Ετυμολογικά κατά Σ. Βασδέκη

nevergrown

New member
Στο σάιτ http://athriskos.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=262&mode=thread&order=0&thold=0
βρήκα το παρακάτω άρθρο και μπορώ να πω ότι με προβλημάτισε. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να δημιουργηθεί θέμα για να το συζητήσουμε!

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του παρόντος
χωρίς την άδεια του συγγραφέα αλλά άνευ λογοκρισίας.


ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ. ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΤΩΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΩΝ

Ένα είναι το μοιραίο λάθος, όλων σχεδόν, των ετυμολόγων. Θεώρησαν, εντελώς αφελώς, ότι η γλώσσα ξεκίνησε την πορεία της μέσα από γραφεία σαν τα δικά τους. Ότι η γλώσσα γεννήθηκε και ανδρώθηκε από ανθρώπους λόγιους.
Για το λάθος αυτό, την αρχική ευθύνη φέρει ο πρώτος διδάξας την άποψη αυτή Πλάτων, στον διάλογό του «Κρατύλος» ή «Περί ονομάτων ορθότητος λογικός». Μέσα στο έργο αυτό, ούτε πολύ ούτε λίγο, υποστηρίζει ότι κάποια ανώτερη δύναμη έδωσε στα πράγματα τα ονόματα.
Πρόκειται για μια τραγική ανοησία. Και μόνο ένας δεισιδαίμονας και άκρως θεόπληκτος άνθρωπος θα μπορούσε να υποστηρίξει μια τόσο αφύσική και ανεδαφική άποψη.


Δεν πρόκειται όμως για την μόνη άτοπη τοποθέτηση του Πλάτωνα, διότι όλο το έργο του, πλην σπανίων περιπτώσεων, είναι διαποτισμένο από το πνεύμα αυτό. Κατέθεσα όλα τα στοιχεία περί αυτού, στο άρθρο «Πλατωνισμός», το οποίο βρίσκεται αναρτημένο στην παρούσα ιστοσελίδα.
Στο έργο του αυτό ο Πλάτωνας, ούτε πολύ ούτε λίγο, υποστηρίζει ότι «κάποια ανώτερη δύναμη έδωσε στα πράγματα τα ονόματα». Η άκρατη ιδεοληψία του δεισιδαίμονα αυτού ανθρώπου τον οδήγησε στην πλάνη ότι μπορούσε να χτίσει ένα οικοδόμημα, αρχίζοντάς το από το στρώσιμο των κεραμιδιών στην σκεπή.
Στην εισαγωγή του ετυμολογικού μου λεξικού υποστηρίζω το εξής:
Η συγγραφή του ετυμολογικού αυτού λεξικού βασίστηκε σ’ ένα κυρίως δόγμα. Το δόγμα αυτό υποστηρίζει ότι η ελληνική γλώσσα δεν δόθηκε στους ανθρώπους της από κάποιον θεό ή άνθρωπο ή μέγα νομοθέτη ή εξωγήινο, αλλά είναι γέννημα θρέμμα των ανθρώπων που έζησαν στον συγκεκριμένο τόπο, οι οποίοι επί εκατομμύρια χρόνια την διαμόρφωσαν, ζυμώνοντας και πλάθοντας τους φθόγγους, τους οποίους εκφωνούσαν οι ίδιοι λόγω αισθημάτων ή συναισθημάτων τους, με τους ήχους που άκουγαν από τα στοιχεία της φύσης, τα ζώα και τα εργαλεία τους.
Είναι δε ολοφάνερο ότι κάποτε, πριν τον Όμηρο, κάποιες γενιές Ελλήνων, με τάξη, λογική και καλλιτεχνική έφεση, διαμόρφωσαν το λογοτεχνικό αυτό εργαλείο που λέγεται ελληνική γλώσσα.
Αυτό σημαίνει ότι όποιος τυγχάνει κομπλεξικός για την καταγωγή του από πιθηκοειδής προγόνους, καλά θα κάνει να μας αδειάσει την γωνιά. Αυτή την γωνιά όπου συνδιαλέγονται οι απόγονοι των πιθήκων. Η εμμονή μου αυτή πηγάζει από την αδιάψευστη αλήθεια των ευρημάτων των ανθρωπολόγων, τα οποία ευρήματα καταδεικνύουν την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους.

