purport - perpetrate

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Καλημέρα σε όλους,
ήθελα να ρωτήσω αν προβληματίζεται κανείς με τη χρήση του πρώτου, κυρίως, ρήματος. Βρίσκω συχνά σε κείμενά μου φράσεις όπως η εξής:
Any such purported transfer, assignment or delegation without such prior written consent shall be null and void.
Το ρήμα purport ωστόσο ορίζεται ως εξής:
1. To have or present the often false appearance of being or intending; profess: selfish behavior that purports to be altruistic.
2. To have the intention of doing; purpose.
Λογικά, επομένως, θα διαλέγαμε το δεύτερο ορισμό και θα μεταφράζαμε κάπως έτσι:
Οποιαδήποτε σκοπούμενη μεταβίβαση [μπλα μπλα] θα είναι άκυρη.
Πώς, ωστόσο, ορίζεται ότι θα είναι άκυρη μια μεταβίβαση η οποία ουσιαστικά δεν έχει γίνει;
Αναρωτιέμαι έτσι τα εξής:
α) μήπως οι συντάκτες μπερδεύουν το purport με το perpetrate, μήπως, δηλαδή, εννοούν οποιαδήποτε μεταβίβαση η οποία διενεργηθεί;
β) μήπως το purport έχει και άλλη σημασία που δεν έχω καταφέρει ακόμα να τη βρω;
γ) ή μήπως όντως εννοούν σκοπούμενη και το παραζαλίζω;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Εγώ γιατί το βλέπω ως "υποτιθέμενη" στο συγκείμενό σου;
 

nickel

Administrator
Staff member
Και όταν δεν βάζουν purported, τι βάζουν;

Στις περισσότερες περιπτώσεις βάζουν attempted:
"Any such attempted assignment or transfer"

Δηλαδή, δεν είναι απλώς intended και σκοπούμενη, αλλά επιχειρηθείσα. Ή όπως αλλιώς θα την πείτε εσείς οι νομομαθείς.
 
Νομίζω ότι το purport δεν αποκλείει τίποτα. Ουσιαστικά είναι το "φερόμενη ως", "προβαλλόμενη ως". Η πρόθεση αφορά τον χαρακτήρα της πράξης, όχι την τέλεσή της. Η άποψη ενός μη νομικού για τη μετάφραση: να παραλειφθεί τελείως το "purported".
 

nickel

Administrator
Staff member
να παραλειφθεί τελείως το "purported".
Θα συμφωνήσω ότι η κομψότερη λύση θα είναι να μη μεταφραστεί. Άλλωστε, τόσο το «any such» στην αρχή (που σημαίνει ότι έχει ήδη περιγραφεί) όσο και το «without such prior written consent» το περιορίζουν υπεραρκετά.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Εμένα με προβληματίζει αρκετά το εξής: εάν γράψω επιχειρηθείσα, υποτιθέμενη ή σκοπούμενη ή κάτι τέτοιο, τότε αυτομάτως η πρόταση σημαίνει ότι μόνο αυτές οι μεταβιβάσεις είναι άκυρες, ενώ οι άλλες όχι. Δημιουργείται, δηλαδή, ασάφεια. Γι' αυτό και σκέφτομαι κάθε φορά μήπως ο συντάκτης ήθελε να γράψει διενεργηθείσα ή κάτι τέτοιο.
 

nickel

Administrator
Staff member
Άκυρες είναι οι μεταβιβάσεις που έγιναν χωρίς γραπτή έγκριση. Οι μεταβιβάσεις που έγιναν με γραπτή έγκριση είναι έγκυρες. Μεταβιβάσεις που δεν έγιναν καθόλου δεν μας ενδιαφέρουν. :D
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Άμα ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα, οι δικηγόροι (του Γιου Ες, εν προκειμένω) δε θα χρέωναν από 200 δολάρια την ώρα και πάνω για τις υπηρεσίες τους :D
 

nickel

Administrator
Staff member
Μου έδωσαν πάντως την εντύπωση ότι χρεώνουν με τη λέξη... :D

(Μαμά, γιατί δεν μ' έκανες δικηγόρο; :( )
 

daeman

Administrator
Staff member
Δειλά, διστακτικά κι ακροπατώντας στα νομικά: μήπως εννοούν ενδεχόμενη;

