor > Θεσμικός επενδυτής
Labour market exit age > Ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας
Lifestyling or life-cycling strategies > Στρατηγικές κύκλου ζωής
Minimum return guarantees > Ελάχιστη εγγυημένη απόδοση
Normal pension age > Κανονική ηλικία συνταξιοδότησης
Occupational schemes > Επαγγελματικά συστήματα
Old-age dependency ratio > Δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων
Operational risk > Λειτουργικός κίνδυνος
Own funds (regulatory) > Ίδια κεφάλαια (ρυθμιστικά)
Pay-As-You-Go (PAYG) schemes > Διανεμητικά συστήματα
Payout phase or decumulation phase > Φάση πληρωμής ή αποσυσσώρευσης
Pension benefit guarantee system > Σύστημα εγγυημένης συνταξιοδοτικής παροχής
Pension pillar > Συνταξιοδοτικός πυλώνας
Replacement rate > Ποσοστό αναπλήρωσης
Solvency > Φερεγγυότητα
Sponsor covenant > Συμβόλαιο πρόσθετης χρηματοδότησης
Statutory pension scheme > Εκ του νόμου συνταξιοδοτικό σύστημα
Supplementary pension schemes > Συμπληρωματικά (επικουρικά) συνταξιοδοτικά συστήματα
Technical provisions > Τεχνικές προβλέψεις
Transferability > Δυνατότητα μεταφοράς
 
Πολύ χρήσιμο, πολλές ευχαριστίες! Ένας προβληματισμός πολύ πρωτογενούς επιπέδου: αυτό το scheme, στα αγγλικά ερμηνεύματα συχνά συνωνυμείται (ψυχραιμία: δικό μου ρήμα!) με το 'πρόγραμμα'. Στις απευθείας Α->Ε αποδόσεις, τώρα, δεν παίζει; Γιατί εγώ θα είχα αυτό τον πειρασμό, δηλ. scheme = πρόγραμμα (προκειμένου για συνταξιοδοτικά).
 
Κώστα, μάλλον ματαιοπονείς. Τα πράγματα είναι πολύ ρευστά. Αν πάντως είναι να αντιστοιχίσεις το πρόγραμμα με κάτι, αυτό θα είναι μάλλον το pension plan και όχι το scheme. Και φυσικά με τα όπως-κι-αν-τα-λένε συνταξιοδοτικά προγράμματα των ασφαλιστικών εταιρειών. Κατά γενικό κανόνα, με πάμπολλες όμως εξαιρέσεις, το πρόγραμμα τείνει να χρησιμοποιείται για κάτι πιο μερικό από το σύστημα ή το καθεστώς (που και τα δύο αποδίδουν συχνά-πυκνά το scheme).
 
Top