Στην παρούσα έκθεση θα περιγράψω την επιρροή της γλώσσας των σαρκοφάγων ζώων, ας πούμε των λεόντων, στην γλώσσα των ανθρώπων της χώρας των Ελλήνων, βεβαίως πάντοτε σύμφωνα με την αντίληψή μου. Πρόκειται για την ρίζα ρα-, μια εκ των είκοσι, της ελληνικής γλώσσας. Από τα οκτώ χρόνια περίπου, που χρειάστηκα για να συντάξω το λεξικό, το ένα σχεδόν, μου το «έφαγε» η ρίζα αυτή. Βλέπετε τόσο κόφτει το τσερβέλο μου.
Κι επειδή στο λεξικό αναγράφονται οδηγίες χρήσεως, θα παραθέσω όλη την ομάδα των λέξεων, των εκ της ρίζας ρα-, όπως ακριβώς βρίσκονται καταχωρισμένες εκεί. (Το λεξικό παρέχεται δωρεάν από την παρούσα ιστοσελίδα κι από την anemologio.gr).


Ρίζα ρα-


βρυχάομαι [Εντυπωσιακή τυγχάνει η ποικιλία των σημασιών και εννοιών των λέξεων οι οποίες προέρχονται από την ρίζα ρα- [ρά-σσω, ρα-ίω, ρή-γνυμι (α>η), ρα-βάσσω, φ-ρά-σσω, ρά-βδος, β-ρά-ζω κ. ά.]. Ωστόσο τα ποικίλα αυτά υφάδια συνάπτονται αρμονικά στο στημόνι της εμπειρίας του πρωτογόνου ανθρώπου κυνηγού, απέναντι στα θηρία τα οποία σπα-ρά-σσουν την λεία τους.
Το πώς φέρονται τα θηρία κατά την σύλληψη του θύματός τους (ρά-γα, ρα-ίω, ρά-σσω), κατόπιν το πώς σπα-ρά-σσουν το συλληφθέν ζώο [ρή-γνυμι (α>η), β-ρύ-κω (α>υ>), β-ρό-χω (α>ο), β-ρώ-σις (ρα-ω > ρω)] αλλά και το πώς οι άνθρωποι αποπειρώνται να αποσπάσουν την έτοιμη λεία δια ρά-βδων, δηλώνονται με τις λέξεις τις προερχόμενες από την ρίζα ρα-.
Η ρίζα ρα- προέρχεται από το β-ρυ-χηθμό (α>υ) των σαρκοβόρων, τον οποίον εκβάλλουν κατά την ώρα της κατασπαράξεως της λείας τους. Προ παντός δε όταν επαπειλούνται από επίδοξους κλέφτες, αλλά και από τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης τους.
Διότι αδιαπραγμάτευτο τυγχάνει το ένστικτο του βιβ-ρώ-σκειν (β-ρώ-σις = φαγητό, ρα-ω > ρω), παρά το πρωτόκολλο που ορίζει την προτεραιότητα περί αυτού, το οποίο δια της βίας περισσότερο τηρείται παρά δια της υποταγής, συνοδευόμενο μετά μουσικής υποκρούσεως συνεχών βρυχηθμών και επιδείξεων μασελών.
Μπορεί να παρατηρήσει κανείς, τα προαναφερόμενα σε ζώα (σκύλους, γάτες) ακόμα και οικόσιτα. Τα ζώα αυτά όταν αντιληφθούν απειλή απώλειας της τροφής τους, όπως ακριβώς και τα άγρια θηρία, εκφωνούν συνεχώς ένα συνεχόμενο βρρραγγγ… (βρυχώνται).
Το ρήμα το οποίο δηλώνει τα περισσότερα από τα συμβαίνοντα κατά την προαναφερόμενη διαδικασία είναι το ρήγνυμι, αφού σημαίνει διαρρηγνύω, σπάζω, συντρίβω, σχίζω, κόβω, καταστρέφω, εγείρω, διεγείρω, κραυγάζω, κτυπώ κάποιον και τον ρίχνω κάτω, ξεφωνίζω και ποδοκρούω, όπως και τώρα κάνει κανείς προκειμένου να εκδιώξει άγριους σκύλους.
Πιθανόν ο πρωτόγονος άνθρωπος, θηρευτής αλλά και κλέφτης της λείας των θηρίων, να μιμούνταν τον βρυχηθμό τους, για να τα αποδιώξει (αν μη και εκ της παλαιότατης συγγένειας μετ’ αυτών, φυσικώς εκφέροντας τον βρυχηθμόν αυτόν).
Εκ του βρυχηθμού δε των σαρκοβόρων βρρρυγγγ… πιθανόν μπορεί να εξηγηθεί η διαπίστωση των γραμματικών ότι «το ρ εν αρχή λέξεως είχε προφοράν τοσούτον ισχυράν, ώστε ηδύνατο να καταστήσει το βραχύ φωνήεν της προηγουμένης λέξεως θέσει μακρόν».
Εάν η προαναφερθείσα εκδοχή φαντάζει ως παρατραβηγμένη, αυτό συμβαίνει διότι αγνοεί κανείς ή ξεχνά εύκολα ότι οι άνθρωποι έζησαν, χιλιάδες επί χιλιάδων χρόνια ως άγρια ζώα, μεταξύ άλλων άγριων θηρίων. Δεδομένο αναμφισβήτητο από πάμπολλα αρχαιολογικά ευρήματα ανά την υφήλιο.
Όπως και νά ’χει το πράγμα, αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα είναι ότι η λέξη αυτή (ρήγνυμι), αλλά και πολλές άλλες, σέρνει κυριολεκτικώς πίσω της ολόκληρη ιστορία, γι’ αυτό και η μεγάλη ποικιλία των σημασιών της]- κυρίως επί λεόντων βρέμω (υπήρχαν στα μέρη των Ελλήνων κατά την αρχαιότητα), μουγκρίζω, επί ταύρου, επί αγρίων θηρίων, επί της κραυγής των πληγωμένων, επί του βρυχηθμού των κυμάτων. βρύχημα, βρυχηθμός, βρυχή, βρυχηδόν, βρυχητής, βρύξ, βρύχιος, υποβρύχιος, υπόβρυχος, υποβρύχιον, υποβρυχιακός, περιβρύχιος, ρυάχετος, ρυάγχετος, ρύβδην (γ>β), βρούχημα (ο>ου), βρουχητό, βρουχητός, βρουχιέμαι, βρούχισμα, βρύκω- τρώγω μετά θορύβου, λάβρως, λαίμαργα, τρίζω τα δόντια, βρύχω, υποβρύχω, βρύγμα, βρυγμός, βρυχετός, βρύγδην.


