στιβάδα και στοίβα (στυμμένης λεμονόκουπας συνέχεια)

nickel

Administrator
Staff member
Τι μπέρδεμα κι αυτό! Από ένα στείβω ξεκίνησαν όλα και δεν μπόρεσε το κακόμοιρο να μείνει στη γλώσσα μέχρι σήμερα — κι ας προσπαθεί ο Μπαμπινιώτης.

Το αρχαίο στείβω σήμαινε ποδοπατώ. Οι «στειβόμεναι οδοί» του Ξενοφώντα ήταν τα μονοπάτια (beaten paths / tracks). Από τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ– βγήκε ο στίβος, δηλ. η πεπατημένη στην αρχική της σημασία και, στα νεότερα χρόνια, το πατημένο, το ισοπεδωμένο, κομμάτι του σταδίου για τους αγώνες (track). Από το ίδιο στιβ– και ο στιβαρός (robust), που δεν έχει αλλάξει σημασία από τον καιρό του Ομήρου, και το στίφος: πυκνή παράταξη (close array) στους αρχαίους, στίφη βαρβάρων (swarms, hordes) σήμερα.


Αλλά από εκεί (από τη σημασία «συμπιέζω») είναι και η στιβάδα. Η αρχαία στιβάς περιέγραφε υλικά όπως άχυρα ή φύλλα συμπιεσμένα σε ένα στρώμα (LSJ: bed of straw, rushes, or leaves, whether strewn loose or stuffed into a mattress; mattress), ενώ σήμερα η στιβάδα περιγράφει ένα πυκνό στρώμα (layer). Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική ορολογία, γι’ αυτό δίνω μερικές αντιστοιχίες:

  • κυτταρική στιβάδα = cell layer
  • διαυγής στιβάδα του δέρματος = stratum lucidum, clear layer
  • κεράτινη στιβάδα = (stratum) corneum
  • κοκκιώδης στιβάδα της παρεγκεφαλίδας = granular layer
  • χρωστική στιβάδα του αμφιβληστροειδούς = pigmented layer of retina
  • μονοστιβάδα = monolayer
  • πολύστιβος = stratified
Επίσης:
  • η στιβάδα του όζοντος, the ozone layer
  • τα ηλεκτρόνια της εξωτερικής στιβάδας = the electrons of the outer layer (of an atom)

Η χιονοστιβάδα (avalanche) έχει ιστορία 150 χρόνων. Αντιγράφω το λήμμα χιονοστιβάς από την ΜΕΕ του 1930 (περίπου): Στιβάς εκ χιόνος. Διά του όρου τούτου ερμηνεύουσί τινες τον αγγλικό «snow-rollers», ον άλλοι μεν αποδίδουσι δια του όρου χιονοκύλινδρος, άλλοι δε, μη δεχόμενοι παντελώς τον όρον χιονοστιβάς, αντικαθιστώσι τούτον διά των όρων χιών παρασυρομένη και χιών συσσωρευομένη.

Μπερδευτήκατε; Κι εγώ. Στο OED, snow roller = a cylinder of snow formed by the action of the wind rolling it along. Ίσως πάλι να ήθελαν να περιγράψουν το snowdrift.

Δεν έψαξα να βρω από πότε, σίγουρα πάντως στα μεταπολεμικά χρόνια, χιονοστιβάδα είναι η κατολίσθηση χιονιού. Δεν είναι όμως μόνο avalanche (μαζί με τις μεταφορικές σημασίες). Υπάρχουν και οι χιονόμπαλες των μικιμάους (μυθικές, γιατί δεν υπάρχουν σαν φυσικό φαινόμενο), που κυλούν στην πλαγιά και όλο μεγαλώνουν. Το ρήμα snowball = παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας. Το snowball effect μεταφράζεται φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Και αντίστροφα. Το avalanche effect έχει σχέση με ηλεκτρολογία και κρυπτογραφία. Δεν υπάρχει το «φαινόμενο της χιονοστιβάδας» σε ελληνοαγγλικά λεξικά, αλλά σε καλό ελληνογαλλικό που βλέπω σαν μετάφρασμα το phénomène de l’avalanche, να επισημάνω ότι το σωστό είναι effet boule de neige.


