en-cours [fr -> el]

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Καλημέρα σας,
υπάρχει περίπτωση ο όρος του τίτλου να σημαίνει κάτι σε «εκκρεμές ποσό»; Η πρότασή μου είναι κάπως έτσι:
L'en cours représente [...]

Έδιτ: βρήκα πολλές αναφορές σε σελίδες της ΕΕ και σε όλες τις μεταφράσεις στα ελληνικά δεν μεταφράζεται, έχει παραλειφθεί το άτιμο!

Ξαναματαέδιτ: έχω βρει και τον όρο ως μία λέξη και σημαίνει «οφειλόμενο ποσό», λέτε να είναι αδερφάκια;
 

nickel

Administrator
Staff member
Όπως τα λες είναι. Εκκρεμείς οφειλές, οφειλόμενα ποσά — μη με ρωτάς αν υπάρχει αντιστοιχία σε λογιστικούς όρους. Βρες κάτι στα ελληνικά που να ταιριάζει στη ροή και τη θέση.
 
Top