βράγχος [βλ. βρυχ-άομαι (βραγ-) + αχέω]- βραχνάδα, κρυολόγημα λαιμού. βράγχη, βραγχαλέος, βραγχιάω, βραγχάω, βραγχία, βραγχίασις, βράγχιον, βραγχνός, βραγχώδης, βραχνάδα, βράχνα, σβραχνός, βραχνερός, βραχνιάζω, βράχνιασμα, βραχνο-, σπάραχνο (β>π).


βράζω [βράγ-χος > βράγιω > βράζω (γι>ζ)]- γρυλίζω σαν αρκούδα, βράζω. ράζω, ρόζω (α>ο), ρύζω (α>υ), ρυζέω, αράζω (α, ευφων.), αρράζω (βρ>ρρ).


ρύγχος [β-ράγχος, βράζω, ρύζω]- η ρίς, η μούρη, κυρίως επί χοίρων, ράμφος. ρυγχάζω, ρυγχαίνω, ρύγχαινα, ρυγχιάζω, ρυγχόομαι, ρογκιάω (υ>ο), ρογχαλίζω, ρέγκω (α>ε), ρέγχω, ρέγκος, ρόγχος, ρογχασμός, ρέγξις, ρωχμός (ο>ω), ροχαλίζω, ροχαλητό, ροχάλισμα, ρουχαρίζω, ροχάλα, ρόχαλο, ροχαλιάρης.


ερρυγγάνω [ε ευφων.) + ρέγχω, ρόγχος (ο>υ, ρύγχος, γχ>γγ)]- ρεύγομαι, ρεύομαι, επί της θαλάσσης θραυομένης σε αφρούς επί της ξηράς, μουγκρίζω. ερυγή, έρυγμα, ερυγμαίνω, ερυγήτωρ, ερυγμός, ερύγμηλος, ερεύγομαι, ερευγμός, έρευξις, έρευγμα, ρεύγομαι, ρεύομαι, ορυμαγδός [ερύγμηλος > ορύγμηλος (ε>ο) > ορυμγηλός (μετάθεση) > ορυμαγτός > ορυμαγδός (τ>δ)]- θόρυβος, βοή, επί ίππων, κυνών, επί χειμάρρων.