Με μετάπτωση, όπως το αμείβω έδωσε την αμοιβή, το στείβω έδωσε την αρχαία στοιβή, η στοιβή το στοιβάζω (stack, pile (up) | cram, squeeze | stow) και το στοιβάζω τη νεότερη στοίβα (stack, pile, heap) και παράγωγα όπως στοίβαγμα (stacking αλλά και cramming, crowding), στοιβαδόρος (stacker) και την περίφημη στοιβασία (stowage) στα πλοία, την οποία όμως αγνοούν τα γνωστά ελληνικά λεξικά.


Όπως λοιπόν είπα στην αρχή, μας έδωσε όλα τα παραπάνω το ρήμα στείβω και χάθηκε το ίδιο στη διαδρομή (σε σημείο που ο διορθωτής μου, κάθε που γράφω στείβω το διορθώνει αυτόματα σε στρίβω!). Επηρεάστηκε, λένε οι ετυμολόγοι, από ένα άλλο ρήμα, το στύφω (στην παρέα του τα στυφός, στυπτικός, στυπτηρία, στύψη) και τώρα το γράφουμε στύβω (squeeze a lemon | wring the clothes | στύβω το μυαλό μου, rack my brains). Λίγα από τα παραπάνω είχα πει παλιότερα στη στυμμένη λεμονόκουπα.

Στην ίδια παρέα και το στύψιμο. Το ΛΝΕΓ γράφει στείβω, έστειψα, στειμμένος, στείψιμο, αλλά δύσκολα φαίνεται θα αναστηθεί η παλιά ορθογραφία. Ίσως και να μη χρειάζεται. Άλλαξε άλλωστε η σημασία της λέξης από το «ποδοπατώ» και δύσκολα θα δει κανείς τη σχέση με το στίβο, τη στιβάδα ή τη στοίβα.

Δείτε όμως ένα άλλο μπέρδεμα. Διαβάζω στο Μείζον, στη στιβάδα: σύνολο ομοειδών πραγμάτων που σχηματίζουν ένα πυκνό στρώμα: στιβάδα χιονιού. Παρόμοιο στο ΛΚΝ: πυκνό και παχύ στρώμα ύλης: Στιβάδες χιονιού. Και υποψιάζομαι ότι εννοούν στοιβαγμένο χιόνι. Να είναι ίδιο με το μπέρδεμα που διαπιστώνω και σε πολλά ελληνοαγγλικά λεξικά; Έτσι στον Σταυρόπουλο βλέπω στιβάδες βιβλία και στιβάδες παλιόχαρτα. Σε άλλα, στιβάδες χιονιού ή στιβάδες βιβλία. Τέτοιες χρήσεις (εκτός από εκείνη με το χιόνι) δεν βλέπω σε ελληνικά λεξικά ή στο διαδίκτυο. Πρόκειται για μπέρδεμα με τη στοίβα ή λεγόταν κάποτε έτσι; Δεν θα έπρεπε να γράφεται στοιβάδα, που λημματογραφεί το ΛΝΕΓ (1. η στοίβα. 2. (εσφαλμ.) η στιβάδα) και χρησιμοποιούν στο διαδίκτυο;

Αν κάποιος ξένος διαβάσει το παρακάτω σχόλιο στο Ορθογραφικό, θα έχει δίκιο να πει «Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμιοί»:

 
Last edited:

nickel

Administrator
Staff member
Και για το ενδιαφέρον του πράγματος: Σύμφωνα με τη Συναγωγή του Κουμανούδη, η πρώτη χρήση της χιονοστιβάδας βρίσκεται σε κείμενο του 1846, πανηγυρικό λόγο του Παναγιώτη Σούτσου (για την επέτειο της 25ης Μαρτίου):

Διά τούτο ο Ταΰγετος πρώτος κυλίει την Μαυρομιχαλικήν χιονοστιβάδα κατά των εν Καλάμαις Οθωμανών και την 25 Μαρτίου ο Γερμανός μετά του Ανδρέου Ζαήμου και λοιπών υψόνει εν τη αγία Λαύρα τον μυστηριώδη φοίνικα της Ελληνικής παλιγγενεσίας...
 
