Η ελληνική γλώσσα σ' ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον...

nickel

Administrator
Staff member
Η ελληνική γλώσσα σ' ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον...

Του ΘΑΝΑΣΗ ΝΑΚΑ Καθηγητή Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

«Μια γλώσσα δεν παγκοσμιοποιείται χάρη στην απλούστερη εσωτερική δομή της (ενν. σε σύγκριση με άλλες), ή χάρη στον πλούτο του λεξιλογίου της, ή χάρη στο γεγονός ότι εκφράστηκε σε αυτή μια λογοτεχνία περιωπής κατά το παρελθόν, ή ότι συνδέθηκε με αυτή ένας μεγάλος πολιτισμός ή μια μεγάλη θρησκεία.

»Παραδοσιακά, μια γλώσσα μπορεί να παγκοσμιοποιηθεί για έναν και μόνο βασικό λόγο: την ισχύ των ομιλητών της, συγκεκριμένα την πολιτική και στρατιωτική τους ισχύ. Είναι ο λόγος που παραμένει ο ίδιος διαμέσου της Ιστορίας». (Αυτά μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ο D. Crystal στο βιβλίο του English as a Global Language, 2003.

Παρά την ομολογημένη (και στον πρόλογο του βιβλίου του) πίστη στις αξίες της πολυγλωσσίας, η βασική θέση την οποία υποστηρίζει ο Crystal και ως πρακτικά εφαρμόσιμη, ακόμη και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), είναι ουσιαστικά ένα καθεστώς διγλωσσίας (bilingualism), όπου δηλαδή δίπλα στην εντελή εκμάθηση της εθνικής γλώσσας ως στοιχείου ταυτότητας για κάθε λόγο, προτείνεται και η συστηματική «εξ απαλών ονύχων», δηλαδή ήδη από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, διδασκαλία της Αγγλικής, ως του κοινού γλωσσικού μέσου επικοινωνίας που εξασφαλίζει μια «διεθνή παρουσία» σε άτομα και λαούς.

Είναι γνωστό ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) έχει θεσπιστεί η υποχρεωτική διδασκαλία, ήδη από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, και μιας δεύτερης ξένης γλώσσας, εκτός από την Αγγλική. Με στόχο τον περαιτέρω περιορισμό στη χρήση της Αγγλικής, έγινε προς τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και η πρόταση, καθεμιά από τις γλώσσες των κρατών-μελών να επιλέγεται από τους πολίτες ως «γλώσσα προσωπικής υιοθέτησης», έτσι ώστε, στις διμερείς (πολιτικές, εμπορικές, πολιτιστικές) σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών, να χρησιμοποιούνται άτομα που, εκτός από τη μητρική τους, θα κατέχουν σε υψηλό βαθμό και τη γλώσσα ενός άλλου κράτους-μέλους.

Παρ' όλα αυτά, στην ουσία, η Ε.Ε. δείχνει να έχει συμβιβαστεί με την de facto παγκοσμιοποίηση της Αγγλικής, ενώ η αποδοχή όλων των προηγούμενων πρακτικών λύσεων βρίσκεται τουλάχιστον στο επίπεδο των διακηρύξεων.

Στον ανταγωνισμό τους με την Αγγλική, υφίστανται αποδυνάμωση ακόμη και «ισχυρές» γλώσσες, όπως λ.χ. η Γαλλική, άλλοτε γλώσσα της παγκόσμιας διπλωματίας και πρώτη στην εκμάθησή της ως ξένης από άλλους λαούς, γι' αυτό και η απανταχού γαλλοφωνία συσπειρώνεται και αμύνεται.

Το ότι πάντως ο Ελληνισμός έμαθε να θεωρεί τη γλώσσα του πατρίδα, ακόμη και αν αυτή η πατρίδα θεωρείται σήμερα οριστικά χαμένη (πληροφορούμαι ότι στην ελληνόφωνη Καλαβρία το σύνθημα «πατρίδα μας είναι η γλώσσα μας» γράφεται ακόμη και στους τοίχους), δημιουργεί έντονο προβληματισμό σε ό,τι αφορά τους ιστορικά παραπλανημένους βόρειους γείτονές μας, που ισχυρίζονται ότι μπορούν να αναγνωρίζουν τη μακεδονική τους ταυτότητα μέσα από τη σλαβική διάλεκτο (κατ' ουσίαν, μια διάλεκτο της σημερινής Βουλγαρικής) την οποία μιλούν!