ρόχθος [β-ρυχ-άομαι, ε-ρυγ-γάνω (υ >ο)]- ο πάταγος και η βοή των κυμάτων. ροχθέω, ρόθος, ροθέω, ροθιάζω, ροθιάς, ροθίζω, ρόθιος, ρόθιον, ροθιότης, ρώθων (ο>ω), ρωθώνιον, ρωθωνίζω, ρουθούνι, ρώθωνας, ρουθουνίζω, αρθούνι, ρουθούνισμα, ρωθωνισμός.



ροιβδέω [β-ρόγ-χος, ρόγ-χος, ο>οι, γ>β]- ροφώ με θόρυβο, κάνω ώστε να εκρεύσει, εξορμήσει, όπως το ροιζέω. ροίβδην, ροιβδηδόν, ροίβδησις, ροίβδος, ροίζος (βδ>ζ), ροιζόω, ροιζέω, ροιζαίος, ροιζήεις, ροιζηδά, ροιζηδόν, ροίζημα, ροίζησις, ροιζήτωρ, ροιζώδης.


ωρύομαι [ω ( =λίαν) + β-ρυ-χάομαι, ρό-θιος (ο>υ), ε-ρυ-γγάνω]- ουρλιάζω, κυρίως επί λύκων και κυνών, επί αγρίων ανθρώπων είτε πενθούντων είτε χαιρόντων. ωρυγή, ωρυδόν, ωρυθμός, ωρυτός, ωρύωμα, ουρλιάζω (ω>ου), ούρλιασμα, ουρλιαχτό.


βρόμος [βρυ-χάομαι (υ>ο), μεταφ., ωσάν να βρυχώνται τα στοιχεία της φύσης]- κάθε μεγάλη ταραχή, ισχυρός κρότος, όπως η βοή του πυρός, ο πάταγος της βροντής, της τρικυμίας, οργή, μανία, επί ηφαιστείου. βρομέω, βρέμω, βράχω, βρόμιος, βρομιάζομαι, βρομιάς, βροντή, βροντάω, βροντώ, βρονταίος, βροντείον, βροντηδόν, βρόντημα, Βροντή, βρόντηγμα, βροντημός, βροντητά, βροντηχτά, βροντηχτός, Βροντισμένη, βροντησμός, βροντο-, Βροντομάς, βρόντος, Βροντού, βροντώδης, εμβρόντητος, εμβρόντησις, εμβροντησία, βρωμάομαι (ο>ω)- γκαρίζω, ογκώμαι, βρωμέω, βρωμήεις, βρώμησις, βρωμήτωρ, βρωμητής.


βρώσις [βλ. βρυχάομαι, βρύκω]- φαγητό, σήψη (εξ αλλοιωμένης τροφής, διότι οι πρωτόγονοι ήσαν αναγκασμένοι να διατηρούν επί πολύ χρόνο την τροφή), σκωρίαση. βρωσείω, βρώσιμος, βρωτέος, βρωτήρ, βρωτικός, βρωτός, βρωτόν, βρωτύς, βρώμος, βρώμα- τροφή, φαγητό, πληγή καρκινώδης, βιβρώσκω (αναδιπλ.), βρωματικός, βρώμη, βρόμος (ω>ο), βόρμος (ρο>ορ).


βρώμος, βρόμος [βλ. βρώσις]- δυσωδία, ιδίως των ζώων κατά την εποχή της οχείας. βρωματώδης, βρωμώδης, βρωμέω, βρωμώ, βρομάω, βρομώ, βρόμα, βρομησιά, βρομασιά, βρομερός, βρομερότητα, βρομιά, βρομιάρης, βρομιάρικος, βρομίζω, βρόμικός, βρόμιος, βρόμισμα, βρομισμένος, βρομο-, βρομούσα, βρομύλος.


βάραθρον [βορά (ο>α) + ανήρ (γεν. ανδρός, θ>δ)]- άνοιγμα, χάσμα βαθύ, ιδίως στην Αθήνα στο οποίο κατέρριπταν τους εις θάνατον καταδικασθέντες, όλεθρος, απώλεια, καταστροφή, γυναικείο κόσμημα. βέρεθρον (α>ε), ζέρεθρον (β>ζ), βέθρον, βάραθρος, βαραθρώδης, βαραθρόω.