Άμα στρώσεις βιβλία κάτω να κοιμηθείς ή εφημερίδες για να βάψεις, στιβάδα δεν είναι;
Και ειδικά για το χιόνι, πάλι, λέμε "το έστρωσε", "στρώμα χιονιού".
 

Zazula

Administrator
Staff member
Όλα τα παραπάνω μας έδωσε το ρήμα στείβω [που] επηρεάστηκε από ένα άλλο ρήμα, το στύφω (στην παρέα του τα στυφός, στυπτικός, στυπτηρία, στύψη) και τώρα το γράφουμε στύβω (squeeze a lemon | wring the clothes | στύβω το μυαλό μου, rack my brains).

Τι μπέρδεμα κι αυτό, δεν θα πει τίποτα! Αυτό το στύφω (τι καρπερά δραστήριο ρήμα, να γονιμοποιεί τους πάντες και τα πάντα) το 'χω στο μάτι εδώ και καιρό, εξαιτίας μιας άλλης λεξούλας (που, εμένα τουλάχιστον, μου φαίνεται παραγκωνισμένη): της λέξης στουπί.

Το στουπί (που δίνει τα στυπόχαρτο, στυπιοθλίπτης, στυπώνω / στύπωμα, στουπώνω / στούπωμα) είναι το αρχ. στυπ(π)είον, το οποίο έδωσε και τη λέξη στύππη που έγινε στα λατινικά stuppa και έδωσε το δημοφιλέστατο stop. Αρχική σημασία τού stop ήταν «διακόπτω τη ροή με στουπί, στουπώνω» και αργότερα μετεξελίχθηκε σε «σταματώ» (πιθανώς και υπό την επίδραση του επίσης λατ. stupere «μένω κάγκελο»). Άρα το στοπ είναι αντιδάνειο από το στυππείον, αλλά εδώ τα εξηγεί πολύ καλύτερα ο φίλτατος Ν. Σαραντάκος στον ιστότοπό του (http://www.sarantakos.com/language/triaena.html) — απ' όπου αντιγράφω:

Να κλείσουμε με το ταπεινό και περιφρονημένο στουπί, το οποίο οι αρχαίοι το έλεγαν στυππείον. Από έναν παράλληλο τύπο, την στύππη, προέρχεται το λατινικό δάνειο stuppa (stuppam linum impolitum appellant Graeci Dorii, δηλ. οι Έλληνες Δωριείς το χοντρό νήμα το ονομάζουν stuppa, γράφει ο Festus). Και επειδή μία από τις πάμπολλες χρήσεις που έχει το στουπί είναι για να βουλώνουμε φιάλες και άλλα δοχεία, στη μεταγενέστερη εποχή stuppa σημαίνει το πώμα. Από εκεί το υστερολατινικό stuppare «βουλώνω με στουπί», που διαδίδεται σε όλες τις γλώσσες, τόσο τις ρωμανικές (γαλλ. étouper, ιταλ. stoppare), όσο και στις γερμανικές (παλαιογερμανικά stopfôn, γερμανικά stopfen, ολλανδικά stoppen), από όπου και το μεσαιωνικό αγγλικό stoppen που σημαίνει «κλείνω, φράζω, βουλώνω» και από εκεί το σημερινό ρήμα και ουσιαστικό stop, που επεκτείνει και γενικεύει τη σημασία του φραγμού και που το έχουμε δανειστεί κι εμείς (αντιδάνειο πάλι) στα οδικά σήματα του κώδικα κυκλοφορίας, στην αθλητική ορολογία (στόπερ) ή σε ποικίλους μηχανισμούς που καμιά σχέση, ούτε ως μακρινή ανάμνηση δεν έχουν πια με το ταπεινό στουπί, αλλά και σαν επιφώνημα, όταν θέλουμε να σταματήσει κάτι, στοπ!