Ας επικεντρωθούμε, όμως, στο παρόν και, ιδίως, στο μέλλον της Νεοελληνικής μας γλώσσας, μέλλον το οποίο εξαρτάται τα μέγιστα (1) από το πώς της συμπεριφερόμαστε εμείς οι φυσικοί ομιλητές και χειριστές της, τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια χρήση της· (2) από τον τρόπο με τον οποίο τη μελετούμε και τη διδάσκουμε ως μητρική σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης· (3) από τον τρόπο με τον οποίο τη διδάσκουμε και την προβάλλουμε ως δεύτερη ή ως ξένη, σε ομογενείς ή σε αλλόγλωσσους, εντός και εκτός των συνόρων· και (4) από τον τρόπο με τον οποίο τα θεσμικά όργανα (υπουργείο Παιδείας, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο) χαράσσουν την ευρύτερη γλωσσική πολιτική τους, σε ό,τι αφορά τη γλωσσική ποικιλία και, ιδιαίτερα, τη γλωσσική ετερότητα (είναι ανακόλουθο λ.χ. και υποκριτικό να ζητάς ισότιμη μεταχείριση και πολλαπλότητα ευκαιριών σε ό,τι αφορά την εθνική σου γλώσσα στο πλαίσιο της Ε.Ε., αλλά εντός των συνόρων να συμπεριφέρεσαι κυριαρχικά απέναντι στις διάφορες μειονοτικές γλώσσες που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα). *

Τι μας διδάσκει το παράδειγμα του Αχιλλέα Τζάρτζανου


Σε ό,τι με αφορά, θα ήθελα να επικεντρωθώ στα δύο πρώτα ζητήματα, και ακόμη ειδικότερα στο δεύτερο, σχετικά με τη μελέτη και τη διδασκαλία στα σχολεία και τα πανεπιστήμια της Νεοελληνικής ως μητρικής. Αλλά για το να κάνω, είμαι υποχρεωμένος ν' αναφερθώ πρώτα στην προσωπικότητα του Αχιλλέα Τζάρτζανου.

Ο Τζάρτζανος δεν υπήρξε πανεπιστημιακός, αν και διδάκτορας γλωσσολογίας. Υπηρέτησε κυρίως στη μέση εκπαίδευση και τελείωσε την καριέρα του ως εκπαιδευτικός σύμβουλος. Όσο βρισκόταν στην ενεργό υπηρεσία δημοσίευσε ορισμένες καθαρώς επιστημονικές γλωσσολογικές εργασίες. Αφότου αφυπηρέτησε, με προίκα την 35χρονη διδακτική του εμπειρία, ασχολείται περισσότερο με τη συγγραφή σχολικών βιβλίων, τα οποία, μαζί με την ευγνωμοσύνη μαθητών και εκπαιδευτικών, για την πρακτική ωφέλεια που τους προσέφεραν στην εκμάθηση και τη διδασκαλία της Γραμματικής και του Συντακτικού (της Νεοελληνικής και των δύο κλασικών γλωσσών), προσδίδουν στο συγγραφέα τους, με την πάροδο του χρόνου, όλο και μεγαλύτερη αναγνώριση και κύρος.

Μάλιστα, με το δίτομο νεοελληνικό συντακτικό του (τη «Νεοελληνική Σύνταξι»), κέρδισε την αναγνώριση όλου του επιστημονικού κόσμου, νεοελληνιστών και αρχαιοελληνιστών, Ελλήνων και ξένων, καθώς και πολλών άλλων πνευματικών ανθρώπων, και από τα δύο γλωσσικά στρατόπεδα (των δημοτικιστών και των καθαρολόγων).

Θα προσθέσω ακόμη ότι, από τη θέση του επίσημα διορισμένου «κριτού διδακτικών βιβλίων» (όπως λεγόταν τότε) δεν δίσταζε να προτείνει την απόρριψη σχολικών εγχειριδίων που είχαν συγγράψει εν ενεργεία πανεπιστημιακοί καθηγητές, όταν διαπίστωνε ότι δεν είχαν την επιστημονική εγκυρότητα ή / και την παιδαγωγική αρτιότητα που απαιτούνταν.

Στην παρούσα συνάφεια, και για να γίνουν κατανοητές αποφάσεις παρόμοιες με του Τζάρτζανου, θα επισημάνω και τα εξής δύο σημαντικά γνωρίσματα της προσωπικότητάς του: (α) Συντάσσοντας το Νεοελληνικό Συντακτικό του, ο Τζάρτζανος αξιοποιεί τη γνώση ξένων γλωσσών που διαθέτει και, βέβαια, τη βαθύτατη γνώση των δύο κλασικών γλωσσών, της Αρχαιοελληνικής και της Λατινικής· όμως, το υλικό που χρησιμοποιεί στα παραδείγματά του, είναι μόνον αυθεντικό υλικό που αποδελτιώνει μέσα από την κοινή Νεοελληνική (για κάθε παράδειγμα σημειώνει συστηματικά την πηγή, δεν υπάρχει παράδειγμα κατασκευασμένο από τον ίδιο -δίνω ιδιαίτερη έμφαση σ' αυτό, γιατί συνιστά μια από τις πτυχές αυτού που ονομάζω «η επιστημονική εντιμότητα» του Τζάρτζανου).

