Παρεμπιπτόντως, δίπλα στο παλιό ρήμα νεάζω, υπάρχει τώρα και το νεανίζω, το οποίο βρίσκεις στο ΛΝΕΓ:
νεανίζω ρ. αμετβ. [μτγν.] {νεάνισα} (λόγ.) 1. είμαι ή δείχνω νέος στην ηλικία: νεανίζων κύριος ΣΥΝ. νεάζω 2. (μτφ.) συμπεριφέρομαι σαν ανώριμος νέος, δηλ. με έπαρση και απερισκεψία.
νεάζω ρ. αμετβ. [αρχ.] {μόνο στον ενεστ.} (λόγ.) 1. είμαι ή δείχνω νέος ΣΥΝ. μικροδείχνω ΑΝΤ. μεγαλοδείχνω, γεροντοφέρνω 2. μιλώ, σκέπτομαι και πράττω σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νέο.