Αν και οι ορισμοί του OED για το ρήμα purport και για το ουσιαστικό συνηγορούν με την ιδέα του Θέμη, αν καταλαβαίνω καλά (γι' αυτό δεν μπλέκω με νομικά, ντε, δεν θέλει ο νους μου να λειτουργήσει έτσι):

verb 1. trans. To have as its purport, bearing, or tenor; to convey to the mind; to bear as its meaning; to express, set forth, state; to mean, imply.
Hence purported ppl. a., professed, alleged.

noun 1. That which is conveyed or expressed, esp. by a formal document; bearing, tenor, import, effect; meaning, substance, sense.
2. That which is intended to be done or effected by something; meaning, object, purpose, design, intention. Now rare.
 

nickel

Administrator
Staff member
Για το «φερόμενος» που είπε ο Θέμης:

purported
A adjective
putative (a), purported (a), reputed (a), supposed (a)
commonly put forth or accepted as true on inconclusive grounds; "the foundling's putative father"; "the reputed (or purported) author of the book"; "the supposed date of birth".

(Wordnet)

Θα βοηθήσει να γίνει αντιληπτή η χρήση αν κοιτάξουμε διάφορα «or purported»:
  • ...loss resulting directly or indirectly from the use, or purported use...
  • Nootropics with proven or purported benefits
  • transaction with the actual or purported partnership
  • The actual or purported transfer or assignment
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Γι' αυτό είπα ότι εμένα μού φέρνει προς "υποτιθέμενη".
 

nickel

Administrator
Staff member
Η συνήθης διατύπωση είναι πάνω στο πρότυπο «... shall not transfer the XXX ... without the prior written consent ... and any such purported transfer shall be void without such consent...». Πρώτα λέει ότι απαγορεύεται και μετά λέει ότι, ακόμα κι αν γίνει, δεν θα ισχύει. Πιο περιττή λέξη από το purported εδώ δεν έχω ξαναδεί.

Plain English:
and any such transfer shall be void
 
Αγαπητοί φίλοι, φτάνω με μεγάλη καθυστέρηση,

αλλά νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με τις γνωστές ανασφάλειες του συναφιού μας, όπου για να είσαι σίγουρος ότι ο γάιδαρός σου (ΟΚ του πελάτη σου) δεν θα το σκάσει, τον δένεις με πεντακόσιες αλυσίδες, ενώ μία μόνο φτάνει. Δηλαδή δεν αρκεί που λες ότι η μεταβίβαση θα είναι άκυρη, τη χαρακτηρίζεις και ντεμέκ για να μην αφήσεις αμφιβολίες ακόμη και σ' αυτόν που αδυνατεί να καταλάβει ότι ένα συν ένα κάνουν δύο.

Προτάσεις (με εναλλακτικές και με όσα είναι καλύτερο να παραλειφθούν σε παρένθεση):

"Χωρίς τέτοια/ την ως άνω άδεια/ συγκατάθεση, οποιαδήποτε μεταβίβαση (επιχειρηθεί) είναι άκυρη".
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Ζμπρώξ!

Αποφάσισα να ακολουθήσω την πρόταση του Ρογήρου και να πω οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχειρηθεί [...] θα είναι άκυρη (ναι, ναι, το ξαναματαβρήκα το τρισκατάρατο ρήμα!:mad:)
 

pontios

Well-known member
"Any such purported transfer, assignment or delegation without such prior written consent shall be null and void ".

Δηλαδή δεν θα παραδεχτούμε ο,τι μία υποτιθέμενη μεταβίβαση κτλ.. μπορεί αυτομάτως να συμβεί , συναφθεί .. θα χρειαστεί πρώτα μια υπογραφομένη συναίνεση από μέρος μας.

Συμφωνώ με την Alexandra .. υποτιθέμενη είναι καλή λέξη
 

pontios

Well-known member
συνεχίζω ...

ταιριάζουν και η λέξεις .. φερόμενος, δήθεν

Στα Αγγλικά νομικά έγγραφα δεν θίγεις κανένα με την λέξη ... purport - ενώ άμα
χρησιμοποιήσεις τις λέξεις supposed η alleged 'ίσως θα θεωρηθούν βαριές και επιθετικές.

ίσως φερόμενος είναι πιο ελαφρύς από υποτιθέμενος και να
ταιριάζει πιο πολύ με purport ;
.. οι νομικοί θα το κρίνουν αφτό.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Καλημέρα :) Ευχαριστώ. Εδώ συνήθως το φερόμενος ως χρησιμοποιείται κυρίως για ανθρώπους, και μεταφράζει το alleged. Λες, π.χ., ο φερόμενος ως δράστης της επίθεσης (the alleged perpetrator of the attack)
 
Top