Και ερωτώ: ποια θα έπρεπε να είναι σήμερα η αντίδραση του Τζάρτζανου (και όλων μας) απέναντι στο γεγονός ότι νεόκοποι γλωσσολόγοι, όταν δεν κατασκευάζουν εξ ολοκλήρου τα παραδείγματά τους, μεταφράζουν, από την ξενόγλωσση βιβλιογραφία που συμβουλεύονται (κυρίως την Αγγλική), όσα σχετίζονται με το θέμα τους, και θέλουν, μάλιστα, με αυτά τα Ελληνοαγγλικά τους παραδείγματα, να διατυπώσουν κανόνες λ.χ. για τη σύνταξη της Νεοελληνικής;

(β) Είναι διάχυτη η εντύπωση ότι το γλωσσικό αισθητήριο του Τζάρτζανου αλλά και η γλωσσολογική του μόρφωση ήταν τέτοια, που του επέτρεπαν, με αρκετή ασφάλεια, να διακρίνει κάθε φορά τι ανήκει στην ελληνική, ως κληρονομημένο στοιχείο ή ως προϊόν εξέλιξης, και τι αποτελεί ξενική επίδραση ή δάνειο. Λ.χ. στο κεφάλαιο της μετοχής, καταγράφεται η συστηματική παρουσία ενός άκλιτου τύπου: γράφοντας, και ενός κλιτού: γραμμένος, ενώ ο περιφραστικός τύπος: έχοντας γράψει, που δεν απαντά καθόλου στα λαϊκά κείμενα (ο Τζάρτζανος το αποκαλεί «εντελώς νέο κατασκεύασμα, ξένο προς τη γνήσια δημοτική»), μοιάζει μεταφραστικό δάνειο από γλώσσες που έχουν τέτοιο περιφραστικό τύπο (μεταξύ αυτών και η Αγγλική: having written).

Ερωτώ και πάλι: ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδραση του Τζάρτζανου (και η δική μας) απέναντι στο γεγονός ότι, στη μία από τις δύο επιστημονικές γραμματικές «αξιώσεων», που διαθέτουμε σήμερα για τη γλώσσα μας, το «γράφοντας» χαρακτηρίζεται ως το «γερούνδιο» της Νέας Ελληνικής, το «έχοντας γράψει» ως το «τετελεσμένο γερούνδιο», και μόνον ο κλιτός τύπος «ο γράφων / η γράφουσα», όπου απαντά, θεωρείται ως η «μετοχή ενεργητικού ενεστώτα»; -που θα πει, μ' άλλα λόγια, «πάρε τα αγγλικά γυαλιά μου για να περιγράψεις τα Ελληνικά σου»; Και ποια θα έπρεπε να είναι ειδικότερα η αντίδραση, εάν σας έλεγα ότι αυτού του είδους η περιγραφή έγινε προσπάθεια να μεταφερθεί και στο σχολικό βιβλίο Γραμματικής και Συντακτικού που προορίζεται για τις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου; Ομολογώ ότι δεν αισθάνομαι καθόλου τύψεις που, ως μέλος της επιτροπής αξιολόγησης του εν λόγω βιβλίου, έγραψα αρνητική εισήγηση.

Πώς θα αντιδρούσε ο Τζάρτζανος, εάν του έλεγε κανείς ότι τον όρο «αντίθετα», για τις λέξεις με αντίθετη σημασία, τον αντικαταστήσαμε, ακόμη και στα σχολικά βιβλία, με τον όρο «αντώνυμα» (πβ. αγγλ. antonyms, γαλλ. antonymes), οπότε η μεταξύ τους σχέση λέγεται «αντωνυμία» αδιαφορώντας για το γεγονός ότι δημιουργείται σύγχυση με το μέρος του λόγου «αντωνυμία», το υποκατάστατο δηλαδή του ουσιαστικού και του επιθέτου; Σ' αυτές τις άλλες γλώσσες που τις μιμηθήκαμε εν προκειμένω, δεν δημιουργείται σύγχυση, εφόσον για το υποκαταστατικό μέρος του λόγου επικράτησε ο λατινικός όρος «pronomen» (εξ ου και γαλλικό «pronom» ή αγγλικό «pronoun»).

Από την Ελευθεροτυπία (6/6/2008)
 
Top