λάβρος [λα (επιτατ.) + βρό-μος, αλλά και με την σημασία της τροφής, βλ. βρόμος και βρώσις]- επί φυσικών δυνάμεων, ορμητικός, βίαιος, σφοδρός, υπέρογκος, επί ανθρώπων, ορμητικός, σπεύδων, βιαστικός, άπληστος, λαίμαργος, σφοδρός και βίαιος στο λέγειν. λαβράζω, λαβρόομαι, λαβρύσσω, λαυρεύομαι, λάβραξ, λαβράκιον, λαβράκι, λαβρεία, λαβροστομία, λαβρότης, λαβροσύνη, λαυρόσυτος (σεύω), λάβρυς, λαβρώνιος.


ρήγνυμι [βλ. βρυχάομαι], εκρήγνυμαι, έκρηξις, ρήγνυμαι, διαρρήγνυμι, διάρηξις, ρήγμα, απόρρηγμα, ρηγμίν, ρηγματίας, ρηγμίς, ρηγμός, ραγάδα, διαρρηγνύω, διαρρήκτης, ρηκτός, ρήκτης, ρηκτικός, ρακτός, ρήξις, ρηξι-, ρηξηνορία (ανήρ), ρηξήνωρ, ρηξινορίη, Ρηξήνωρ, ρηξικέλευθος (κέλευθος), ρηξίφρων (φρην), ρήσσων (γσ>σσ), άρηξις, αρήγω, αρηγοσύνη, αρηγών, αρωγή (ρίζα ρα-, α>ω), αρωγός, αρωγοναύτης, ράσσω (γι>σσ), αράσσω (α, επιτατ.), ρακτήριος, ράκτρια, ράγδην, ράγα, ραγή, ραγάς, ραγάνι, ραγδαίος, ραγδαιότης, ραγόεις, ρήξ, ρήγας, ρηγάτον, ρηγάδικος, ρηγάτικος, ρήγαινα, ρήγισσα, ρηγόπουλο, ρηγοπούλα


ραβάσσω [ρήγ-νυμι (γ>β)]- ράσσω, αράσσω, κάνω κρότο, μάλιστα ορχούμενος ή δια του ποδιού κρούω τον ρυθμό. αρραβάσσω (α, ευφων.), αρράβαξ, ραβαΐσι ( = γλέντι, ξεφάντωμα), αραβέω, άραβος, άραδος (β>δ), αραδέω, αραγμός (β>γ), αράγδην, ρεκάζω (α-ραγ-μός, α>ε, γ>κ), ρέκασμα, ρεκασμός, αρβαλώ (άραβος), αρβάλημα, αρβαλητό, αρβολητό, αρβάλι, αρβαλίζω, αρβάλα, αραβίδα.



(.......Αναγκάζομαι να αφαιρέσω κάτι.....για να γίνει δεκτό το μήνυμα)



Βασδέκης Ν. Σταύρος
Μαυροκορδάτου 31
62100 Σέρρες
τηλ. 23210-52462



Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του παρόντος
χωρίς την άδεια του συγγραφέα αλλά άνευ λογοκρισίας.
 

Zazula

Administrator
Staff member
@nevergrown: Μετέφερα προσωρινά την ανάρτησή σου στο εδώ νήμα σχολιασμού από το νήμα παρουσίασης του ΕΛΝΕΓ, αν και τελικά μάλλον θα πάει σε δικό του νήμα για να γίνει σχετική συζήτηση, δεδομένου ότι το παράθεμά σου δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στο ΕΛΝΕΓ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Μετέφερα εδώ το κείμενο για την ετυμολογία που υπογράφει ο κ. Βασδέκης. Αν ασχολείστε με την ετυμολογία, μπορείτε εύκολα να κρίνετε τις απόψεις του. Αν όχι, μπορείτε να συγκρίνετε κάποια από τα παραπάνω με τις ετυμολογίες που υπάρχουν στο ΛΝΕΓ, το ΕΛΝΕΓ ή το ΛΚΝ, για να καταλάβετε γιατί δεν θα ήθελα να σχολιάσω καθόλου την πολλή δουλειά που έχει κάνει ο άνθρωπος και τον κόπο που ίσως να πήγε χαμένος.
 
Top