Το στυππείον (μέσω του λατ. stuppa, όπως είπαμε) έχει δώσει και την αγγλική λέξη stupe «ζεστή κομπρέσα», ενώ μέσω του παλαιογερμανικού stopfôn που αναφέρει ο Ν.Σ. έχει δώσει και την αγγλική λέξη stuff.

Παρά τη μικρή απόσταση που χωρίζει το στουπώνω απ' το στουμπώνω, τα λεξικά μάς λένε ότι αυτό το τελευταίο προέρχεται από το στούμπος, που με τη σειρά του ετυμολογείται από σλαβ. stonpa, που όμως δεν ξέρουμε (δεν μας λένε!) το από πού προέρχεται. :)

Όλα καλά μέχρι εδώ, αλλά πού κολλάει το στύφω; Μα, φυσικά στο ότι δεν κατόρθωσα να βρω απώτατο έτυμον για το στυππείον! :D Το ΛΝΕΓ επισημαίνει ότι είναι τεχνικός όρος αβέβαιου ετύμου, κι ότι ίσως συνδέεται με σανσκρ. stūpa «τούφα, τσουλούφι». Εγώ πάντως αυτήν τη stūpa την εντόπισα και στην ετυμολογία τής λέξεως stupa των Βουδιστών, που σημαίνει (όπως λέει η βίκι) «σωρός» κι άρα πρέπει να πρόκειται για την ίδια σανσκρ. λέξη με την ενδεχόμενη-να-σχετίζεται με το στουπί. Για το δε στύφω το ΛΝΕΓ δηλώνει και πάλι ότι είναι αβέβαιου ετύμου. Πάντως εδώ υποστηρίζεται ότι και το στυππείον και το στύφω ανάγονται σε ΙΕ *stewe-, οπότε το αναρτώ εδώ προκειμένου να σχολιαστεί η ορθότητα ή μη της σχετικής εικασίας από κάποιον που να γνωρίζει από τέτοια πράγματα. :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Άμα στρώσεις βιβλία κάτω να κοιμηθείς ή εφημερίδες για να βάψεις, στιβάδα δεν είναι;
Και ειδικά για το χιόνι, πάλι, λέμε "το έστρωσε", "στρώμα χιονιού".
Αυτό θα καταλάβαινα κι εγώ αν διάβαζα κάπου για μια στιβάδα χιονιού: ένα λεπτό, πυκνό στρώμα χιόνι. Συνήθως ωστόσο μιλάμε για στοιβάδες χιονιού («πελώριες» λένε κάνα δυο στο διαδίκτυο, οπότε σωστά γράφουν «στοιβάδες»). Στο ψάξιμο έπεσα πάνω σε πολλές, μα πολλές, *στοιβάδες οζόντος, οπότε ο Θεός να φυλάξει μην πέσουν και μας πλακώσουν.
 
Όλα καλά μέχρι εδώ, αλλά πού κολλάει το στύφω; Μα, φυσικά στο ότι δεν κατόρθωσα να βρω απώτατο έτυμον για το στυππείον! :D Το ΛΝΕΓ επισημαίνει ότι είναι τεχνικός όρος αβέβαιου ετύμου, κι ότι ίσως συνδέεται με σανσκρ. stūpa «τούφα, τσουλούφι». Εγώ πάντως αυτήν τη stūpa την εντόπισα και στην ετυμολογία τής λέξεως stupa των Βουδιστών, που σημαίνει (όπως λέει η βίκι) «σωρός» κι άρα πρέπει να πρόκειται για την ίδια σανσκρ. λέξη με την ενδεχόμενη-να-σχετίζεται με το στουπί

Από μια σταχυολόγηση φαίνεται πράγματι ότι έχουμε σανσκριτικές συγγένειες:

Για τη στύππη, συγγενής με σανσκρ. stṹpaḥ (αρσ.) κορυφή, λόφος, τούφα μαλλιών, stupáḥ (αρσ.) κορυφή, λόφος κεφαλής, πβ. stu-k-áḥ (αρσ.), stukā (θηλ.) βόστρυχος, ρίζα *stūﬞﬞ-p- συμπυκνώνομαι, σχηματίζω σφαίρες (επεκτ. τύπος του *stā ίσταμαι βλ. σταυρός;) πβ . *stūﬞ-bh, βλ. στύφω.

Αλλά προτιμήσαμε το στυγέω (απεχθάνομαι, βδελύσσομαι), που δίνει τα στύγος, στυγερός, στυγνός ...δολοφόνος - και να ετυμολογικά γιατί μάς προκύπτουν και κάτι *στιβαροί (<στείβω) δολοφόνοι! - και η στυξ, Στυξ (Στύγα), η μισητή, που σε παγώνει, παγερό ψύχος, είναι από ρίζα *stūg συμπυκνώνομαι (επεκτ. τύπος του *stū-), βλ. στύω (κάνω κάτι στερεό, ανορθώνω) βλ. σταυρός και πβ. με παλαιοσλαβ. studҩ (ψύχος).

Αλλά ξεστράτισα στο στύπος (ο κορμός, μίσχος, καυλός ... του στύπεος και στύπους, στύπεα-στύπη) από ρίζα στυπ-, πβ. σανσκρ. stȗp-as (cumulus), λατινικό stipa, stupeo, stipes - πιθανώς συγγενές προς το στυφελός (στυφός) και τα γνωστά από το στύφω.... – αλλά πάμε και στο στείβω από ρίζα *stēib-, *stib, άκαμπτος, σκληρός (stiff), ενώ η ρίζα *stīﬞﬞp, *stīﬞﬞbh- πιθανολογείται ως εκτετ. τύπος του *stāi-, *stḭā-, πήζω, που μας πάει στο στέαρ, το ιστάμενο, το πηγμένο, το σταθέν... λίπος που συγγενεύει ίσως με τη ρίζα *stā (ίσταμαι).

Όσα βγαίνουν έτσι (ūﬞ , īﬞ) πρέπει είναι πάνω στο ū και ī.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Στο ΧΛΝΓ έχουμε πλουραλισμό:
στύβω κ. στίβω κ. στείβω
 

nickel

Administrator
Staff member
Προσθέτω το λήμμα στιβάδα από το Χρηστικό της Ακαδημίας:

στιβάδα στι-βά-δα ουσ, (θηλ.), (εσφαλμ.) στοιβάδα 1. καθένα από τα στρώματα πυκνής ομοιογενούς ύλης: επιφανειακή / θαλάσσια στιβάδα. στιβάδα αερίου / εδάφους (=ορίζοντας) / ιζήματος / ορυκτού. Βλ. χιονοστιβάδα. | (ΒΙΟΛ. για ιστό:) Οι στιβάδες των αγγείων / του δέρματος (: εξωτερική στιβαδα. ΣΥΝ. επιδερμίδα· εσωτερική στιβάδα. ΣΥΝ. χόριο, υποδόριος ιστός) / της καρδιάς / των κυττάρων. Μυϊκή στιβάδα. Βασική / διαυγής / κεράτινη / κοκκιώδης στιβάδα της επιδερμίδας. 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. επίπεδο που χαρακτηρίζει την κατάσταση ενός συγκεκριμένου αριθμού ηλεκτρονίων, τα οποία συνδέονται με έναν πυρήνα: ατομική στιβάδα Τα ηλεκτρόνια της εξωτερικής στιβάδας (=ηλεκτρόνια σθένους), Δομή σε στιβάδες. * ΣΥΜΠΛ.: στρώμα / στιβάδα του όζοντος βλ. όζον [< αρχ. στιβάς, γαλλ. couche]
 
Top