La mer était étale…

TDP

New member
Αγαπητοί λεξιλόγιοι,
Πώς θα μεταφράζετε στα ελληνικά το γαλλικό επίθετο «étale», που σημαίνει την θάλασσα ανάμεσα στην άμπωτη και στην πλημμυρίδα; Π.χ. γράφει ο Β. Ουγκώ στους «Travailleurs de la mer»: «La mer était étale, mais le reflux commençait à se faire sentir.».

Ευχαριστώ πολύ εκ των προτέρων,
ΘΔΠ
 

Zazula

Administrator
Staff member
Πάντως το Magenta Polylexicon το αποδίδει «ακίνητη» (ενν. θάλασσα).
 

TDP

New member
Ευχαριστώ για τις ευγενικές σας προτάσεις, αλλά επέλεξα τελικά την απόδοση «στιλπνός», γιατί ταιριάζει καλύτερα με τους υπόλοιπους όρους που μεταφράζω. Πράγματι, στην ορολογία της αλγεβρικής γεωμετρίας, οι μορφισμοί «étale» είναι, εξ ορισμού, και «smooth/lisses», τ.τ. «λείοι»· κι αν η θάλασσα είναι στιλπνή, είναι και λεία. Δίνω έμφαση στη στάση της θάλασσας γιατί την θάλασσα είχε στο μυαλό του ο Α. Γροθενδιήκος όταν ονόμαζε τους μορφισμούς «étale».
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλωσήρθες, ΘΔΠ. Αν μιλάμε για θάλασσα, μπορεί να είναι ακίνητη, στάσιμη, ήρεμη, αρυτίδωτη, τζάμι, καθρέφτης, αλλά εκεί σταματάμε. Δεν πηδάμε σε εντελώς διαφορετική ιδιότητα (στιλπνός = λαμπερός, γυαλιστερός).

Στα μαθηματικά ο όρος είναι αμετάφραστος από τους Άγγλους:
http://en.wikipedia.org/wiki/Étale_morphism
http://en.wikipedia.org/wiki/Étale_cohomology

Αν δεν υπάρχει ήδη καθιερωμένη απόδοση, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να επιχειρήσεις τη συγκεκριμένη;
 
Last edited:

nevergrown

New member
Πάντως το Magenta Polylexicon το αποδίδει «ακίνητη» (ενν. θάλασσα).

Στο micro Robert έχει συγκεκριμένο παράδειγμα με τη θάλασσα "qui ne descend pas et qui ne monte pas"

Επίσης στο cnrtll.fr διαβάζουμε :

A.− MARINE
1. [En parlant de la mer] Qui est immobile, a cessé de monter ou de descendre et n'a pas commencé son mouvement inverse. Le niveau uniforme du varech sur toutes les roches marquait la ligne de flottaison de la marée pleine et de la mer étale (Hugo, Travaill. mer, 1866, p. 257) :
À une heure, la mer atteignit son plus haut point. Elle était étale, c'est-à-dire à ce court instant où l'eau ne monte plus et ne descend pas encore. Il fallait opérer sans retard.
Verne, Enf. cap. Grant, t. 3, 1868, p. 54.
♦ Emploi subst. masc. Court moment où la mer est immobile entre deux marées. Étale de flot, de jusant (Gruss 1952). L'étale de la marée (cf. Voy. La Pérouse, t. 2, 1797, p. 173).
− P. anal. Fleuve, rivière étale. Fleuve, rivière qui à la fin d'une période de crue reste stationnaire. Attesté ds Ac. 1932, Rob., Dub., Lar. dep. Lar. Lang. fr.
2. P. ext. Qui reste stationnaire. Ancre étale. Ancre qui s'arrête au fond après avoir chassé (cf. Soé-Dup. 1906). Navire étale. Un navire qui, ayant changé le sens de sa marche, n'a d'erre ni en avant, ni en arrière (d'apr. Le Clère 1960). Vent étale. Vent médiocrement fort et régulier (cf. Bonn.-Paris 1859).
B.− P. métaph ou au fig. (surtout au xxe s.). Qui est calme, stationnaire après une période agitée ou tumultueuse. Il n'existe pas dans la vie intérieure de nappes immobiles, étales et il est inévitable que qui ne progresse pas décroisse (Du Bos, Journal, 1923, p. 288). À la puberté du garçon, l'amour de la mère devient étale : elle ne peut plus se rapprocher de ce monstre, auquel elle ne comprend rien (Montherl., Lépreuses, 1939, p. 1381). Emploi attesté ds Rob., Lar. encyclop., Lar. Lang. fr.
Prononc. et Orth. : [etal]. Ds Ac. dep. 1878. Étymol. et Hist. A. Adj. 1. fin xiie s. cerveise estale « (bière) reposée » (A. de Coutances, Roman des Franceis, 9 ds Mél. Lecoy (F.), v. note de l'éd.); 2. 1687 mer-etalle (Desroches, Dictionnaire des termes de marine, 349 ds Fr. mod. t. 26, p. 51); 3. 1773 vent étale (Bougainville, Voyage autour du monde, Explication, p. 176).
B. Subst. av. 1707 l'estale de la mer (Marquis de Villette, Mémoires, éd. Monmerqué, p. 102). Prob. empr. au m. néerl. stelle cannebier, attesté au sens A 1 (Verdam); v. FEW t. 17, p. 209a. Fréq. abs. littér. : 70. Bbg. Sain. Sources t. 2 1972 [1925] p. 192.

