Hausmann [DE]

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Έμμεση συνεισφορά στο νήμα περί φεμινιστικής γλωσσολογίας.

Πώς θα πούμε τον σύζυγο που μένει στο σπίτι και μεγαλώνει τα παιδιά ενώ η σύζυγος κάνει καριέρα και αποτελεί την μοναδική πηγή εισοδήματος; Τον «ανεπάγγελτο» σύζυγο (όχι αυτόν δηλαδή που η δουλειά του βολεύει να γίνεται από το σπίτι), αυτόν που δηλώνει (αν δηλώνει...) επάγγελμα οικιακά; Όσο νοικοκύρης άνθρωπος και αν είναι, θα τον αποδίδατε μεταφραστικά ως «νοικοκύρη»;

Πρακτικό θέμα, αλλά ίσως καλό και για καλοκαιρινή συζήτηση. Για το Pons.de, είναι λυμένο:

Hausmann <-(e)s, -männer> SUBST m > νοικοκύρης m

Αν ήταν έτσι απλά τα πράγματα...

Μερικές από τις αποδόσεις των γερμανοαγγλικών λεξικών (όχι ότι χρειάζεται για τη διασαφήνιση του όρου, απλώς για να υπάρχουν --ιδίως το τελευταίο ;)):

pons.de: house husband
dict.cc: househusband, house husband, homemaker [male] [mainly Am.] και betty [Br.] (για αυτό το τελευταίο...:confused:)
 
Last edited by a moderator:

SBE

¥
Επάγγελμα: οικιακά. Όχι κι ανεπάγγελτος ο άνθρωπος!
Αλλά τώρα, μια που ανέφερες τον νοικοκύρη και τις νοικοκυρές, ο νοικοκύρης δεν είναι αναγκαστικά εργαζόμενος στο σπίτι, αλλά κι η νοικοκυρά δεν είναι αναγκαστικά εργαζόμενη μόνο στο σπίτι πλέον, οπότε όσο κι αν μας ξενίζει, ίσως είναι μια κάποια λύση.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μια εργαζόμενη νοικοκυρά δεν δηλώνει επάγγελμα «οικιακά» όμως, σωστά;
 

SBE

¥
Μια εργαζόμενη νοικοκυρά δεν δηλώνει επάγγελμα «οικιακά» όμως, σωστά;

Σωστά, αλλά τη μετράνε στο καλάθι της νοικοκυράς κλπ κλπ.

Μήπως θα πρέπει να τον πούμε οικονόμο;
Όμως αυτό είναι επάγγελμα επί πληρωμή (και εκκλησιαστικό αξίωμα) και άλλο πράμα είναι η οικονόμος (υπάλληλος) κι άλλο η νοικοκυρά (εργοδότρια της οικονόμου).
Βεβαίως, η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, αλλά δε νομίζω ότι τα καλονοικοκύρης και καλονοικοκυρά θα πιάσουν :D

Και μια που λέμε για φεμινιστική γλώσσα, ας απενοχοποιήσουμε τη νοικοκυρά και το νοικοκύρη. :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Να σε απομακρύνω για λίγο από τη γερμανική σου νιρβάνα μονολιθικότητα μετάφραση και να προσθέσω ότι οι Αγγλοσάξονες το έχουν ξετινάξει το θέμα. Έχουμε και λέμε (http://en.wikipedia.org/wiki/Stay-at-home_dad):
  • stay-at-home dad (SAHD)
  • stay-at-home father
  • house dad
  • househusband
  • house-spouse
Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το χιουμοριστικό μυθιστόρημα για μικρούς και μεγάλους (της Λένας Μερίκα) με τίτλο Ο νοικοκυρός. Τα σχετικά ευρήματα έχουν να κάνουν με το βιβλίο, ενώ στον πληθυντικό οι νοικοκυροί είναι οι νοικοκυραίοι: «Φρόνιμοι και νοικοκυροί δε ζουν στον Ψηλορείτη, γιατί οι κουζουλοί εκάμανε ελεύθερη την Κρήτη». :)

Γιά να ψάξουμε στο απόθεμα:

οικουρός, -όν (Α)· 1. (για σκύλο ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το σπίτι· 2. αυτός που μένει στο σπίτι του («οἰκουρὸν γραΐδιον», Πολυδ.)· 3. (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που είναι μακριά από τον αγώνα· 4. (το θηλ. ως ουσ.) ἡ οἰκουρός· α) η οικοδέσποινα, η νοικοκυρά· β) αξιέπαινη σύζυγος· 5. (φρ.) «οἰκουρὸς ὄφις»· το ιερό φίδι που φύλαγε τον ναό τής Αθηνάς στην Ακρόπολη.
οικουρώ (Α οἰκουρῶ, -έω) [οικουρός]· (νεοελλ.) παραμένω στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας· || (αρχ.) 1. μένω άγρυπνος για να φυλάξω το σπίτι· 2. (γενικά) φυλάω κάτι· 3. επιστατώ σε ναό («ὅταν οἰκουρῶσι μύστας», Αριστοτ.)· 4. (για γυναίκα) μένω στο σπίτι («οἰκουρεῑν εἱλόμην καὶ βίον τινὰ τοῡ τον γυναικώδη καὶ ἀτολμον προτιθέμενος», Λουκιαν.)· 5. απέχω από τον πόλεμο παραμένοντας στην πατρίδα· 6. μένω άπρακτος.

Αν δεν μας κάνει ο οικουρός που οικουρεί, να τον ανεβάσουμε ένα σκαλί:
οικουργός (Α)· αυτός που ασχολείται με τις δουλειές τού σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν-ουργός, ξυλ-ουργός].
Θέλετε άλλα; Να φτιάξω τη λέξη σπιτάρης (του σπιτάρη - οι σπιτάρηδες) (back formation από τον σπιτόγατο);
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Κι εγώ νόμιζα ότι θα λεξιπλάσεις σπιτέρας από σπίτι+πατέρας.

Χρειάζεται αντίλογος γιατί δεν περπατάνε εύκολα τα οικουργικά; Κυριότερο: Μπουγάδα, μαγείρεμα, σιδέρωμα δεν θεωρούνται «έργα».

Για τα οικουρικά, φαντάσου μόνο να πρέπει να απαντήσεις στην ερώτηση: Εσείς τι επαγγέλεστε; Α, οικουρείτε...

Το SAHD θα μπει στα μη μπακουρώνυμα; :D

Μα τόσα εκατομμύρια λέξεις έχει η τρισχιλιετής, για τον μπαμπά που κάθεται σπίτι και «απλώς» μεγαλώνει τα παιδιά και φροντίζει το σπίτι, δεν πρόβλεψε;

(Και θα το ξεκίναγα στα αγγλικά, αλλά δεν ήξερα από ποιον όρο...) :)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Συναφές είναι, δείτε αυτό το homemaker...



Από το ιστολόγιο του Mox, εδώ.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ευχαριστώ που μ' έστειλες στο μπλογκ του Mox. Διαβάζω και το εξής κάτω από τον τίτλο του μπλογκ:

Mox is a young but well educated translator. Two PhDs, six languages...
and he hardly earns the minimum wage.

:(:(:(:(:(:(:(
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ναι, ο Μοx δεν πληρώνεται καλά (σε αντίθεση με τον δημιουργό του, όπως εξηγεί κάπου στα ψιλά γράμματα, αν το ψάξεις λίγο... :)).
 

SBE

¥
Ειδικά για το ζήτημα του διδακτορικού (όχι της μετάφρασης), το καλύτερο που έχω διαβάσει μέχρι τώρα, που τα λέει όπως είναι:
The Disposable Academic
 
Top