To "στιλπνός" έχει να κάνει με χρωματισμό (luisant, poli, brillant), όχι με κίνηση
 

nevergrown

New member
Το λάδι έχει και μια Α στιλπνότητα (εκτός κι αν είναι σκοτάδι :p ) για να καλυψουμε και τον καινούριο φίλο μας TDP.
 

nevergrown

New member
Δεν μπορώ να καταλάβω παρ'όλα αυτά τι σχέση έχει η θάλασσα με την αλγεβρική γεωμετρία!
 

TDP

New member
Σας ευχαριστώ για τα μηνύματά σας. Έχετε δίκιο ότι «στιλπνή» δεν είναι καλή κυριολεκτική απόδοση του «étale» γιατί η θάλασσα μπορεί να είναι ταυτόχρονα στιλπνή και να κυματίζει. (Στο δεύτερό μου μήνυμα είναι ξεκάθαρο ότι έχω καταφέρει να ξεχάσω τι σημαίνει «στιλπνός» και παρασύρομαι από την εμπειρία μου, σύμφωνα με την οποία ότι είναι στιλπνό είναι και λείο, π.χ. το τρίχωμα της γάτας, ο γρανιτένιος πάγκος της κουζίνας, κτλ.· όμως η θάλασσα είναι εξαίρεση.)

Όμως δεν με ενδιαφέρει μιά κυριολεκτική απόδοση, αλλά μιά απόδοση που να ταιριάζει με τους όρους της αλγεβρικής γεωμετρίας, όπου ένας μορφισμός που είναι étale είναι αυτόματα lisse (λείος), άρα και plat (επίπεδος), και που να είναι ποιητική, και που να λέγεται για τη θάλασσα. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να απορρίψω τις προτάσεις «στάσιμη» και «ακίνητη» ως πληκτικές· η επικρατέστερη πρόταση είναι μάλλον η λέξη «ακύμαντη».

Για να απαντήσω σε κάποια σημεία του μυστακιοφόρου κ. Τάλληρου: ναι, στα αγγλικά λέμε απ' ευθείας «étale» ή και, παιγνιωδώς, «slack», διότι «mer étale» στα αγγλικά σημαίνει «sea in slack tide», ανάμεσα, δηλαδή, σε παλίρροια και σε άμπωτη. (Ίσως, λοιπόν, η νέα, παλαβή λέξη «πλημμηρήχιος» να ταιριάζει!) Δεν νομίζω να υπάρχει καθιερωμένος μαθηματικός όρος στα ελληνικά.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ο Νικέλιος (που τι σχέση μπορεί να έχει με το τάλιρο; Το αμερικάνικο νόμισμα είναι πεντάρα, ένα εικοστό του δολαρίου, το οποίο [δολάριο] έχει την ίδια προέλευση με το τάλιρο, όπου το «ταλ» είναι κοιλάδα ενώ «νίκελ» είναι διαολάκος) λέει:
Όση ποίηση και αν θέλετε να εισαγάγετε στην άλγεβρα, οι γαλλικοί όροι είναι απλοί και καθημερινοί και καλό είναι να είναι και αντιστρέψιμες οι αποδόσεις τους. Δηλαδή, ο επιστήμονας που είχε επαφή με την ξένη ορολογία, όταν θα δει τους ελληνικούς όρους που έχουν επιλεγεί θα σκεφτεί αμέσως: λείος «A, lisse!», επίπεδος «Α, plat!«, στάσιμος «Α, étale!».

My five cents' worth on the matter.
 

SBE

¥
Στη φυσική (κυματική) λέγεται στάσιμο κύμα το αποτέλεσμα της αλληλοεξουδετέρωσης δύο κυμάτων που κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση.
 

TDP

New member
Μια μικρή ανεπίσημη δημοσκόπηση ελλήνων ειδικών αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει καθιερωμένη απόδοση του όρου στα ελληνικά· και «στάσιμος» είναι μάλλον η καλύτερη από τις αποδόσεις που προτάθηκαν εδώ. Ευχαριστώ!

---------------------
ΥΓ. Ο Νικέλιος έχει δίκιο: αυτό που θα έπρεπε να είχα γράψει είναι «Πεντάρας» κι όχι «Τάλληρος».
 

nickel

Administrator
Staff member
Ε, ν' ακούς τι λένε και τα νιάτα — κι ας είναι μιας πεντάρας νιάτα. :D
 
Top